Ιστορία της Ιεράς Μονής Παναγίας Γουμερά του Πόντου, Α' Μέρος
Γεωργίου Θ. Κανδηλάπτη (Κάνι) Α΄ Μέρος. Τοποθεσία.
Νοτίως της Τραπεζούντας και σε απόσταση 92 χλμ στη δημόσια οδό προς το Ερζερούμ, βρίσκεται το Τορούλ, η άλλοτε Άρδασσα λεγόμενη, παλιότερα έφερε το όνομα Μεσοχάλδιο, έδρα υποδιοίκησης (καϊμακαμλίκι) της διοικήσεως (μουτεσαριφλίκι) Γιουμουσχ̌ανέ (Αργυρούπολη) από την οποία απέχει 25 χλμ. Από την Άρδασσα διέρχεται ο Κάνις ποταμός, στον οποίο συμβάλλουν από δεξιά τα ποτάμια Μούζαινας, Χάραβας, και Κρώμνης. Από αριστερά τα ποτάμια Νίβαινας (Δέραινας), Τσίτης, Ρυακίου, Τζίζερας. Πέρα απ την Τσαερά ο Κάνις ονομάζεται Χαρσιώτης και εκβάλλει στη Μαύρη Θάλασσα παρά την Τρίπολη στην τοποθεσία Χαλκόβαλα.
Δείτε το βίντεο για τους πανηγυρισμούς εις την Παναγίαν Γουμερά Πόντου & Δείτε το βίντεο για την Ιερά Μονή Παναγίας Γουμερά Πόντου, Α΄ Μέρος & Δείτε το βίντεο για την Ιερά Μονή Παναγίας Γουμερά Πόντου, B΄ Μέρος & Δείτε το βίντεο για την Ιερά Μονή Παναγίας Γουμεράς Πόντου, Γ' Μέρος
Η συμβολή του ποταμού Τσίτης (Τζίτ –ντερέ) γίνεται 500 μέτρα περίπου έξω απ την Άρδασσα, κοντά στη δημόσια οδό προς το Ερζερούμ, με μία κλεισούρα, που σχηματίζει από δεξιά ένα ύψωμα με ερείπια Βυζαντινού κτίσματος και από αριστερά ένας ψηλός και απότομος βράχος, που λεγόταν Καστέλ. Το ποτάμι της Τσίτης πηγάζει από το ψηλότερο βουνό της περιοχής, τον Αε-Παύλον με υψόμετρο 3.080 μέτρα. Λεγόταν ότι από την κορυφή του κατά την χαραυγή μπορούσε κανείς να δεί τη Μαύρη Θάλασσα. Στην αριστερή όχθη του ποταμού υπήρχαν τα χωριά : η Αυλίανα, τα Σαρπίσκια, τη Μαυρενά, τη Μακλέλ, η Πιβερά, η Τσίτε, τοι Ξοπολάντων και τη Τσιμπρικά και στη δεξιά η Άδυσσα, στο μέσο σχεδόν της εξάωρης διαδρομής (Αυλίανας-Άρδασσας) και σε απόσταση 5 χλμ από αυτήν έκειτο το μοναστήρι της "Παναγίας Γουμερά" στην κοινοτική περιοχή της Τσίτης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το μοναστήρι ήταν γνωστό περισσότερο ως "Τη Τσίτες η Παναγία" παρά ως Γουμερά. Το μοναστήρι ήταν χτισμένο σε μία λαγκαδιά κατάφυτη, στον αυχένα ενός απότομου και ψηλού βράχου σε σχήμα πυραμίδας που τον έλεγαν "Αε-Κήρ'κα" αποτελούμενης από δύο συγκλίνουσες παρυφές γυμνού λόφου από δέντρα και μίας λόχμης (πυκνού δάσους θάμνων –κρησφύγετο άγριων ζώων), με το όνομα Γουμερά και τα δυό. Στην πιο ψηλή κορυφή του βράχου έστεκε το από αιώνων ανεμόδαρτο εξωκκλήσι του Αγίου Κύρυκος, σαν παρατηρητήριο απ όπου ο άγιος, πιστός, εθνοφρουρός, κατώπτευε την περιοχή απ τον Άεν – Παύλον και το υψίπεδο της Κάγκανας ως τον Θήχη και τη Ζύγανα. Μπροστά στην είσοδο του μοναστηριού το αντέρεισμα "Ρακάν" αποτελούσε θαυμάσια εξέδρα. Στη ρίζα της, το ποτάμι της Τσίτης, σπάνοντας το ακάθεκτο και ορμητικό του ρεύμα, πνίγει μέσα στο ρόχθο του το γλυκό κελάρυσμα του καταρράκτη που κατεβάζει τα γάργαρα νερά του από την περιοχή του Αεν Κήρ'κα. Γύρω - γύρω ατελείωτες οροσειρές, οι ψηλές χιονοσκέπαστες κορυφές των οποίων τροφοδοτούν ποτάμια μικρά και μεγάλα και διαρρέουν στενές κοιλάδες. Ολούθε, απουσιάζει και ο παραμικρός κάμπος. Θάλεγε κανείς ότι επι τούτω ο Πλάστης διαμόρφωσε εκείνη την ακριτική περιοχή για να χρησιμεύσει μελλοντικά ως κυματοθραύστης των βαρβαρικών επιδρομών και για τον ίδιο λόγο το Βυζάντιο την οχύρωσε σε κάθε στρατηγικό σημείο με καστέλλια και κάστρα. Από απόψεως θεαματικής γραφικότητας, η τοποθεσία αυτή υστερούσε έναντι των άλλων ιερών μονών του Πόντου. Όμως κανένα άλλο μοναστήρι στον Πόντο δεν ήταν τόσο σκανδαλωδώς προικισμένο στο υπέδαφος με πλουσιότατα κοιτάσματα αργύρου, χαλκού κ.τ.λ., όσο αυτό. Και ο λόγος είναι αυτός για τον οποίο ο Ακρίτας σαν είδε πως η Πόλ' επάρθεν και το βασιλοσκάμ' εσκώθεν, πέταξε το όπλο του και άδραξε την σκαπάνη. Θυμήθηκε το παλιό του επάγγελμα, του μεταλλωρύχου και άνοιξε διάπλατα τα σπάχνα της Γής του , στον κατακτητή. Θαμπωμένος τότε ο κατακτητής από την ανακάλυψη, του παραχώρησε ιδιαίτερα προνόμια, επι πλεόν εκείνων του Πορθητή. Δεν φανταζόταν ότι το μεταλλείο έμελλε να παίξει το ρόλο του Κρυφού Σχολειού από κοινού με το Μοναστήρι. Αυτού του δισυπόστατου κρυφού σχολειού την απέραντη εθνοφελή επίδραση γνώρισε κάθε γωνία της Ανατολής. Τους ιεραποστόλους του μοναστηριού παντός βαθμού από τον διάκο ως τον Δεσπότη και στους σκαπανείς του μεταλλείου από τον μεταλλωρύχο ως τον Αρχιμεταλλουργό (Ουστά-μπαση ή Στάμπαση). Οι πρώτοι αποτελούσαν την πνευματική ισχύ και οι δεύτεροι την οικονομική, σε όλη την επαρχία της Χαλδίας. Η Τσίτη στα τουρκικά λεγόταν Τζίτ. Στο βραχώδη λόφο της Γουμεράς υπήρχαν 2-3 καλύβια που χρησίμευαν ως παρχάρι για τη μικρή ενορία της Τσίτης και αριστερά απ αυτό υπήρχαν επίσης 3-4 καλύβια με μία μικρή καλλιεργήσιμη γή που ήταν το παρχάρι των τούρκων και λεγόταν Τζίτ. Στα δεξιά του Αεν-Κήρ'κα και στη βάση του σχηματιζόταν ένα διάσελο που χώριζε την Τσίτη απ τη Χαβίανα. Σε αυτό το σημείο εσώζετο το καμίνι του μεταλλείου. Πίσω από το Τζίτ ήταν το χωριό Βαρτάντων της Χαβίανας και πιο πέρα το χωριό Βαρετόν όπου στο ενδιάμεσο υψώνονταν μερικοί βράχοι (σαν τον λευκό πύργο Θεσσαλονίκης) με παράταξη όμοια γαμήλιας πομπής και γι αυτό έφερε την ονομασία "Τη νεγάμ'σσας τα λιθάρια̤". Υπήρχε θρύλος σύμφωνα με τον οποίο κάποια γαμήλια πομπή τιμωρήθηκε απ τον Θεό, επειδή η νεόνυμφος αφού έλαβε το μερίδιο απ την πατρική της κληρονομιά, πράγμα που δεν αποτελούσε συνήθεια του τόπου εκείνου, θυμήθηκε ότι δεν είχε πάρει το μερίδιο της από το "προζύμ" (ζύμη) και θέλησε να γυρίσει πίσω για να το πάρει....