Ποντιακά έτυμα, Κώστα Καραποτόσογλου Δ' μέρος (Πέσκος, Πιμπίλιν, Πιπή, Ποτούτζι, Πουπούλιν, Πουρούζιν)
Πέσκος (ο), Χαλδ. Λέξις Ρωσική, Θερμάστρα, σόμπα. Ετυμολογείται από το ρωσικό pecka = σόμπα.
Πιμπίλιν το, Κερ. Πιμπίλ'. Ίσως από το Βενετ. Bimbin = κράσπεδο: 1) είδος κοσμήματος εις την παρυφή ενδύματος, το καρίκωμα της ραπτικής έτσι λεγόταν στην Κερασούντα και την Οινόη. Πιπίλι επίσης λεγόταν στην Οινόη, αλλά και Πιπίλ' στα Κοτύωρα, τη Σαντά και την Τραπεζούντα. Από το λατινικό papilla = θηλή μαστού. 2) σκληρός πυρήνας, κουκούτσι καρπού, 3) όρχις, 4) το παιδικό μόριο, 5) κρουνός ύδατος.
Πιπή η, Χαλδία. Στην παιδική γλώσσα σημαίνει «θεία» και κατ' επέκταση τιμητική προσφώνηση σε ηλικιωμένη γυναίκα. Ο Χρ. Τζιτζιλής παράγει το λήμμα από το τουρκικό bibi = γιαγιά, η λέξη ετυμολογείται από το τουρκικό pipi = hala = η εκ πατρός θεία, προφανώς διαφορετικό τύπο της λέξεως bibi.
Ποτούτζι το, Αμισός. Από το ους, ποτόν. Μικρό ξύλινο δοχείο ύδατος. Ο Χρ. Τζιτζιλής συσχέτισε τη λέξη με το τουρκικό botuc = δοχείο από ξύλο πεύκου ή χώμα με χερούλια και στόμιο. Η λέξη ετυμολογείται καλύτερα από το τουρκικό poduc = agac su kabi = ξύλινο δοχείο νερού.
Πουπούλιν το, Κεραστούντα, Νικόπολη & Τρίπολη. Ενώ πουπούλ' στη Σαντά την Τραπεζούντα και τη Χαλδία. Αγνώστου ετύμου. Πιθάρι πισσωμένο μέσα έξω. Ο Χρ. Τζιτζιλής αναφέρει ότι η λέξη πρέπει να συνδέεται με το τουρκ. διαλ. Pulluk = λαγήνι. Η λέξη προέρχεται από το τουρκ. buluk, bulula = kucuk kup = μικρό πιθάρι.
Πουρούζιν το, αμάρτ. Πουρούζ' Κοτύωρα = Νεαρό μουλάρι. Η λέξη αποτελεί διαφορετικό τύπο της λέξεως μουρούζιν το, Κερασούντα Μουρούζ' Τραπεζούντα & Χαλδία. Λέξη ξένη. Ίππος ή ημίονος μικρού ύψους που ετυμολογείται από το τουρκ. muruz = katir = ημίονος.
Ποντιακά έτυμα, του Κώστα Καραποτόσογλου. Πηγή: Αρχείον Πόντου Τόμος 40ος.
Ποντιακή Διαλεκτολογία & Λαογραφία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com