Ο Άγιος Κανίδιος από την Τσολόχ̌αινα της Χαλδίας του Πόντου, συναθλητής του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Ευγενίου του Τραπεζουντίου
Από την Θρησκευτική παράδοση των Ελλήνων του Πόντου.
“Τη ΚΑ’ (21η) Ιανουαρίου, οι Άγιοι Μάρτυρες Κάνδιδος ή Κανίδιος, Ευγένιος, Ουαλεριανός και Ακύλας οι εκ Τραπεζούντος, ξίφει τελειούνται. Ούτοι οι άγιοι μαρτύρησαν κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού και Μαξιμιανού και Λυσίου Δουκός εν έτει 292, διότι κρυπτόμενοι ούτοι εις τα όρη της Τραπεζούντος συνελήφθησαν οι τρείς εξ’ αυτών ως Χριστιανοί υπό του Λυσίου και ομολογήσαντες τον Χριστόν, εξορίζονται εν τίνι στενώ φρουρίω της χώρας των Λαζών, Πιτνούς ονομαζομένω.
Εκείθεν δε φέρονται εις την Τραπεζούντα και παρασταθέντες εις τον Δούκαν Λυσίαν, καταξεσχίζονται εις τας σάρκας και βούνευρα. Έπειτα κρεμασθέντες, ξεσχίζονται με σιδηρά ονύχια και κατακαίονται με ανημμένας λαμπάδας. Επειδή δε οι τιμωρούντες τους Αγίους δήμιοι έπεσον πρηνείς εις την γήν, εταράχθη ο Λυσίας και επρόσταξεν να φυλακισθώσι οι Άγιοι. Μετ’ ολίγας ημέρας ευρέθη ο Άγιος Ευγένιος, συλλαμβάνεται και ομολογήσας τον Χριστόν δέρεται ασπλάχνως, είτα επήγεν μετά του Λυσίου εις τον ναόν των ειδώλων και προσευχηθείς κατέρριψεν όλα τα είδωλα καταστήσας αυτά κόνι. Όθεν εξαπλωθείς με σχοινία, εδάρη δια χοντρών ράβδων, έπειτα δε εκρεμάσθη και εξεσχίσθη δυνατά εις τας πλευράς με σιδηρά ονύχια και εφλογίσθη με αναμμένας λαμπάδας. Ύστερον δε έτριψαν τας πληγάς του με άλας και όξος δριμύτατον. Μετά ταύτα έβαλαν ομού και τους τέσσαρας Αγίους εντός αναμμένης καμίνου και επειδή έμειναν αβλαβείς, απεκεφαλίσθησαν και έλαβον οι μακάριοι τους στέφους του Μαρτυρίου”. Αυτά αναφέρονται στον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον 1ο τόμο, στις σελίδες 540-541. Η Τραπεζούντα δέχτηκε για πρώτη φορά το κήρυγμα του ευαγγελίου από τον Άγιο Απόστολο Ανδρέα, ο οποίος πήγε εκεί από την Αμισό (Σαμψούντα) για να κηρύξει τον θείο λόγο. Τα κηρύγματα του λάμβαναν χώρα μέσα σε ένα σπήλαιο στο οποίο αργότερα χτίστηκε ένα μικρό εκκλησάκι του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα που γιόρταζε τη μνήμη του αγίου στις 30 Νοεμβρίου εκάστου έτους. Ο πλήρης εκχριστιανισμός της Τραπεζούντας άρχισε κυρίως τον 3ο αιώνα, την εποχή του αρχιεπισκόπου Νεοκαισαρείας του Πόντου, Γρηγορίου το 210 μ.Χ. ο οποίος είχε συστήσει την ομώνυμη εκκλησία στην εξουσία της οποίας υπάγονταν η Τραπεζούντα και η Κερασούντα. Εκείνος ο αιώνας, όσο και ο επόμενος (4ος μ.