οπότε απολιθώθηκε όλη η πομπή. Στον ψηλότερο βράχο οι κάτοικοι του Βαρετόν έχτισαν ξωκλήσι στη μνήμη των Αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ στο οποίο ανέβαιναν με σκαλοπάτια λαξευμένα στο βράχο. Χαμηλότερα στην πλευρά του βουνού προς την Τσίτη υπήρχε ξωκλήσι τιμώμενο στη μνήμη της Παναγίας "Ορδονίτσας". Και πιο χαμηλά προς το ποτάμι, άλλο ξωκλήσι των Αγίων Θεοδώρων. Ακριβώς απέναντι απ αυτό πάνω στο δρόμο για την Άρδασσα βρισκόταν μία μεγάλη πέτρα σαν τραπέζι με ένα σχήμα πετάλου στην άκρη. Λεγόταν ότι στη θέση εκείνη ο Άγιος Θεόδωρος σκότωσε με ένα άλμα του αλόγου του, τον διαβόητο "Γουρζουλά" που ερήμωσε την περιοχή, θανατώνοντας τα μικρά παιδιά. Επρόκειτο για φοβερή επιδημία πανώλης. (ο συγγραφέας του πονήματος Ιωάννης Α. Αβραμάντης σημειώνει ότι αφότου έμαθε περί του σημείου τούτου, πολλές φορές πήγε και προσκύνησε τον τόπο). Απέναντι ακριβώς απ το μοναστήρι και στην αριστερή πλευρά του ποταμού Τσίτης ορθώνεται ένα αντέρεισμα του υψιπέδου της Κάγκανας. Στην μπροστινή του πλευρά μέσα σε πυκνή συστάδα δέντρων σωζόταν ερειπωμένο ξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής που λεγόταν "Αρκομυτή" ενώ ο Μελανοφρύδης το αναφέρει ως "Αρκομιδή". Πιθανό να είναι ισχυρή η δεύτερη ονομασία ως εκ παραφθορά της λέξεως "Αρτοκομιδή". Η κορυφή του υψώματος ήταν όλη ομαλή και λεγόταν "Τη Μουρούζ τ' αλών" με ένα λίθο στην άκρη που λεγόταν "Τη Κοσάρας η γονέα". Ψηλά απ την Πιβερά το βουνό λεγόταν Σούδα, υπήρχε και μία βρυσούλα που λεγόταν "Τη Γαβρά το πεγάδ". Κάτω απ το χωριό Σαρπίσκια ένας βράχος λεγόταν "Ο Γραμματισμένον" ότι δήθεν έφερε επιγραφή που δήλωνε την απόκρυψη θησαυρού. Πίσω απ την Κάγκανα βρίσκονται τα σημερινά τουρκικά χωριά Μαναστήρ, Λωρία, Λυκορράχη, Φούρφουρα για τα οποία δεν είναι γνωστό πότε εξισλαμίστηκαν αλλά φέρουν ακόμα τα Ελληνικά τους ονόματα. Στα Σφακιά της Κρήτης υπάρχει χωριό με το όνομα Φούρφουρα. Ο συσχετισμός είναι αδιαφιλονίκητος αν λάβουμε υπόψη μας την εποίκιση της Κρήτης επι Νικηφόρου Φωκά. Στην κοιλάδα Τσίτης και Τζίζερας είναι προς εξέταση εάν τα ονόματα των χωριών της περιοχής αυτής, έχουν σχέση με τινά της Ηπείρου λ.χ. Αυλίανα και Αυλών, Σαραντάρ και Άγιοι Σαράντα, Αμβρίκιον και Αμβρακικός, Χειμάρα και Χείμερα (Κιουρτουνίου), Άτρα και Άρτα, Γήμερα (Ϊμερα) και Χειμάρα και άλλα ίσως.
