Written by Πολατίδης Βασίλειος. Posted in Γλώσσα
Κι όταν στις ατελείωτες νύχτες του χειμώνα θυμόντουσαν τα παλιά και άρχιζαν να διηγούνται πώς πέρασαν στο Αλάταουν, στα Άδανα, την Κουρτίαν με το νοσταλγικό προοίμιο : έϊ κιτί τέϊ, μαύρα καιρούς, μαύρ’ ανθρώπ’ και μαύρα έργατα, κι οι νέοι άκουγαν με προσοχή. Τα παιδία ή η νύφη ήταν πάντα έτοιμοι να φέρουν άψιμον για τα τσιγάρα ή τα γαλιόνα̤ (πίπες), είτε νερό με το τάς ή με τη μαστραπά. Οι γυναίκες, αν η ρύμη του λόγου έφερε να εκστομίσουν μπροστά στους άντρες τους άπρεπο λόγο, ζητούσαν συγνώμη ως εξής : παρέξ’ και τα τίμια τα προσώπς, ή παρέξ κι απ’ εσάς, ή ο λόγος -ιμ’ σ’ εκείνο, (έγκα το λασσούμενον, ο λόγος -ιμ’ σ’ εκείνο, είπε με ότωπως τον κύρ’-ισ’ παρέξ κι απ’ εσάς, είπε οδείνα ν’ εφτάγω κτλ.
Πηγή : Παντελής Η. Μελανοφρύδης
Print
Written by Πολατίδης Βασίλειος. Posted in Γλώσσα
Συντεκνία, ουσιαστικό εκ του σύντεκνος = η σχέση του αναδόχου προς τους γονείς του αναδεκτού = κουμπάρος/κουμπάρα/κουμπαριά. Παροιμία : Αδελφοσύνα̤ εσ’κώθεν κι η συντεκνία εκάτσεν (σημαίνει ότι πολλές φορές οι κουμπάροι είναι καλύτεροι από τους αδελφούς). Εσβήεν το κερίν, εσβήεν κι η συντεκνία = ότι, ο θάνατος του αναδεκτού συνεπάγεται τη διάλυση της πνευματικής συγγένειας (εσβήεν = έσβησε). Άσμα : Καλώς έρθες τουρκόπουλλον καλώς κι απόθεν έρθες, κι αν έρθες για την συντεκνά̤ν, εσέν’ σύντεκνον ‘φτάγω, κι αν έρθες για τον πόλεμον, έβγα ας πολεμούμε.
Print