Χ. ) ήταν αιώνες σφοδρών συγκρούσεων ανάμεσα στους εθνικούς που λάτρευαν τον θεό Μίθρα και στους χριστιανούς που λάτρευαν τον αληθινό θεό. Οι διωγμοί των χριστιανών είχαν ενταθεί επι Διοκλητιανού 284-305 μ.Χ. Την εποχή εκείνη που είχε διαιρεθεί το ξανά το Ρωμαϊκό κράτος και ανέλαβε ο Διοκλητιανός την διοίκηση της Ανατολής και του Πόντου. Αλλά ακόμη κι όταν η επαρχία του Πόντου είχε περάσει αργότερα στην εξουσία του Γαλερίου 306-311 και του Μαξιμίνου 305-313, οι διωγμοί εναντίων των χριστιανών δεν σταμάτησαν. Τούτο συνέβη διότι και αυτοί οι δύο άρχοντες ήταν φοβεροί διώκτες των χριστιανών. Έτσι η Τραπεζούντα πέρασε μια κρίσιμη δεκαετία εξοντωτικών διωγμών και μαρτυρίων. Παρόλ’ αυτά, αντί να κλονιστεί το φρόνημα των καταδιωκόμενων και να υποταχθεί ο χριστιανισμός στην ειδωλολατρική εξουσία, δυναμώθηκε και έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις. Την εποχή του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού 286-310 μ.Χ. κατά την οποία η πολιτική και στρατιωτική διοίκηση της Φρυγίας, της Βιθυνίας, της Παφλαγονίας και πάσης άλλης Ποντικής είχαν ανατεθεί στον Δούκα Λυσία, στον οποίο ανατέθηκε επίσης η καταδίωξη των χριστιανών, τότε μαρτύρησε και ο Άγιος Ευγένιος. Ο Άγιος Ευγένιος ο Τραπεζούντιος ήταν εχθρός της λατρείας του θεού Μίθρα. Μαζί με τους συναθλητές του άγιο Ουαλεριανό από την Εδίσκη της Χαλδίας και τον άγιο Κανίδιο απ’ την Τσολόχ̌αινα της Χαλδίας, αποφάσισαν να καταστρέψουν το άγαλμα και τον βωμό του θεού Μίθρα. Μια νύχτα, μπήκαν κρυφά μέσα στον ναό του και υλοποίησαν τον σκοπό τους. Για τον φόβο της σύλληψης και του βασανισμού τους απ’ τους εθνικούς, δραπέτευσαν απ’ την πόλη. Οι Ουαλεριανός και Κανίδιος κατέφυγαν στα βουνά της Χαλδίας, ενώ ο Ευγένιος πήγε και κρύφτηκε σε μια σπηλιά την λεγόμενη “σπήλαιο της ακάνθης" που βρισκόταν κοντά στο πατρικό του σπίτι. Όταν ο Λυσίας πληροφορήθηκε τα καθέκαστα από μερικούς φανατικούς ειδωλολάτρες της Τραπεζούντας, εξαπέστειλε αμέσως ομάδες δημίων να ψάξουν, να ανακαλύψουν τους ενόχους για να τους τιμωρήσει. Ο ίδιος δε μαζί με άλλους Τραπεζουντίους ειδωλολάτρες ξαπολύθηκαν στα γύρω βουνά και τις πεδιάδες της Εδίσκης και της Τσολόχ̌αινας όπου μετά από συστηματικές έρευνες κατάφεραν να ανακαλύψουν χάρις σε έναν νεαρό από την Γοδαίνη, ονόματι Ακύλα, τον κρυψώνα τους, οπότε τους συνέλαβαν. Ο Ακύλας, την ώρα που τον πλησίασαν και τον ρώτησαν, όργωνε το χωράφι του και ομολόγησε την κρυψώνα των αγίων χωρίς