Επίσης είναι προς εξέταση εάν το χωρίο Βαρτάντων έχει σχέση με τον Βαρτάνη στρατηγό του Βυζαντίου, η Άρδασσα με τον βασιλέα της Αρμενίας Αρδάση, το χωρίο Ζερμούδα με το Φράγκικο Βερμούδα, και τα χωρία Καρέλ, Μακλέλ, Παζπέν με τα ονόματα ξένων αξιωματούχων του μισθοφορικού στρατού του Βυζαντίου. Η λέξη "Παρχάρ" κατά τον Άνθιμο Παπαδόπουλο σημαίνει βοσκότοπο, χλοερό οροπέδιο, ή χλοερό ορεινό μέρος, λέξη που πιθανώς προέρχεται απ το Περιχώριον. Κατά το εγκυκλοπαιδικό λεξικό Ήλιος, ο Παρυάδρης στην περσική γλώσσα λέγεται Μπαρκάλ ή Μπαλκάρ και κατά την παραφθορά της στην Ποντιακή Παρχάρ. Ο Ιωάννης Αβραμάντης σημειώνει ότι το όνομα Γουμερά δε μπορεί να έχει ξένη ρίζα ή έτυμο μιας και υπάρχει τοπωνύμιο στο νομό Ηλείας με το όνομα Γούμερα προερχόμενο ίσως απ την φραγκοκρατία. Το λεγόμενο παλιότερα ότι τα τοπωνύμια : Ζύγανα, Κορίανα, Αυλίανα, Χερίανα, σημαίνουν δήθεν αντίστοιχα : Ζεί η Άννα – Κόρη Άννα – η Αυλή της Άννας – ή Χήρα Άννα ή Χαίροις Άννα εννοώντας την κόρη τελευταίου αυτοκράτορα της Τραπεζούντος Δαυίδ, είναι τελείως γελοίο και δεν ευσταθεί. Τα τοπωνύμια αυτά έχουν κατάληξη σε –ανα η οποία πρίν από φωνήεντα α και ο ή σύμφωνα εκτός του γ, μετατρέπονται σε –αίνα, όπως Γαργάαινα, Σωρόαινα, Νίβαινα, Δέραινα κλπ. Οι κάτοικοι της μικρής Τσίτης ελέγοντο Ξοπολιάντων από τους κατοίκους της μεγάλης Τσίτης. Σε κώδικα της μονής Ιωάννου Βαζελώνος φέρεται ως Αλεξοπολάντων. Εικάζεται ότι υπήρξε θέρετρο κάποιου Αλεξοπούλου, πιθανώς και Μεταξοπούλου. Η ετυμολογία της ονομασίας Κάγκανα απ την τουρκική φράση "Κάν κανά" = αίμα αντί αίματος, είναι αυθαίρετη και ανεξήγητη, μιας και η ονομασία προφανώς ετυμολογείται απ την ομηρική λέξη κάγκανον που σημαίνει φρύγανον δηλαδή κατάξερο, έτοιμο για καύση. Η ετυμολογία επίσης της ονομασίας του χωρίου Μουρτζανή που εικάζεται ότι προέρχεται απ το επώνυμο της οικογενείας των Μουρούζηδων ως Μουρουζανή δεν ευσταθεί. Πιθανότερο είναι να προέρχεται απ το φυτό μουρτζιά (κράτιγος ή κράτειγος) = βάτος. Ψηλά απ το μοναστήρι στην πλαγιά του βουνού προς την κατεύθυνση του παρχαριού της μεγάλης Τσίτης "Κουντέν" μια εδαφική ζώνη κατάφυτη από φουντουκιές, λεύκες, λεπτοκαρυές και άλλα φυλλοβόλα δέντρα παρουσίαζε κατά τους φθινοπωρινούς μήνες ένα μαγευτικά εξαίσιο θέαμα μέσα απ το σκουροπράσινο φύλλωμα των πεύκων. Η περιοχή αυτή λεγόταν "Κούρτικα". Κούρτικα λεγόταν ένα σχέδιο κεντημένου μαιάνδρου στις γυναικείες κάλτσες (ορτάρια) ακριβώς πάνω απ την φτέρνα. Καθόλου απίθανο, ο λαός να θαύμαζε και να τιμούσε τη φυσική ομορφιά του μοναστηριού παρομοιάζοντας την, με τη λέξη αυτή που δήλωνε ποικιλομορφία. Συναντάται το όνομα του θρυλικού ήρωα Ακρίτα με τα παράγωγα του, Ακριτίδης, Ακριτόπουλος, στον Πόντο και ιδιαίτερα στη Χαλδία. Ένα άλλο όνομα που απαντούσε στα Σούρμενα, Λιβερά, Ριάκ και Τσίτε Αργυρουπόλεως ήταν ο Σαλονίκ΄ς και το επώνυμο Σαλονικίδης. Όταν ο μητροπολίτης Κυρός Λαυρέντιος απόρησε για το παράδοξο αυτό όνομα, ο πρόκριτος Πιβεράς (συνοικίας Τσίτες) αείμνηστος Χρήστος Προκοπίδης το ερμήνευσε ως να επρόκειτο για Θεσσαλονίκης, κατά το Ολυμπιονίκης ή Θεσσαλόνικος. Η αποκοπή της πρώτης συλλαβής δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Ο Χριστόφορος έγινε Στοφόρος και ο Βελισσαρίδης Λυσσαρίδης. Το περίεργο με το επώνυμο Σαλονικίδης είναι ότι απαντάται μεταξύ γηγενών Αθηναίων, προερχόμενο δήθεν απ τα Σάλωνα. Απ τα γυναικεία ονόματα, συνηθέστερο στη Χαλδία ήταν : η Παρθένα, αλλά και η Μυροφόρα που όταν άλλαζε φύλλο γινόταν Μυροφόρος. Δεν ήταν σπάνιο Κανή, (ικανή δηλαδή με την έννοια του αρκετά=φτάνει, όταν γεννιούνται πολλά κορίτσια και κανένα αγόρι). Την ίδια έννοια έχει και το όνομα Ταμάμα στα τουρκικά.
