Καρακώνω – Γράνω. Ερμηνεία & Ετυμολογία των λημμάτων
Καρακώνω
Ερμηνεία: κλειδώνω - σφραγίζω - εξολοθρεύω
Ετυμολογία: α) κορακώνω δλδ βάζω τον κόρακα ή το τσιγγέλι της πόρτας, β) βάζω το καρακίδ’ = κλείνω, γ) εκ του τουρκικού καρά και του ελληνικού ακίς = αγκυλωτό σίδερο, δ) κλείνω την θύρα δι’ εξαρτημένου αντικειμένου : κακ-ραχώνω (ράχος = ασφάλεια – προστασία)
Γράνω
Ερμηνεία: φθείρω (για άψυχα πράγματα), παλιώνω
Ετυμολογία: α) τα γηρατεία, γηράσκομαι – γράσκουμαι, β) γράω – γρώ (γραία – γραϊδιον), γ) παλιώνω = γραιόνω, γράνω (όπως το χαόνω – χάνω)
Πηγή : Ποντιακή Εστία, Θεσσαλονίκη 1950, τεύχος 3ον
Ποντιακή Διαλεκτολογία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com