Άγιος Νεομάρτυρας Ιωάννης ο Τραπεζούντιος ο μαρτυρήσας στο Ασπρόκαστρο (Σουτσεάβα) το 1292
Ιωάννης ο νεοφανής και χαριτώνυμος Μάρτυρας του Χριστού, η καλή απαρχή όλων των Νεομαρτύρων, καταγόταν από τὴν Τραπεζούντα και ήταν έμπορος. Μία φορά επιβιβάσθηκε σε ένα μεγάλο πλοίο με πολλά εμπορεύματα. Βλέποντάς τον ο πλοίαρχος να προσεύχεται, να νηστεύει και να ευσπλαγχνίζεται τους φτωχούς, οι οποίοι συνταξίδευαν μαζί τους, τον φθόνησε και άρχισε να τον προκαλεί περιπαίζοντάς τον για την ορθόδοξη πίστη του. Κατά τη διάρκεια λοιπόν του ταξιδιού φιλονικούσε πολύ έντονα μαζί του για την Ορθοδοξία. Ο Ιωάννης όμως επειδή είχε σύνεση και ήταν πολύ μορφωμένος όσον αφορά την Αγία Γραφή, πάντοτε τον νικούσε με επιχειρήματα και του αποδείκνυε ότι οι απόψεις του ήταν πέρα για πέρα λανθασμένες και στρεβλές.
Εξ αιτίας αυτού λοιπόν, τόσο πολύ τον μίσησε ο πλοίαρχος, ώστε μόλις έριξαν άγκυρα στο Ασπρόκαστρο (το οποίο αργότερα μετονομάσθηκε Άκκερμαν), τράβηξε κατευθείαν στον άρχοντα της πόλεως και του είπε: Στο πλοίο μου είναι ένας χριστιανός, Τραπεζούντιος, ο οποίος ορκίσθηκε να αλλαξοπιστήσει. Αν λοιπόν τον καταφέρεις να τηρήσει τον όρκο του θα λάβεις μεγάλο έπαινο, επειδή είναι άνθρωπος προκομμένος και λόγιος και από τους επιφανέστερους πολίτες της Τραπεζούντας.Αφού τον άκουσε ο άρχοντας χάρηκε και πρόσταξε να φέρουν μπροστά του τον Ιωάννη με πολλές τιμές. Μόλις τον είδε του είπε: Έλα λοιπόν, πίστεψε στη δική μας θρησκεία, που είναι λαμπρή και δοξασμένη, και γίνε Τούρκος, για να λάβεις μεγάλες τιμές, αξιώματα και πλούτο και για να γίνεις δικός μας αδελφός, αγαπημένος. Ο Ιωάννης τότε, μόλις τα άκουσε αυτά, σήκωσε τα χέρια του και τα μάτια του στον ουρανό και είπε ενώπιον πάντων: Ποτέ να μη μου συμβεί Κύριέ μου αυτό, ποτέ να μη Σε αρνηθώ! Εγώ χριστιανός γεννήθηκα και χριστιανός θέλω να πεθάνω. Ούτε τα πλούτη σας θέλω ούτε Τούρκος γίνομαι, αλλά πιστεύω στον Κύριό μου Ιησού Χριστό, τον αληθινό Θεό και Δεσπότη. Τότε ο άρχοντας, ακούγοντάς τον, θύμωσε πάρα πολύ και άρχισε να βλασφημεί τον Χριστό. Πρόσταξε να φέρουν μπροστά του όλα τα εργαλεία και τα μηχανήματα που χρησιμοποιούσαν για να ασκούν βασανιστήρια. Μόλις πραγματοποιήθηκε το πρόσταγμά του είπε στον Ιωάννη: Αν, καθώς είπες, δεν ασπαστείς τη θρησκεία μας, θα σε βασανίσω χωρίς έλεος και θα σε θανατώσω με τον πιο σκληρό και επώδυνο θάνατο. Όμως, ο Μάρτυρας του απάντησε: Εγώ πιστεύω και προσκυνώ τον Τριαδικό Θεό τον οποίο μου δίδαξαν οι γονείς μου. Εκείνο που ομολόγησα στην αρχή, εκείνο το ίδιο ομολογώ και τώρα. Ουδέποτε θα τουρκέψω ούτε θα αρνηθώ την πίστη μου – εκτός και αν χάσω τα λογικά μου. Λοιπόν μην αργείς, αλλά κόψε σε όσα κομμάτια θέλεις, κάψε με, πνίξε