ΘΡΥΛΟΙ – ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ – ΙΣΤΟΡΙΑ. Του Γεωργίου Κανδηλάπτη – Κάνεως
Η μονή της Παναγίας Γουμερά τιμωμένη στη μνήμη της γέννησης της Θεοτόκου, ήταν μια από τις πέντε μονές της Εκκλησιαστικής επαρχίας Χαλδίας – Κερασούντος - Χ̌εριάνων. Οι υπόλοιπες τέσσερις ήταν :
• Του Αγίου Γεωργίου Χουτουρά (μία ώρα απόσταση απ την Αργυρούπολη)
• Του Αγίου Γεωργίου Χαλιναρά στη Μεσοποταμία
• Του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στην Ίμερα (γυναικεία μονή)
• Του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στην Πράσαρη Παρακολουθείστε το αφιερωματικό μου βίντεο
Η ακριβής ημερομηνία ίδρυσης της μονής είναι άγνωστη. Από διάφορους θρύλους και παραδόσεις μόνο, υπάρχουν στοιχεία περί της ιδρύσεως της. Στο υπέρθυρο ναϊσκου της μονής προς τιμή της κοιμήσεως της Θεοτόκου υπήρχε ένδειξη ίδρυσης το έτος 950 αλλά δεν έχει σωθεί λόγω εργασιών των μοναχών οι οποίοι από αμέλεια κάλυψαν την επιγραφή. Ως ιδρυτές της μονής φέρονται τρείς ιερομόναχοι, οι : Σωφρόνιος, Παϊσιος και Λαυρέντιος με καταγωγή το χωριό Χουσιλή της Εκκλησιαστικής επαρχίας Θεοδοσιουπόλεως (Ερζερούμ). "Φεύγοντες την ματαιότητα του κόσμου και αναζητούντες το κατάλληλο ησυχαστήριον, οδηγήθησαν κατ' όναρ εις την κατάφυτον ορεινήν περιοχήν Γουμερά". Οι ίδιοι φέρονται και ως κτήτορες του ναϊσκου. Μετά από 14 χρόνια παραμονής στη μονή, αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν λόγω ληστρικών επιδρομών και κατέφυγαν στην κώμη Τσ̌ολόχαινα, πατρίδα του αγίου Κανιδίου. Ο Κανίδιος (ή Κάνδιδος), ο Ουαλεριανός και ο Ακύλας ήταν συναθλητές του Αγίου μεγαλομάρτυρα Ευγενίου του Τραπεζούντιου. Μετά από ένα χρόνο επέστρεψαν στη μονή Γουμερά όπου έζησαν το υπόλοιπο του βίου τους. Μετά την κοίμηση τους, η μονή έμεινε έρημη και χωρίς μοναχούς επι 200 χρόνια. Το 1150, σύμφωνα με την παράδοση, δύο αδερφοί ο Ανανίας και ο Κοσμάς από το Σιεχτορμί της Θεοδοσιουπόλεως, εκτελώντας εντολή της Παναγίας, πήγαν στην έρημη μονή. Υλοτόμησαν την γύρω περιοχή, έχτισαν κελιά για τον εαυτό τους αλλά και για τους προσκυνητές. Για τα επόμενα χρόνια ο βίος της μονής ήταν αδιατάραχος και ευτυχισμένος χάρις στην προστασία των ονομαστών Δουκών της Χαλδίας, των Κλεισουραχών του Βυζαντίου και αργότερα, ακόμα και των αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας και αναδείχτηκε μία από τις σπουδαιότερες μονές του Θέματος Χαλδίας. Ο Αυτοκράτωρ της Τραπεζούντος Αλέξιος ο Γ΄ προθυμότατος στην ίδρυση ναών και μονών, λέγεται ότι επανίδρυσε τον ναΐσκο μετά από την ολοσχερή αποτέφρωση του από πυρκαγιά και επικύρωσε την πνευματική δικαιοδοσία της μονής στο χωρίο Τσίτη. Τα περισσότερα στοιχεία για τη μονή προέρχονται από θρύλους