Ταγιάν, Ταγιανεύω, Ταγιανίζω. Ποντιακή Διαλεκτολογία - Γλωσσικά ιδιώματα Πόντου
Tαγιάν, ταγιανεύω, ταα̤νεύω, ταενεύω, απ’ το τουρκικό tayanmak = αντέχω, υπομένω, φθάνω, εξαντλείται η υπομονή μου, εγγίζω, προσπελάζω. Παραδείγματα : Επήγεν κι εταένεψεν ‘ς σην πόρταν τ’ εγκλεσίας. Ο Χάρον εταγιανεύτεν ‘ς σην πόρταν κι όλ’ τη νύφεν ετέρεσεν (παροιμία: Λέγεται απ’ τους οικείους του γαμπρού που δείχνουν τη δυσμένεια τους για τη νύφη).
Ταγι͜ανίζω, ταα̤νίζω, ταενίζω, απ’ το τουρκικό tayandim αορίστου του tayanmak δημιουργείται ο ιδιωματισμός ταγιανεύω & ταγιανίζω που σημαίνει φτάνω, καταφθάνω (ίσως και ακουμπώ εκεί που έχω φτάσει) λ.χ. Πάει πάει και ταενίζ’ ΄ς ση Κάστρονος την πόρταν. Με τη σημασία του υπομένω (παράδειγμα): Πολλά κακά έρθαν ΄ς σο κιφάλι μ’ άλλο κ̆ επορώ να ταενίζω = πολλά κακά με βρήκαν δε μπορώ άλλο να υπομένω. Με τη σημασία του αντέχω (παράδειγμα): Το παρότ’ ‘σ άψιμον καικά κ̆ι ταενίζ’ = το μπαρούτι κοντά στη φωτιά δεν αντέχει – λέγεται για να δηλώσει την ευκολία στη συνεύρεση μεταξύ των νέων κοριτσιών κι αγοριών.
Ποντιακή Διαλεκτολογία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com