με, δείρε με και βασάνισε με όσο και όπως θέλεις. Είμαι πανέτοιμος να υποστώ τα πάντα με πολλή χαρά για την αγάπη του Χριστού μου. Ακούγοντας τη θαρραλέα ομολογία του Αγίου Νεομάρτυρος Ιωάννου, άρχισαν να τον χτυπούν χωρίς έλεος με σκληρά ραβδιά τόσο δυνατά, που άρχισαν να αποκόπτονται κομμάτια από τις σάρκες του και να πετάγονται στον αέρα, το δε έδαφος να ποτίζεται από το αίμα του. Αλλά ο γενναίος Μάρτυρας του Χριστού υπέφερε με ανδρεία αυτό το σκληρότατο βασανιστήριο. Στρέφοντας τα μάτια της ψυχής του στον ουρανό έλεγε: Σε ευχαριστώ Δέσποτα και Θεέ μου, γιατί με αξίωσες να πλυθώ και να καθαριστώ από όλες τις αμαρτίες μου με το αίμα μου. Μετά από αυτό ο άρχοντας πρόσταξε να τον ρίξουν στη φυλακή. Την επομένη ημέρα τον έφεραν και πάλι στο κριτήριο.
Βλέποντάς τον ο κριτής χαρούμενο, έμεινε κατάπληκτος, πως, αν και δέχτηκε τόσο σκληρό μαρτύριο, εξακολουθεί να παραμένει ζωντανός και να χαίρεται και να αγάλλεται. Βλέπεις, Ιωάννη, πώς κατάντησες επειδή αρνήθηκες να αλλαξοπιστήσεις; Όμως, έστω και τώρα αν υπακούσεις, θα σου φέρουμε αμέσως τους πιο έμπειρους γιατρούς και θα σε θεραπεύσουμε. Αλλά ο Άγιος Μάρτυρας του αποκρίθηκε: Εμένα δεν με νοιάζει καθόλου για το φθαρτό σώμα μου, επειδή η φροντίδα μου είναι πώς να υπομείνω, με τη δύναμη του Χριστού μου, όλα τα βάσανα μέχρι την τελευταία στιγμή, όπως είπε ο Κύριος «αυτός που θα υπομείνει μέχρι το τέλος θα σωθεί». Εάν εσύ επινόησες νέα βασανιστήρια, πρόσταξε να καταδικαστώ και σε αυτά, γιατί τα πρώτα δεν τα υπολόγισα διόλου! Απόμεινε λοιπόν ο τύραννος καταντροπιασμένος από τα λόγια του Μάρτυρα, ταράχθηκε ολόκληρος από το θυμό του και πρόσταξε να τον δείρουν και πάλι όσο πιο βάναυσα και άγρια μπορούσαν. Τόσο άσπλαγχνα τον έδερναν, ώστε καταξεσχίστηκαν οι σάρκες του και φαίνονταν πλέον τα σπλάγχνα του. Αλλά ο Μάρτυρας του Χριστού προσευχόταν στο Θεό και οι στρατιώτες που τον βασάνιζαν ήρθαν και απόκαμαν, ενώ όλοι οι παρευρισκόμενοι διαμαρτύρονταν κατά του άρχοντα και τον κατέκριναν για την μεγάλη του σκληρότητα και απανθρωπιά.Αντί όμως ο τύραννος να καμφθεί, σκλήρυνε ακόμη περισσότερο τη στάση του και πρόσταξε να φέρουν ένα άγριο άλογο, στην ουρά του οποίου έδεσαν το Μάρτυρα και τον έσυραν έτσι δεμένο να σέρνεται σε όλη την πόλη εκείνη. Διερχόμενος ο Άγιος από τα σπίτια των Εβραίων δέχθηκε χλευασμούς και χτυπήματα από τους Εβραίους που έβγαιναν στο δρόμο και του πετούσαν ό,τι έβρισκαν. Στο τέλος κάποιος Εβραίος έτρεξε και αρπάζοντας ένα ξίφος του έκοψε το κεφάλι. Ο στρατιώτης τότε έλυσε τον Μάρτυρα από το άλογο και τον άφησε σε εκείνο το μέρος και έφυγε. Κανένας δε από τους χριστιανούς δεν τολμούσε να παραλάβει τον Μάρτυρα για να τον θάψει από τον φόβο.