και παραδόσεις. Οι αρχαιότατος κώδικας την μονής, δυστυχώς χάθηκε και είναι άγνωστη κάθε πληροφορία γι αυτόν. Έτσι, η ιστορία της μονής από ιδρύσεως της, έως και τον 18ο αιώνα παραμένει αρκετά άγνωστη. Κατά τον 18ο αιώνα και έπειτα η ιστορία της μονής είναι λαμπρή χάρις στην αθρόα προσέλευση στο μοναχικό βίο, ευλαβών χριστιανών από τα γύρω χωριά και κυρίως απ την Τσίτε και μάλιστα από τη νεαρή τους ηλικία. Παρόλα ταύτα, πολλές φορές κινδύνευσε να ερημωθεί εκ νέου, λόγω της κακοδιοίκησης των ηγουμένων της. Με Πατριαρχικό Σιγίλιο του 1808 αναγνωρίστηκε Σταυροπηγιακή Μονή (*), όπως και οι υπόλοιπες μονές της Χαλδίας, ενώ με άλλο Πατριαρχικό Σιγίλιο του 1827 η μονή επανήλθε στο κοινοβιακό ενοριακό καθεστώς για να τελεί υπό την άμεση εποπτεία του Μητροπολίτου Χαλδίας. Οι ενέργειες για να εκδοθούν τα δύο αυτά Πατριαρχικά Σιγίλια οφείλονται στον Ηγούμενο Γερμανό Χατζηδαβίδ από την Τσίτη, και αφορούσαν στην αγωνία του για τη μη διάλυση της μονής λόγω πολλών ατασθαλιών που συνέβαιναν. Ως κρυφό Σχολειό η μονή επιτέλεσε άριστα το έργο της καθώς εκεί μέσα μικρά παιδιά μάθαιναν γράμματα σπουδάγματα του Θεού τα πράγματα και αργότερα έγιναν σπουδαίοι Λόγιοι λαϊκοί και κληρικοί, Διδάσκαλοι, Αρχιερείς και Αρχιμεταλλουργοί.
(*)Σταυροπηγιακή Μονή καλείται η μονή (συνήθως της Ορθόδοξης Εκκλησίας ή της Ανατολικής Καθολικής Εκκλησίας) που υπάγεται απευθείας σε Πατριαρχείο ή Σύνοδο (συνήθως το Οικουμενικό Πατριαρχείο) και όχι στην τοπική Αρχιεπισκοπή. Η λέξη σταυροπηγιακή είναι σύνθετη (σταυρός + πήγνυμι) και πηγάζει από την κανονική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία προβλέπει τη δυνατότητα του Πατριάρχη να στείλει ένα σταυρό για να τοποθετηθεί στα θεμέλια της εκκλησίας της μονής, πράξη που οδηγεί στην εξάρτηση της μονής από αυτόν. Το δικαίωμα αυτό το απέκτησε πρώτη φορά ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τον 8ο αιώνα και μπορεί να το ασκεί σε όλη την επικράτεια της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι σταυροπηγιακές μονές αποτελούσαν πηγή εσόδων για το οικείο Πατριαρχείο, καθώς ήταν υποχρεωμένες να αποστέλλουν ετήσια σε αυτό κάποιο χρηματικό ποσό. Ένα πλεονέκτημα για τις μονές ήταν ότι έτσι εξασφάλιζαν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, αποφεύγοντας την ανάμιξη των τοπικών επισκόπων στους σκοπούς τους. Άλλο πλεονέκτημα ήταν η μεταφορά σε αυτές των προνομίων που απολάμβανε το Πατριαρχείο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, προνόμια που περιλάμβαναν την παροχή εδαφικών εκτάσεων και την απαγόρευση απαλλοτρίωσής τους στο μέλλον από το Οθωμανικό κράτος.
Συνέχεια στο δεύτερο μέρος ...
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com