να γνωρίζει τον σκοπό της έρευνας. Όταν αντίκρισε τους δύο αγίους αλυσοδεμένους και πληροφορήθηκε την αιτία της σύλληψης τους, εγκατέλειψε αμέσως το αλέτρι και τα βόδια του στο χωράφι και συντάχθηκε με τους Ουαλεριανό και Κανίδιο ασπαζόμενος τον Χριστιανισμό, γεγονός που είχε ως συνέπεια να συλληφθεί και να φυλακιστεί μαζί τους στην Τραπεζούντα. Μετά απ’ αυτούς, χάρις στην προδοσία μιας γερόντισσας η οποία μάζευε αγκάθια κοντά στην κρυψώνα του Αγίου Ευγενίου και τον είχε δει, συνελήφθη κι ο Άγιος Ευγένιος. Ακολούθησε η διαδικασία της καταδίκης και της τιμωρίας τους. Στην αρχή ο Δούκας Λυσίας κάλεσε τους τρείς πρώτους δηλαδή τον Ουαλεριανό, τον Κανίδιο και τον Ακύλα τους οποίους προσπάθησε να τους κάνει να αλλαξοπιστήσουν και να ζητήσουν συγνώμη για το τόλμημα τους να καταστρέψουν το άγαλμα του Μίθρα. Εκείνοι αρνήθηκαν κι ο Λυσίας διέταξε τον βασανισμό τους. Οι δήμιοι, τους βασάνισαν καταξεσχίζοντας τα κορμιά τους, έβαζαν στη συνέχεια αλάτι στις πληγές τους και τους κατάκαιγαν με αναμμένες δάδες. Στη συνέχεια τους αποκεφάλισαν και πέταξαν τα σώματα και τα κεφάλια τους στους αγρούς για να γίνουν βορά στα αγρίμια και στα όρνεα. Πολλοί συμπατριώτες τους απ΄ την Χαλδία βλέποντας εκείνο το αποτρόπαιο θέαμα, πήγαν την νύχτα και περιμάζεψαν τα σώματα και τα κεφάλια τους και τα παρέδωσαν στους κατοίκους των χωριών τους. Λίγες ημέρες αργότερα ο Άγιος Ευγένιος είχε την ίδια ακριβώς τύχη.
Για την τύχη των λειψάνων τους υπάρχουν δύο εκδοχές.
1. Κατά τον Κωνσταντίνο Λουκίτη (14ος αιώνας) τα λείψανα των παραπάνω Αγίων Ευγενίου, Ουαλεριανού, Κανιδίου και Ακύλα, αποδόθηκαν από τους συμπατριώτες τους στους Τραπεζουντίους οι οποίοι τα εναπόθεσαν στον ιερό ναό του Αγίου Ευγενίου.
2. Κατά την παράδοση των Τσολοχ̌αινιτών τα λείψανα του Αγίου Κανιδίου βρέθηκαν από κάποιον τούρκο χωρικό του μαχαλά Μαρασιάντων της Τσολόχ̌αινας, την ώρα που όργωνε το χωράφι του. Εκείνος λοιπόν ο τούρκος παρέδωσε στην εκκλησία της Τσολόχ̌αινας μόνο το χέρι του Αγίου. Τα υπόλοιπα τα κράτησε ο ίδιος και τα προσκυνούσε έχοντας πλάϊ τους ακοίμητη αναμμένη καντήλα.
Την λειψανοθήκη του Αγίου Κανιδίου που περιέχει το χέρι του, την έφερε από την Τσολόχ̌αινα στην Ελλάδα το 1924 ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και την παρέδωσε στην εκκλησία του χωριού στο Λιποχώρι Εδέσσης, όπου βρίσκεται ως σήμερα. Οι κάτοικοι του Λιποχωρίου Εδέσσης είναι ως επι τω πλείστον Τσολοχ̌αινίτες.
Πηγή : Χοΐδης Γεώργιος - Ποντιακή ηχώ τεύχος 3ον