Άγιος Βασιλίσκος, εκ χωρίου Χουμιαλὰ Αμασείας Πόντου, ανεψιός του αγίου Θεοδώρου του Τύρωνος.
Τω αυτώ μηνί Μαϊω ΚΒ (22α), μνήμη του αγίου μάρτυρος Βασιλίσκου ανεψιού του αγίου Θεοδώρου του Τύρωνος.
Ὁ Βασιλίσκος ἐκτομὴ δοὺς τὴν κάραν,
Πατεῖ νοητοῦ βασιλίσκου τὴν κάραν.
Εἰκάδι δευτερίη Βασιλίσκος φάσγανον ἔτλη.
Το μαρτύριον τούτο ευρίσκεται Ελληνικόν εν τη μεγίστη Λαύρα, εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων, και εν άλλαις του Αγίου Όρους, ου η αρχή : «Κατά τους καιρούς της βασιλείας Μαξιμιανού…» Κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού εν έτει σyε (295) απεστάλη εις την Ανατολή κατά των χριστιανών ως ηγεμών ο Αγρίππας, αντί του πρότερου ηγεμόνος Ασκληπιοδότου, ο οποίος φθάσας εις τα Κόμανα της Καππαδοκίας, εξήταζε και ετιμώρει τους χριστιανούς. Τότε ήτον και ο άγιος ούτος Βασιλίσκος, καταγόμενος ἀπὸ τι χωριὸν της εν τη Μαύρη θαλάσση Αμασείας, Χουμιαλὰ ονομαζόμενον, ανεψιός του αγίου Θεοδώρου του Τύρωνος.
Συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τῆς Καππαδοκίας Ἀσκληπιάδη (ἢ Ἀσκληπιόδοτο) μὲ τοὺς συστρατιῶτες του θείου του (αγίου Θεοδώρου του Τύρωνος), τον Εὐτρόπιο καὶ τον Κλεόνικο, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, τελειώθηκαν διὰ μαρτυρικοῦ θανάτου ενώ ο άγιος Βασιλίσκος είχε φυλακιστεί ποθώντας όμως να περατώσει τον βίο του δια του μαρτυρίου. Ὁ Ἅγιος Βασιλίσκος ρίχθηκε στὴ φυλακὴ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ ἀπὸ τὶς στερήσεις καὶ κακοπαθήσεις, θὰ ἀρνιόταν τὸν Χριστό, ὁπότε ὁ ἀντίκτυπος ἀπὸ τὴν πράξη του αὐτὴ θὰ ἦταν μέγας μεταξύ των Χριστιανῶν. Αὐτὸς ὅμως εἶχε λάβει τὴν ἀμετάτρεπτη ἀπόφαση νὰ πεθάνει ὡς Χριστιανός, ἔχοντας ὠς φωτεινὸ παράδειγμα τὸν Μεγαλομάρτυρα θεῖο του, ὁ ὁποῖος παρέμεινε σταθερὸς στὴν ὁμολογία του, ἀφοῦ ἀπέκρουσε ὅλες τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὶς ἀπειλές. Μία ἡμέρα ὁ Ἅγιος αξιώθηκε της επιφανείας του Θεού, όστις επρόσταξε αυτόν να υπάγη να αποχαιρετίσει τους δικούς του κι έπειτα να υπάγη εις τα Κόμανα της Καππαδοκίας ίνα μαρτυρήσει εκεί. Ελευθερωθείς λοιπόν ο άγιος υπό των στρατιωτών, κατάφερε νὰ μεταβεῖ μαζί τους εις τον οἶκο του, νὰ παρηγορήσει τοὺς γονεῖς καὶ ἀδελφούς του καὶ νὰ τοὺς συστήσει ἐμμονὴ στὴ Χριστιανικὴ πίστη. Ο ηγεμών Αγρίππας εζήτει τον άγιο εις την φυλακή αλλά επειδή δεν τον ήβρε εθυμώθη και πρόσταξε όπου τον βρουν νὰ τον δέσουν με αλυσίδες και να τοῦ φορέσουν σιδερένια ὑποδήματα ποὺ ἔφεραν ἐσωτερικὰ καρφιὰ καὶ νὰ τον ὁδηγήσουν με βία ἐνώπιόν του στὰ Κόμανα για να δικαστεί. Οἱ ἀπεσταλμένοι, ἀφοῦ βρῆκαν καὶ συνέλαβαν τὸν Ἅγιο τὸν ἔσυραν μὲ βία. Τὰ δὲ καρφιὰ τῶν ὑποδημάτων, τὰ ὁποῖα τοῦ φόρεσαν, τόσο βαθιὰ μπῆκαν στὰ πόδια του, ὦστε τρύπησαν καὶ τὰ κόκκαλά του, ὁ δὲ δρόμος ἀπὸ ὅπου πέρασε θάφτηκε μὲ αἷμα. Ὅταν οἱ στρατιῶτες ποὺ τὸν συνόδευαν ἔφτασαν σὲ μιὰ πόλι ποὺ ὀνομαζόταν τὸ Δακνῶν, φιλοξενήθηκαν στὸ σπίτι μιᾶς γυναίκας, ποὺ λεγόταν Τραϊανῆ. Ὅσο χρόνο ἔμειναν ἐκεῖ στὸ σπίτι, ἔδεσαν τὸν Ἅγιο σὲ ἕνα ξερὸ πλάτανο. Καὶ αὐτοὶ κάθησαν γιὰ νὰ δειπνήσουν. Ὁ Ἅγιος ὅταν ἔμεινε μόνος του, προσευχήθηκε καὶ τότε, ὢ τοῦ θαύματος: Τὸ ξηρὸ πλατάνι βλάστησε φύλλα καὶ πηγὴ ἔβγαζε νερὸ ἀπὸ τὴν ρίζα του, ποὺ σώζεται μέχρι σήμερα. Αὐτὸ τὸ θαῦμα τὸ εἶδαν οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ ἐκείνου καὶ ἔτρεξαν ὅλοι προσπαθώντας νὰ πιάσουν τὰ ἐνδύματα τοῦ Ἁγίου. Εἶδε τὸ θαῦμα καὶ ἡ Τραϊανὴ καὶ πίστεψε στὸν Χριστὸ μὲ ὅλη τὴν οἰκογένειά της. Ἔφεραν τότε καὶ δαιμονιζόμενους, τοὺς ὁποίους ὁ Ἅγιος μὲ τὴν Βοήθεια τῆς θείας Χάριτος θεράπευσε καὶ πολλὰ ἄλλα θαύματα ἔκανε. Καὶ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πιστέψουν πολὺ στὸν Χριστό.Τότε ἔλυσαν τὸν Ἅγιο ἀπὸ τὶς ἁλυσίδες ἐνῶ ἐκεῖνοι δέθηκαν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἔφυγαν συνοδεύοντας τὸν Ἅγιο. Σὲ ὅσους τόπους καὶ ἂν πέρασαν ἔκανε θαύματα ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ πιστέψουν οἱ εἰδωλολάτρες στὸν Ἀληθινὸ Θεό. Ὅταν ἔφθασαν στὰ Κόμανα, εἰδοποίησαν τὸν ἡγεμόνα ὅτι ἔφεραν τὸν Βασιλίσκο. Τότε ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ ὁδηγήσουν τὸν Ἅγιο στὸ ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνος, διὰ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα καὶ ἂν δὲν ὑπακούσει, νὰ τὸν θανατώσουν γρήγορα. Κατόπιν οἱ στρατιῶτες ἔφεραν τὸν Ἅγιο Βασιλίσκο μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος ρώτησε τὸν Ἅγιο. «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Βασιλίσκος ὁ περιβόητος;» Ὁ Ἅγιος ἀποκρίθηκε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ ταπεινὸς Βασιλίσκος». Τότε εἶπε ὀργισμένος ὁ ἡγεμόνας. «Γιατί λοιπὸν δὲν θυσιάζεις στοὺς θεοὺς σύμφωνα μὲ την βασιλικὴ διαταγή;» Ὁ Ἅγιος τότε ἀπάντησε: «Καὶ πῶς νομίζεις ὅτι δὲν θυσιάζω; Ἐγὼ θυσιάζω στὸν Θεὸ θυσία αἰνέσεως καὶ ἐξομολογήσεως». Ὁ ἡγεμόνας