Μαλάζω και Μαλά̤ζω. Ποντιακή Διαλεκτολογία. Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου
Μαλάζω. Στην Ινέπολη απαντάται ως μαλάω και στην παθητική φωνή γίνεται μαλάγομαι, μαλάγουμαι, μαλάουμαι ενώ στον αόριστο εμαλάα, εμαλάγε. Μετοχή μαλαγμένος ενώ στο θηλυκό γένος μαλαγμένισσα, μαλαγμέντζα. Παρακολουθείστε το αφιερωματικό μου βίντεο
Η λέξη προέρχεται από το αρχαιοελληνικό μαλάσσω = κάνω κάτι απαλό. Πιάνω κάτι με τα χέρια μου και το μαλάσσω. Παραδείγματα: Εμάλαξε με ο ψύχος (με τάραξε ο ελώδης πυρετός). Άμον μαλαγμέντζα κάτα. Στην παθητική φωνή έχει άλλη έννοια: Εμαλάεν το ψωμίν (εθίγει =χάλασε). Στη μετοχή θηλυκού γένους μαλαγμέντζα λέγεται δια κόρην μνηστευμένη ελθούσα εις επαφήν με τον μνηστήρα. Τέλος έχει την έννοια της συναναστροφής - συναναστρέφομαι.
Το λήμμα Μαλά̤ζω χρησιμοποιείται στην Τραπεζούντα και τη Χαλδία αλλά και μα̤λώ στην Σάντα και τη Χαλδία ενώ στην Κερασούντα, τα Κοτύωρα και την Τραπεζούντα απαντάται ως μα̤λώ̤. Προέρχεται από το ουσιαστικό μάλα̤.
Οι έννοιες της λέξεως είναι:
1. Προσβάλλομαι από σύφιλη
2. Προσβάλλομαι από ψωρίαση. Φράση 1η: Το στόμα μ’ εμαλίασεν = διαρκώς συμβουλεύω αλλά δεν εισακούομαι, υπό την έννοια του πηκτού σάλιου που παράγεται στο στόμα του ομιλούντος επι μακρόν και δη φωνασκούντος. Στο δημώδες άσμα του Καβαζίτα απαντάται ο στίχος: Τ’ ουδάρ’τς εμα̤λίωσεν, άλειψον-α βούτορον ας λαρούται αλήγορα = Η ουρά σου ψωρίασε, άλειψε της βούτυρο, γρήγορα να γιάνει.
Πηγή: Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου. † Αρχιμανδρίτου Ανθίμου Παπαδόπουλου.
Ποντιακή Διαλεκτολογία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com