Χάταλον, Λελεύω, Παρχάρ, Αγλαθιάζω, Καταμάγια. Ερμηνεία και ετυμολογία των λημμάτων.
Χάταλον
Ερμηνεία: νήπιον, μικρόν
Ετυμολογία: αταλός, ομηρική λέξη (η δασεία γίνεται χ)
Λελεύω
Ερμηνεία: εξυμνώ, ικετεύω, προτρέπω παρακλητικώς, παρακαλώ (εκ του παθητικού παρακειμένου του απαρέμφατου του λέγω)
Ετυμολογία: παιδική ονομασία του χεριού (λα̤λά̤) = κρατώ στα χέρια, κελεύω, παρακελεύω.
Παρχάρ (Παρχάρι)
Ερμηνεία: οροπέδιον βοσκότοπος (συνήθως κοντά στα χωριά)
Ετυμολογία: (ίσως) κατά το παρα-θαλάσσιον, παρ-άλιον, παρα-χώριον = παραχάριον = παρχάριον = παρχάρι
Αγλαθιάζω
Ερμηνεία: καθαρίζω το αυλάκι, απομακρύνω πέτρες και χώματα και κάθε εμπόδιο απ’ τον δρόμο απ’ όπου περνά τρεχούμενο νερό
Ετυμολογία: εκ του λανθάνω (μεταφορικώς ξεκαθαρίζω), εκ του αυλάκι, αυλακίζω, αυλακιάζω
Καταμάγια
Ερμηνεία: πανί που σκουπίζουν τον φούρνο, κουρέλια δεμένα στην άκρη κοντού με τα οποία (αφού τα έβρεχαν) καθάριζαν τον φούρνο απ’ τα τελευταία υπολείμματα της φωτιάς
Ετυμολογία: κατα – μάσσω, από το καταμάσσω (χρήσις του Διγάμματος)
Ερμηνεία, Ετυμολογία των λημμάτων. Ερμηνεύουν, ετυμολογούν οι κ.κ. Π. Μελανοφρύδης, Γ. Κανδηλάπτης, Ι. Κιουρτσίδης και Φίκας.
Πηγή : Ποντιακή Εστία τεύχος 4ον Θεσσαλονίκη Απρίλιος 1950
Ποντιακή Διαλεκτολογία - Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com