τότε, ἀφοῦ ἄκουσε αὐτά, χάρηκε πολὺ νόμισε ὅτι ἐννοεῖ τοὺς θεούς του. Ὁ Ἅγιος ὅταν μπῆκε στὸν ναὸ τῶν εἰδωλολατρῶν ρώτησε τοὺς ἱερεῖς πὼς ὀνομάζεται ὁ θεός τους καὶ ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν Ἀπόλλων. Τότε ὁ Ἅγιος ὕψωσε τὰ χέρια του καὶ τὰ μάτια του πρὸς τὸν οὐρανό και προσευχήθηκε και ευθύς ήλθε πύρ εξ’ ουρανού και κατέκαυσε τον ναόν και τα εν αυτώ είδωλα κατεσύντριψεν σε λεπτά κομμάτια. Ὁ ἡγεμόνας θύμωσε πολὺ κατὰ τοῦ Μάρτυρος καὶ ὁ τυφλὸς δὲν πίστευε στὸ θαῦμα ποὺ εἶδε ἀλλὰ κατηγοροῦσε τὸν ἅγιο ὅτι μὲ μαγεῖες συνέτριψε τὸ ἄγαλμα τοῦ θεοῦ τους. Ἔπειτα τὸν διέταξε νὰ ὁμολογήσει τὶς κακουργίες του καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος σὲ αὐτὴν τὴν διαταγὴ τοῦ ἀπάντησε. «Ἐγὼ δὲν προσκυνῶ βδελύγματα ἄψυχα, ἀλλὰ Θεὸ ἀληθινό. «Τὰ δὲ σημεῖα ποὺ εἶδες δὲν εἶναι μαγεῖες, καθὼς είδες σήκωσα τα χέρια μου στον ουρανό και προσευχήθηκα και κατέβηκε φωτιά απ’ τον ουρανό και κατέκαψες τις πέτρες και τα ξύλα και διέλυσε τους θεούς σας μόνο και μόνο για να μην απατάσθε απ’ αυτούς επειδή είναι ψεύτικοι. Ακούγοντας όλα ταύτα ο ηγεμών άναψε από θυμό και πρόσταξε να κοπή η κεφαλή του αγίου και το σώμα του να ριφθεί στον ποταμό. Έτσι λοιπόν οι στρατιώτες παρέλαβαν τον άγιο οδηγώντας τον έξω απ την πόλη όπου έκοψαν την μακαρία του κεφαλήν. Κάποιοι χριστιανοί έδωσαν τριάκοντα φλωρία εις τους στρατιώτας, κι έλαβον το σώμα του μάρτυρος. Μαρίνος δε, ο ευσεβέστατος εν Κομάνοις εβρισκόμενος άρχων έκτισε ναὸ αξιοπρεπή στὰ Κόμανα, καὶ ἔθαψε ἐκεῖ τὸν Ἅγιο μὲ τιμές. Μέσα δὲ στὸν Ναὸ αὐτὸν γίνονται πολλὰ καὶ μεγάλα θαύματα, μὲ τὶς μεσιτίες τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Βασιλίσκου, καὶ τὴν χάρι τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Ὡς βασίλειον δῶρον καὶ θύμα ἅγιον,
τῷ Βασιλεῖ τῶν αἰώνων καὶ ἀθλοθέτη Θεῶ,
δὶ’ ἀθλήσεως στερρᾶς προσήχθης ἔνδοξε·
σὺ γὰρ τὴν πλάνην καθελῶν, στρατιώτης εὐκλεής,
πανεύφημε Βασιλίσκε, τῆς ἀληθείας ἐδείχθης,
Χριστῷ πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον
Βασιλείας μέτοχος ἐπουρανίου, Βασιλίσκε ἔνδοξε,
γεγενημένος ἀληθῶς, σῶζε τοὺς πόθω βοώντας σοί·
χαίροις Μαρτύρων σεπτὸν ἐγκαλλώπισμα.
Μεγαλυνάριον
Ἄνθραξ εὐσεβείας ἀναδειχθεῖς, πυρὶ οὐρανίω,
κατενέπρησας θαυμαστῶς, εἰδώλων τεμένη,
θεοφρον Βασιλίσκε, πυρὶ δὲ ζωηφόρω, θερμαίνεις ἅπαντας.
Πηγή: Μέγας Συναξαριστής του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com