Η άχραντος εικόνα της Παναμώμου Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας Της Σουμελιώτισσας (Σουμελά)
Ένα σπάνιο εύρημα (Υπόμνημα), Εις την άχραντον εικόνα της Παναμώμου Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας Της Σουμελιωτίσσης
Ένα σπάνιο εύρημα (Υπόμνημα) Εις την άχραντον εικόνα της Παναγίας Σουμελά
Η χρονολογία της από του Αποστόλου Λουκά ιστορηθείσας πρώτης εικόνας, ανάγεται στην εποχή κατά την οποία διαπράχθηκε κατά του αρχιδιακόνου και πρωτομάρτυρος Στεφάνου δολοφονία και των μετ’ αυτού αδίκως δολοφονηθέντων δύο χιλιάδων οι οποίοι πίστεψαν. Αυτά λαμβάνουν χώρα το 86 μ.Χ. Τότε είχε γίνει μεγάλος διωγμός κατά της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων και όλοι σκορπίστηκαν στις χώρες της Ιουδαίας και Σαμαρείας εκτός των δώδεκα Αποστόλων. Τον καιρό εκείνο η Κυρία Θεοτόκος ζούσε μαζί με τους κορυφαίους των Αποστόλων Πέτρου και Ιωάννη, με τον έναν ως θεμέλιο της Εκκλησίας του Υιού της και με τον έτερο ως υιό Αυτής “κατά χάριν η Αειπάρθενος τω παρθένω” (Ιωάννη), καθώς Της τον είχε αναθέσει Ο Κύριος αποθνήσκων επί του Σταυρού, ως έχων ανάγκην προστασίας. Πρώτη φορά δημοσιεύεται επιστολή του Αγίου Όρους με λεπτομερή αναφορά και περιγραφή στο πρόσωπο της Αειπαρθένου Μαρίας της Κυρίας Θεοτόκου, έτσι όπως την ζωγράφισε ο Θεσπέσιος Άγιος Ευαγγελιστής Λουκάς στην πρώτη εικόνα η οποία αρχικά ονομάστηκε Αθηνιώτισσα κι έπειτα της Παναγίας του Όρους Μελά (Σουμελά). Η επιστολή του μοναχού Ευθύμιου Διονυσιάτη τον Φεβρουάριο του έτους 1952 από το Άγιον Όρος, αναφέρει λεπτομερώς : Χρόνος τοιγαρούν μετά ταύτα παρήλθεν, και Λουκάς ο θεσπέσιος Απόστολος, ου ο έπαινος εν τω Ευαγγελίω του Χριστού, πάσαν σοφίαν και παιδείαν, και το ζωφραφείν αυτό ευφυώς ησκημένος, εγγράφει πίνακι τον χαρακτήρα της παναχράντου ταύτης δεσποίνης ημών και αειπαρθένου Μαρίας, άριστα την ιδέαν αυτής εξομοιωσάμενος, ηκριβωμένην την ηλικίαν. Του μέτρου μικρόν ενέχουσα, το κεχαριτωμένον εκείνο πρόσωπον βραχύ του στρογγύλου μηκυνόμενον, την ρίνα εύ ομαλώς κειμένην επι το ευθές, τους οφθαλμούς (….μια λέξις δυσανάγνωστος…) και σεμνότητι κεχρωσμένους θειοτέρα, κυαναίς δε καθοραϊσμένους κόρας και βλεφαρίσι φαιδροπρεπώς ότι μάλιστα, κυανάς ωσαύτως και τας οφρύας, και χείλη δε τα πανάμωμα, τω ερυθρώ κοσμίως γαννύμενα, τους δακτύλους των θεοδόχων χειρών, λεπτότητι τετοραμένους εν συμμέτρω τω μήκει. Και της Θεολαμπούς της τρίχας της κεφαλής τω ξανθώ πραότερον ηγλαϊσμένας και την εικόνα τελείαν απαρτήσας, προσάγει τη αρχετύπω κυρία και του παντός βασιλίδι, η δε, τους οφθαλμούς επιβαλλούσα ταύτη, και της ιδίας επιμνησθείσα