Ταπιάτ, Έξεργος, Έπεργος, Μουρδουλίζω,Έταιρος, Έτερος. Ποντιακή διαλεκτολογία
Ταπι͜ά̤τ’
(το) Ταπιά̤τιν, Ταπι͜ά̤τ’ , Ταπιγι͜ά̤τιν, Ταπιγιέτ, από το Αραβικό tabiat = διάθεση, έξις, φύσις, συνήθεια, χαρακτήρ’ (φυσική διάθεσις)
Εξεργάτ’κα, Έξεργος (έξ-έργον)=αργία, μή εργάσιμη ημέρα, το ανήκον εις μη εργάσιμη ημέρα (γιορτινή).
Έπεργος=εργάσιμη ημέρα.
“Τον έξεργον που ‘κ̌ι’ κρατεί , τον έπεργον θα χάν’”.
Δημώδες άσμα : «Απές ‘ς σο κεμεντζόπο μου πουλόπο μ’ να εχώρ΄νες, τ’ εξεργάτ’κα τα λώματα τον έπεργον να εφόρ’νες».
Έταιρον & Έτερα (δύο διαφορετικές λέξεις ;)
Έταιρον, εκ του αρχαιοελληνικού ουσιαστικού εταίρος ήτοι συνεργός, φίλος. Στο τραγούδι : Έταιρον κι η Λυγερή, έχει την έννοια του αγαπητικού, του παλικαριού.
Έτερα, απ’ την αντωνυμία έτερος. Σημαίνει χωριστά, ασύνδετα. Λέμε : έτερα μαλλία (διαφορετικά). Επίσης λέμε : έτερα στέκ' το δόντι μ' (κουνιέται), ενώ σε άλλη πρόταση : Έτερος έτον, ατός 'κ̌' έτον (άλλος ήταν - δεν ήταν αυτός)
Μουρδουλίζω = εκβάλλω υπόκωφον γρυλλισμόν. Φράση : “Μουρδουλίζ’ άμον άρκος” = Γρυλλίζει σαν αρκούδα. Επίσης υπάρχει και η ερμηνεία της υπόκωφης αντήχησης, (φράση : “Φυσά αέρας κι εμουρδούλτσαν τα ραχ̌ία”. Επίσης όπως αναφέρει και σχετικό δημώδες άσμα : “Ακείνα τα ψηλά ραχ̌ά̤ ντο έχ’ν και μουρδουλίζ’νε ; Ο χάρον έρθεν και δα̤βαίν’ με τ’ εκεινού τ’ ασκέρα̤”
Μουρδούλισμα λοιπόν είναι ο υπόκωφος γρυλλισμός.