• Home
  • Γλώσσα
  • Ποντιακά έτυμα, Κώστα Καραποτόσογλου Α' μέρος (Απραεύω, Λουπακίζω, Μάλαμα, Μαργώνω, Μαστή).

Ποντιακά έτυμα, Κώστα Καραποτόσογλου Α' μέρος (Απραεύω, Λουπακίζω, Μάλαμα, Μαργώνω, Μαστή).

Χωρικές ενδυμασίες Ελλήνων της Τραπεζούντας του ΠόντουΤο παρόν μελέτημα περιλαμβάνει 27 λήμματα, αποθησαυρισμένα από τον Α.Α. Παπαδόπουλο, τα οποία χαρακτηρίζονται ως αγνώστου έτυμου ή η προτεινόμενη ετυμολογία από τον ίδιο ή από άλλους γλωσσολόγους δεν βρίσκει σύμφωνο τον Κώστα Καραποτόσογλου. Στην ποντιακή διάλεκτο εκτός από τα στοιχεία της αρχαίας Ελληνικής και των Βυζαντινών χρόνων έχουν πιθανόν ενσωματωθεί και λέξεις προερχόμενες από ένα άγνωστο σε εμάς γλωσσικό μικρασιατικό υπόστρωμα.

Αυτά τα στοιχεία καθώς και ο δανεισμός της διαλέκτου, ιδιαίτερα από τα τουρκικά ιδιώματα και από τις γλώσσες με τις οποίες ήλθε σε επαφή άμεσα και έμμεσα, δημιουργούν πολλά ερωτήματα για τα οποία δεν μπορούν να δοθούν πάντοτε ικανοποιητικές απαντήσεις, λόγω ελλείψεως σχετικών μελετών οι οποίες θα έλυναν ή θα προωθούσαν κάποια από αυτά. Όπως έχει αναφερθεί και άλλοτε, εάν μία λέξη απαντά στην ποντιακή διάλεκτο, αλλά συγχρόνως ανευρίσκεται και στην αρμενική, τουρκική, και αραβική, χωρίς καμία διαφοροποίηση φωνητική ή σημασιολογική, θα πρέπει να χαρακτηρίζεται ως ανατολικής αρχής.

Απραεύω. Σάντ,. Επιτηρώ, φυλάττω, προστατεύω. Από το τουρκικό abramak με την έννοια korumak = προστατεύω. Muhafaza etmek = διαφυλάσσω. Kollamak = προστατεύω, φροντίζω, που έχει περάσει χωρίς μεταβολή στην ποντιακή διάλεκτο.

• Λουπακίζω, λουπακίζ', Σάντ, Χιονίζει με μεγάλες νιφάδες. Από το ουδιαστικό λουπάκα, κι αυτό από το ουσιαστικό τουλούπα, τολύπη, τ'λούπα, κλούπα, με τροπή τλ>κλ. Παράδειγμα : τυλιγάδι>τ'λυγάδι>κλιγάδι. Από το τουρκικό lopak lopak = lapa lapa (όταν πέφτει το χιόνι σε μεγάλες νιφάδες).

Μάλαμα ή μάλα(γ)μα, απαντά τους ακόλουθους τύπους και σημασίες στα νεοελληνικά ιδιώματα και την κοινή νεοελληνική : μάλαγμα, το, Οινόη, Αραβανί, Φάρασα, μάλαγμαν, Οινόη., μάλαμα Σεμένη, Κρήτη, Ρόδος, Κάρπαθος, Αστυπάλαια, Νίσυρος, Ήπειρος, κοινό, μάλαμαν Κερασούντα, Νικόπολη, Τραπεζούντα, Χαλδία, Κύπρος, Ρόδος.
• Οι συγκεντρωμένοι στο αλώνι δημητριακοί καρποί πρίν λιχνιστούν, Αραβανί, Κύπρος, Κρήτη, Κάρπαθος, Ρόδος. // • Ψιλό άχυρο, σκόνη, Φάρασα // • Η ζύμη με την οποία φτιάχνουν τα κουλούρια και τα παξιμάδια, Κύπρος // • Ο χρυσός, Οιν, Σέμ, Κερ, Νικ, Τραπ, Χαλδ, Κύπρος, Κρήτη, Κάρπαθος, Ήπειρος κοινό. // • Ένα είδος άγριου χόρτου, Αστυπάλαια
• Ακαθαρσία, βρωμιά, Νίσυρος. // «Και να μνημούρη κάμνουσι, όμορφα στολισμένο, με χράδια και με μάλαμα ήτονε χρυσωμένο». // «Κοπάνισον το χρυσάφι ίνα ένη μάλαγμα»
«Ξύσον το χρυσάφιν.και γίνεται λαγαρισμένον μάλαγμαν» // Μάλα(γ)μα = ανακάτωμα
Μαλακ-ός, μαλάσσω, αποτο μεσαιωνικό λατ, amalgama // Η αραβική λέξη al amadjma ' a = η τήξη // «Το μάλαμα μετρούν' ατο πουλί μ' με τα καράτ͜ια, κι εγω τ' εμόν το σεκιρλούκ απέσ' 'ς σ' εσά τ' ομμάτ͜ια.»

Μαργώνω , Ιν, Σαν. Από το αρχαίο αμάρτ, μαργώ εκ του επιθ, μάργος = ανόητος, μωρός. 1. ζαλίζομαι, 2. Μουδιάζω.
Ασάλευτος και αμίλητος, σανάτον μαργωμένος. // Μοργάω = βραδύνω, παύω την κίνησιν. Η λέξη ετυμολογείται από το αρχαίο ελληνικό μαλκιάω, μαλκίω = μουδιάζω, παραλύω από το κρύο. «.μαλκίειν, το υπο ψύχους συνεσπάσθαι τας χείρας. // Το αρχαίο ρήμα σχηματίστηκε κατά τα εις -ώνω ρήματα της νεοελληνικής και έδωσε το αμάρτυρο Μαλκώνω > μαρκώνω // Μπαλκόνι > μπαρκόνι // Ελπινίκη > Ερπινίκη // Χάλκωμα > Χάρκωμα // Χαλκιάς > Χαρκιάς // Μαργώνω, με τροπή του κ > σε γ // Ακρόπολις > αγρόπολις // Κυψέλι(ον) > γυψέλν // Το βέβαιον είναι ότι ο νεοελληνικό μαργώνω = μουδιάζω, ανάγεται στο αρχαίο μαλκίω = μουδιάζω.

Μαστή (η) Σάντ, Σούρμ. Από το αρχαίο ουσ, μαστός. Σκύλλα (εξ' επιθετικής εννοίας του μαστός = μαστοφόρος και το κατ' εξοχήν σχήμα). Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό masti = 1. Κυνηγετικό σκυλί & 2. θηλυκιά γάτα, σκύλα. • Ματσάγκος επίθ, Αμ, αγνώστου ετύμου. Κακούργος. Η λέξη ετυμολογείται από το τουρκικό maccik , διαφορετικό τύπο του maccali // • pis = ακάθαρτος // • kirli = βρώμικος // • usysuk = αδρανής // • terbiuesiz = κακοαναθραμένος // • haylaz = οκνηρός // • asagilik adam = χαμερπής άνθρωπος // • sutazsiz = άσχημος, δυσειδής, κατηφής. 

Ποντιακά έτυμα, του Κώστα Καραποτόσογλου. Πηγή: Αρχείον Πόντου Τόμος 40ος.

Ποντιακή Λαογραφία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com  

Pin It

Print

Add comment


Security code
Refresh

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