Και όταν νύχτωσε, έδειξε ο Θεός σημείο θαυμαστό στο μαρτυρικό λείψανο. Κατέβηκε από τον ουρανό πύρινος στύλος και φαινότανε πολλές λαμπάδες και τρεις άνδρες φωτεινοί και λευκοφόροι έψαλλαν ύμνους στον Άγιο. Κάποιος Εβραίος, ο οποίος κατοικούσε εκεί κοντά, νομίζοντας ότι μετέβησαν Ιερείς των χριστιανών για να παραλάβουν το μαρτυρικό σώμα για να το θάψουν, πήρε το τόξο του για να τους φονεύσει. Αλλά ευθύς, ω του θαύματος! Κόλλησαν τα χέρια του, το ένα στο τόξο και το άλλο στο βέλος και έμεινε έτσι ακινητοποιημένος μέχρι το πρωΐ. Συνειδητοποιώντας τότε ότι αυτή η τιμωρία του δόθηκε από το Θεό εξ αιτίας της κακίας του, παρόλο που δεν ήθελε, αναγκάσθηκε νε διηγηθεί το θαύμα σε όλους, όσοι συγκεντρώθηκαν εκεί, καθώς και όλα όσα είδε εκείνη τη νύχτα στο Άγιο εκείνο και πολύαθλο σώμα. Και μόνον τότε ελευθερώθηκε από την παιδευτική τιμωρία. Όταν τα πληροφορήθηκε αυτά ο τύραννος ταράχθηκε από φόβο και έδωσε άδεια στους χριστιανούς να παραλάβουν το μαρτυρικό λείψανο. Αφού έγινε και αυτό, το ενταφίασαν στην Εκκλησία τους με κάθε ευλάβεια.
Δεν πέρασαν πολλές ημέρες και ο πλοίαρχος, ο οποίος είχε προδώσει τον Άγιο Μάρτυρα Ιωάννη, θέλησε να κλέψει το Άγιο Λείψανο και να φύγει, επειδή μετενόησε για την κακία του. Βρίσκοντας λοιπόν κατάλληλη ευκαιρία μία νύχτα, μετέβη με ανθρώπους του και άνοιξε τον τάφο του Μάρτυρα. Όμως ο Άγιος κατ’ εκείνη την ώρα εμφανίστηκε στον εφημέριο του ναού και του είπε: Σήκω αμέσως και πήγαινε στην Εκκλησία, διότι ήρθαν να με κλέψουν. Ο Ιερέας τότε αμέσως παίρνοντας μαζί του και πολλούς άλλους έτρεξε στην Εκκλησία και έδιωξαν τους κλέφτες. Ανασήκωσαν το Άγιο Λείψανο και το μετέφεραν στο Άγιο Βήμα, δίπλα στην Αγία Τράπεζα, όπου έμεινε για εβδομήντα χρόνια, επιτελώντας πάρα πολλά θαύματα, μέχρι την εποχή του Βοεβόδα Αλεξάνδρου. Ο οποίος όντας ενάρετος και φιλομάρτυρας, πόθησε να αποκτήσει αυτόν τον θησαυρό, δηλαδή το άγιο λείψανο του Ιωάννου, και συμβουλεύθηκε επί τούτου τον Επίσκοπο Μολδοβλαχίας Ιωσήφ. Ο τελευταίος απέστειλε τους προκρίτους από τους Ιερείς και κάποιους από τους προεστούς με συνοδεία στρατεύματος στο Ασπρόκαστρο και μετέφεραν το Λείψανο του Αγίου Μάρτυρα. Καθώς πλησίασαν, βγήκε ο Αλέξανδρος μαζί με όλους τους προεστούς και τον Αρχιερέα και όλο το λαό να το προϋπαντήσουν, να το δεχθούν με χαρά και να το προσκυνήσουν με κάθε ευλάβεια και τιμή. Το απέθεσαν στο Ναό της Μητροπόλεως της πόλεως Σουτσεάβα, όπου τελεί μέχρι και σήμερα αναρίθμητα θαύματα σε όσους προσέρχονται σε αυτό με πίστη, προς δόξα Χριστού του Θεού μας, στον οποίο πρέπει κάθε δόξα τιμή και προσκύνηση στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Πηγή : 1. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος. 2. Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. 3. Πηγή Ζωής Ορθόδοξη Παρουσία