προφητείας ήν εξεφώνησε κυοφορείν αρχομένη τον Θεόν, ιδού γαρ από του νυν ειπούσα, μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί, ηγαλλίασε και λέγει προς αυτόν ευλαβώς ομού και εξουσιαστικώς “Η χάρις μου μετ’ αυτής” και γέγονεν ο λόγος έργον τη εικόνι, διαμένων αιώνιον, τέρατα και σημεία και μυρία θαύματα της αχράντου ταύτης αεννάως ενεργούσης εικόνος της μητρός του Θεο. Πρώτος ο Θεσπέσιος Λουκάς, μας παρέδωσε την προσκύνηση των Θείων Εικόνων εμπράκτως, καθώς ζωγράφησε σε πίνακα την εικόνα (το πρόσωπο) της Αειπαρθένου Μαρίας ως ασκημένος ζωγράφος που ήτο. Ζωγράφησε την εικόνα και την καλλώπισε με τέλεια και ανθηρά χρώματα πετυχαίνοντας να αποδώσει την ιδέα (το πρόσωπο) σε άριστο βαθμό καθώς και την ηλικία της Κυρίας Θεοτόκου. Η εικόνα ήτο μικρή σε μέγεθος, το χαριτωμένο πρόσωπο της Παναγίας ήτο επίσης μικρό και μάλλον στενό (όχι στρογγυλό), η μύτη όμορφα και ομαλά τοποθετημένη (επι τω ευθές), οι οφθαλμοί με θειοτέρα σεμνότητα χρωματισμένοι κυανοί (γαλάζιοι). Τα βλέφαρα φαιδροπρεπώς όπως και τα φρύδια ζωγραφισμένα, τα δε πανάμωμα χείλη περίτεχνα καμωμένα προς το ερυθρό χρώμα. Τα δάκτυλα των θεοδόχων χεριών Της, με λεπτότητα και συμμετρία στο μήκος ζωγραφισμένα, και της θεολαμπούς τρίχας της κεφαλής με ήπιο και πράο ξανθό χρώμα ηγλαϊσμένας. Βαστάζοντας την με κάθε ευλάβεια, την πρόσφερε στην βασίλισσα του παντός, η οποία την αποδέχτηκε και καθώς είδε τον το πρόσωπο της (τον εαυτής χαρακτήρα) να απεικονίζεται επακριβώς στην εικόνα, χάρηκε υπέρμετρα και είπε: “Η Χάρις μου μετ’ αυτής”, κι έτσι με αυτόν τον τρόπο μετέδωσε χάρι και δύναμη στην εικόνα. Και αμέσως ο λόγος αυτός έγινε πράξη ως μεγάλο θαύμα το οποίο θα ακολουθούσε άλλο μεγαλύτερο θαύμα καθ΄ όν, όσοι με πίστη αδιάλειπτα επικαλούνται το άγιον όνομα Αυτής να λαμβάνουν ως φάρμακο την θεραπεία πολλών αρρωστημάτων, νοσημάτων και την εκδίωξη των πονηρών πνευμάτων. Την εικόνα αυτή την είχε μαζί του ο Άγιος Λουκάς ζήσας έως εσχάτων και αποθανών στη Θήβα της Βοιωτίας σε ηλικία 80 ετών από φυσικό θάνατο. Κατά την παράδοση, ο Ανανίας (μαθητής του Ευαγγελιστού Λουκά) διαδέχτηκε την Αγία Εικόνα και την μετέφερε στην Αθήνα όπου για τα άπειρα θαύματα που επιτελούσε, κατά την αψευδή υπόσχεση της Θεοτόκου, οικοδόμησαν γι’ αυτήν στην Αθήνα ωραιότατον ναόν με το όνομα “Μεγάλη Παναγία”, όπου μέσα στα άδυτα του ναού ανάρτησαν την εικόνα σε βήμα (προσκυνητάριον) και την ονόμασαν Αθηναία (Αθηνιώτισσα). Στο ναό αυτό η Αγία Εικόνα έμεινε μέχρι το 380 μ.Χ.
Πηγή: Περιοδικόν Ποντιακή Εστία, Θεσσαλονίκη 1952
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com