Γλωσσολογικά Π. Η. Μελανοφρύδη Απαρδάλ’, Γαρδέλα̤, Άκλερα και απαρδάλα̤ , Αστόχ̆’ και απαισέο, Παρτάλ’, Γαρδήλ ή και γορδήλ, Κουρσεύω, Κουρσίν, Γα̤σίρ κι αιχγάλωτον Πηγή : Ποντιακή Εστία τεύχη 19-20
Απαρδάλ’. Πολύς λόγος έγινε για την ετυμολογία αυτής της λέξης. Η σημασία της είναι όπως το: άκλερον, αστόχ̆, εγκατατελειμμένον, έρημον, παραπεταμένον. Το κορίτσι στον ύπνο του βλέπει ότι κοιμάται με έναν νέο.
Ξυπνά και βλέπει ότι κοιμάται μαναχ̆έσσα. Θυμώνει λοιπόν και καταράται τα στρώματα ως εξής:
Μαξιλαρίτζα μ’ άκλερα! στρώματα μ’ απαρδάλα̤!
Επίσης στο τραγούδι:
Κόρη! τα φορτοδέματα σ’ πιάν’ σ’ αλατοκλάδα̤,
τοπλάεψον και έπαρ’ τα μη γίνταν απαρδάλα̤. Γλωσσολογικά Π. Η. Μελανοφρύδη Απαρδάλ’, Γαρδέλα̤, Άκλερα και απαρδάλα̤ , Αστόχ̆’ και απαισέο, Παρτάλ’, Γαρδήλ ή και γορδήλ, Κουρσεύω, Κουρσίν, Γα̤σίρ κι αιχγάλωτον Πηγή : Ποντιακή Εστία τεύχη 19-20. Ο μακαρίτης Βαλαβάνης υποθέτει ότι η λέξις παράγεται από το παρδαλέος (πολύ παρατραβηγμένη ετυμολογία)! Εμείς υποθέτουμε ότι η λέξη έχει σχέση με τη λέξη γαρδέλα̤ = κουρέλια, εμπόδια, μπερδέματα, μαλλιά-κουβάρια, όπως λέμε κοινώς πάντοτε για υφάσματα, ενδύματα, στρώματα κτλ). Σε μερικά χωριά, έτσι ονομάζονται και τα μικρά παιδιά, διότι μπερδεύονται πάντα στα πόδια των μεγάλων. Από τη λέξη γαρδέλα̤ έγινε απογαρδέλα̤ και κατά συγκοπή η παραφθορά κατέληξε σε απαρδάλα̤. Σημειωτέον ότι απαρδάλα̤ λέγεται και ως κατάρα: Άκλερα και απαρδάλα̤ να γίνταν στα λώμματα σ’ ή Άκλερα και απαρδάλα̤ να γίνταν τα στρώματα σ’ … κλτ. Οι Σουρμενίτες λέγουν: Αστόχ̆’ και απαισέο (απαίσιο) να ίνεται. Άλλη είναι η λέξη παρτάλ’ (κουρέλι (παρτάλι) στα τούρκικα). Φράση: Τα λώμματα τ’ παρτάλα̤ είναι. Εντελώς άλλη είναι και η λέξη γαρδήλ ή και γορδήλ. Γαρδήλα̤ ομμάτα̤ = μάτια πεταχτά προς τα έξω. Γορδήλτς και γαρδήλτς λέγεται ο άνθρωπος που έχει τα μάτια πεταχτά προς τα έξω (πάθηση των οφθαλμών). Γαρδηλώνω τ’ ομμάτα̤ μ’ = ανοίγω πολύ τα μάτια μου (από φόβο, από έκπληξη, από πείνα όταν κοιτάζω αχόρταγα το φαγητό, ή από ενδιαφέρον για κάτι). “Εγαρδήλωσεν τ’ ομμάτ’ ατ’ κι ετέρεσεν” = τέντωσε τα μάτια του και κοίταξε.
Κουρσεύω
Συχνά στα επικά άσματα του Πόντου απαντάται η λέξη κουρσεύω = κατακτώ, κυριεύω, αιχμαλωτίζω. “Οι τούρκ’ ουντάν εκούρσευαν την Πόλ’ την Ρωαμανίαν”. Κατά τους νεότερους χρόνους η λέξη λησμονήθηκε και αντικαταστάθηκε από τη λέξη πατώ: “Επάτεσαν τ’ Ερζερούμ, κατέλαβον, εκούρσεψαν”. Κουρσεμένος με την έννοια : αιχμάλωτος, κατακτημένος, απαντάται στα δημοτικά μας τραγούδια : “Οπίσ’ οπίσ’ χ̆ό̤ρας υιέ, χ̆ό̤ρας και κουρσεμέντσας !” εδώ έχει την έννοια του περιφρονημένου, όχι μόνο επειδή η μητέρα του είναι χήρα, άπορη και απροστάτευτη αλλά και κουρσεμένη, αιχμάλωτη. Αλλά αν η λέξη κουρσεύω και κουρσεύκουμαι λησμονήθηκε τελευταία, έμεινε όμως με τη σημασία και την έννοια : ταλαιπωρούμαι, δεινοπαθώ, βασανίζομαι. Στη φράση: “Εκουρσεύτεν ασ’ σα κλαϊϊτα” = έκλαψε δηλαδή τόσο πικρά όσο θα έκλαιγε αν κουρσευόταν, αιχμαλωτιζόταν. Η λέξη Κουρσίν ουδεμία σχέση έχει με το ρήμα κουρσεύω. Κουρσίν σημαίνει κροσσός. Τα κουρσία είναι επίχρυσοι κροσσοί που τοποθετούνται στις τάπλες των κοριτσιών. Σημειωτέον ότι η λέξη αιχμάλωτος τελευταία λησμονήθηκε κι αυτή κι αντικαταστάθηκε από τη λέξη γα̤σίρ. Εν τούτοις παρέμεινε στη φράση “Γα̤σίρ κι αιχγάλωτον” για πρόσωπο που υφίσταται ταλαιπωρίες και βάσανα. Ως τοπωνυμικό σώζεται στην Άδυσσα: “Τ’ Αιγμάλωτα” τοποθεσία όπου κατά την παράδοση οι τούρκοι αιχμαλώτισαν όσους Έλληνες έφευγαν από τον φόβο των κατακτητών κι οδήγησαν αυτούς σε μια λόχμη όπου και τους κατέσφαξαν. Η κοιλάδα αυτή έκτοτε λεγόταν: “Τη Λύκ’ τ’ ομάλ’”. Συχνά δε οι γριές μας ανέφεραν με πόνο τον στίχο: “Σ’ Αιγμάλωτα ο πόλεμος, ση Λύκ’ τ’ ομάλ’ το αίμαν”. Εγώ κουρσάρος ήμουνα. Τραγούδι των Ελλήνων της Οινόης του Πόντου. Αρχείο Μέλπως Μερλιέ
Πηγή: Ποντιακή Εστία τεύχη 19-20
Ποντιακή Διαλεκτολογία - Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com