Ο δι̤άβολον κουμπάρον. Θρύλοι και παραμύθια εξ’ Αργυρουπόλεως Πόντου. Συλλογή Π. Σαλλαπασίδη

φίσια,τάβιγμαν,επουγαλέφτεν,πουρνά,πιρνά,λελεύω,σουμαδεύω,νιζάδες,καζκάρα,τσίπ,ινσαλλάχ,άτσαπα,εντώκεν,ταράφια,κάμας,κάμα,πλάν’,μούτλαχα,παραμύθα,θρύλοι,αργυρούπολη,πόντουΈνας διεστραμμένος χωρέτες εποίκεν τον διάβολον κουμπάρον. Ασό έτον κουμπάρος άτ’ πάντα ελάλνε ατον σα κέφια και σα χαράντας ατ’. Ο δι̤̤άβολον άμαν ‘κ̆’ εκράτνεν την γλώσσαν ατ’. Όσα έρχουντον ση κουμπάρι-ατ’, πάντα εβάλνεν φίσ̆ι̤α σην παρέαν κι ερχίνεναν σο τάβιγμαν. Έναν ημέραν επουγαλέφτεν ο κουμπάρος ατ’ κι είπεν ατον : Λελεύω ‘σε κουμπάρε, πουρνά την Κερεκήν θα σουμαδεύω τον δεξιμάτς, εσύ μ’ έρχεσαι, γιατί πάντα εβγάλτς νιζά̤δες.

Print

Τ' Αε-Βλασή το μέλ'. Διήγησης Θέμπεδας Αργυρουπόλεως Πόντου

 Αεβλασή,θέμπεδα,αργυρούπολη,κάν,κοδέσπαινα,μοθοπώρ,οικοκύρτς,μουγαλτά,μουγουλτά,πατμάνι,αγούρ,σαχάν,τεπέδες,χεροπάν,αρνασέβομε,έμποδος,κουτουρεμένα,τσερίγουμαι,ποντιακές,διηγήσεις,μύθοι,ανέκδοτα,άγιος,βλάσιοςΣην Θέμπεδαν σο Κάν, έτον ένας κοδέσπαινα. Το μοθοπώρ’ έγκεν οικοκύρτς ασή Μουγουλτά δύο πατμάνια μέλια. Η κοδέσπαινα ασ΄ εποίκεν πρώτα την χαλβάν εξέγκεν έναν τρανόν σαχάν μέλ’ να τρώγνε το βράδον αγούρ’, κι εκούξεν την νύφεν-ατς την Σουμέλαν κι είπεν-ατεν : «Νύφε, πλύσον καλά καλά τα δύο χαλκωματένια τεπέδες να συνορθιάζωμε τη χρονίας-εμουν το μέλ’».

Print

Πως λέγουν συγνώμη οι Έλληνες του Πόντου

 ποντιακή,γλώσσα,ιδιώματα,ποντιακά,συγνώμη,συγχνώμη,παρέξ,λαικές,εκφράσεις,εθιμοτυπίες,αλάταουν,άδανα,κουρτίαν,έϊκιτίτέϊ,έργατα,άψιμον,γαλιόνα,πίπες,λασσούμενον,εκιτιτεΚι όταν στις ατελείωτες νύχτες του χειμώνα θυμόντουσαν τα παλιά και άρχιζαν να διηγούνται πώς πέρασαν στο Αλάταουν, στα Άδανα, την Κουρτίαν με το νοσταλγικό προοίμιο : έϊ κιτί τέϊ, μαύρα καιρούς, μαύρ’ ανθρώπ’ και μαύρα έργατα, κι οι νέοι άκουγαν με προσοχή. Τα παιδία ή η νύφη ήταν πάντα έτοιμοι να φέρουν άψιμον για τα τσιγάρα ή τα γαλιόνα̤ (πίπες), είτε νερό με το τάς ή με τη μαστραπά. Οι γυναίκες, αν η ρύμη του λόγου έφερε να εκστομίσουν μπροστά στους άντρες τους άπρεπο λόγο, ζητούσαν συγνώμη ως εξής : παρέξ’ και τα τίμια τα προσώπς, ή παρέξ κι απ’ εσάς, ή ο λόγος -ιμ’ σ’ εκείνο, (έγκα το λασσούμενον, ο λόγος -ιμ’ σ’ εκείνο, είπε με ότωπως τον κύρ’-ισ’ παρέξ κι απ’ εσάς, είπε οδείνα ν’ εφτάγω κτλ.

Πηγή : Παντελής Η. Μελανοφρύδης

Print

Συντεκνία, Σύντεκνος, Συντέκ’σσα – συντέκνισσα. Ποντιακή διαλεκτολογία, Γλωσσικά ιδιώματα

συντεκνία,σύντεκνος,συντέκ’σσα,συντέκνισσα,ποντιακή,διαλεκτολογία,γλωσσικά,ιδιώματα,αδελφοσύνη,εσβήεν,τουρκόπουλλον,χατήρι,καπίτζ,ματσουκάτσα,ματσουκάτισσα Συντεκνία, ουσιαστικό εκ του σύντεκνος = η σχέση του αναδόχου προς τους γονείς του αναδεκτού = κουμπάρος/κουμπάρα/κουμπαριά. Παροιμία : Αδελφοσύνα̤ εσ’κώθεν κι η συντεκνία εκάτσεν (σημαίνει ότι πολλές φορές οι κουμπάροι είναι καλύτεροι από τους αδελφούς). Εσβήεν το κερίν, εσβήεν κι η συντεκνία = ότι, ο θάνατος του αναδεκτού συνεπάγεται τη διάλυση της πνευματικής συγγένειας (εσβήεν = έσβησε). Άσμα : Καλώς έρθες τουρκόπουλλον καλώς κι απόθεν έρθες, κι αν έρθες για την συντεκνά̤ν, εσέν’ σύντεκνον ‘φτάγω, κι αν έρθες για τον πόλεμον, έβγα ας πολεμούμε.

Print

Ταγιάν, Ταγιανεύω, Ταγιανίζω. Ποντιακή Διαλεκτολογία - Γλωσσικά ιδιώματα Πόντου

ταγιάν,ταγιανεύω,ταα̤νεύω,ταενεύω,tayanmak,ποντιακή,διάλεκτος,διαλεκτολογία,ιδιώματα,γλωσσικά,αντέχω,υπομένω,εγκλεσία,χάρον,εταγιανεύτεν,ταγανίζω,ταανίζω,ταενίζω,tayandim,ταγιανεύω,ταγιανίζω,φτάνω,καταφθάνω,παρότ Tαγιάν / ταγιανεύω, ταα̤νεύω, ταενεύω, απ’ το τουρκικό tayanmak = αντέχω, υπομένω, φθάνω, εξαντλείται η υπομονή μου, εγγίζω, προσπελάζω. Παραδείγματα : Επήγεν κι εταένεψεν ‘ς σην πόρταν τ’ εγκλεσίας. Ο Χάρον εταγιανεύτεν ‘ς σην πόρταν κι όλ’ τη νύφεν ετέρεσεν (παροιμία : Λέγεται απ’ τους οικείους του γαμπρού που δείχνουν τη δυσμένεια τους για τη νύφη).

Print

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