• Home
  • Γλώσσα
  • Ποντιακά έτυμα, Κώστα Καραποτόσογλου B' μέρος (Μελεχέμιν, Μοτζίριν, Μουστρίν, Μουταρά).

Ποντιακά έτυμα, Κώστα Καραποτόσογλου B' μέρος (Μελεχέμιν, Μοτζίριν, Μουστρίν, Μουταρά).

Παραλία και τμήμα της πόλεως της Κερασούντας Μελεχέμιν (το), αμάρτ. Μελεχέμ' Χαλδ. Μελαχέμ' Χαλδ. Μελεάμ' Χαλδ. Από το Αραβ. Merhem . Αλοιφή ιαματική παρασκευαζόμενη από πίσσα, κερί, λιβάνι, λάδι και άσπρο σαπούνι. Η τουρκική γνωρίζει τον τύπο mellekem = pflaster , salbe , hautkrem = έμπλαστρο, αλοιφή, αλοιφή του δέρματος. Τύπος που απαντάται στην τουρκική από το 1533 από τον οποίο προέρχεται η ποντιακή λέξη.

Μοτζίριν (το), Κερ. Μοτζίρ' Σάντ. Χαλδ. Αγνώστου ετύμου. Τέφρα εστίας διάπυρος. Η λέξη ετυμολογήθηκε από το αρμενικό mos ' < s ' = ts > ir = καρβουνόσκονη, με την υποσημείωση ότι η τουρκική λέξη mucur = σκωρία, σκουριά σιδήρου καέντος, υποστάθμη μεταλλικού άνθρακος ή άλλου πράγματος, σκύβαλον, ίσως προέρχεται από την αρμενική. Η σύνδεση του τουρκικού mocir = σπίθα, με το ποντιακό μοτζίριν = τέφρα εστίας διάπυρος, δεν μπορεί να θεωρηθεί σχέση παραγωγική, δηλ, η ποντιακή να προέρχεται από την τουρκική γιατί η λέξη mocir = σπινθήρας, είναι περιορισμένης χρήσης, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε η τελική αναγωγή τόσο του ποντιακού μοτζίριν όσο και του τουρκικού mocir στο σλαβικό pozar = πυρκαγιά, είναι ανεπιτυχής, όταν γνωρίζουμε με σαφήνεια ποιες τουρκικές λέξεις ετυμολογούνται από το σλαβικό pozar .Το συμπέρασμα που προκύπτει από τα ανωτέρω είναι ότι η αρμενική λ. mos ' < s ' = ts > ir , πέρασε στην ποντιακή διάλεκτο ως μοτζίρ(ιν) και στην τουρκική ως micir , musur , mocir .

Μουστρίν (το), Κερ. Κατά τον Ι.Βαλαβ. προέρχεται από το λατινικό monstrum = τέρας. Μετων. άνθρωπος κατηφής, σκυθρωπός. Η λ. προέρχεται από το τουρκικό mustur = πρόσωπο, μούτρο καθώς και το επίσης τουρκικό surat =πρόσωπο, κατήφεια, σουράτι, μούτρα.

Μουταρά (η), Τραπ. Χαλδ. Πληθ οι μουταράδες. Από το Περσ,. Mudara = υπόκρισις, προσποίησις. 1. επι οικονομικών μέσων διαβιώσεως, πενιχρότης, φτώχια. 2. Ανάγκη. Η λ. προέρχεται από το τουρκικό mudara = λίγος, σπάνιος, αδύνατος, δανεικός, σημασίες που πλησιάζουν περισσότερο προς αυτές της ποντιακής λέξης.

Ποντιακά έτυμα, του Κώστα Καραποτόσογλου. Πηγή: Αρχείον Πόντου Τόμος 40ος.

Ποντιακή Λαογραφία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com 

Pin It

Print

Add comment


Security code
Refresh

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