Written by Πολατίδης Βασίλειος. Posted in Γλώσσα
Ταπι͜ά̤τ’
(το) Ταπιά̤τιν, Ταπι͜ά̤τ’ , Ταπιγι͜ά̤τιν, Ταπιγιέτ, από το Αραβικό tabiat = διάθεση, έξις, φύσις, συνήθεια, χαρακτήρ’ (φυσική διάθεσις)
Εξεργάτ’κα, Έξεργος (έξ-έργον)=αργία, μή εργάσιμη ημέρα, το ανήκον εις μη εργάσιμη ημέρα (γιορτινή).
Έπεργος=εργάσιμη ημέρα.
“Τον έξεργον που ‘κ̌ι’ κρατεί , τον έπεργον θα χάν’”.
Δημώδες άσμα : «Απές ‘ς σο κεμεντζόπο μου πουλόπο μ’ να εχώρ΄νες, τ’ εξεργάτ’κα τα λώματα τον έπεργον να εφόρ’νες».
Print
Written by Πολατίδης Βασίλειος. Posted in Γλώσσα
Δεβαίνω (Χαλδία), δά̤νω (Κοτύωρα), Αόριστος : εδέβα, εδήβα, Μετοχή : δα̤βούμενος. Απ’ το αρχαίο διαβαίνω. Ο τύπος δά̤νω κατ΄επίδραση του δά̤ζω , δι ου ο ιδιωματισμός δα̤βάζω.
Ερμηνείες :
1. Διέρχομαι, περνώ : Δα̤βαίν απεμπροστά μουν και καλημέρα ‘κ̆ι’ λέει μας. Εδέβα το ποτάμιν. Φράση : Δα̤βαίνω πλάν (απέρχομαι). Πάω δα̤βαίνω (απέρχομαι ανεπιστρεπτί. Σ’ εσέν’ δα̤βαίν’ το νάζι μ’ (σε σένα έχω θάρρος). Η παρά ‘κ̆ι’ δα̤βαίν’ (είναι κίβδηλο το χρήμα). Εδέβεν κα (παρασύρθηκε ή κατακρημνίσθηκε), λχ : εδέβεν κά το χωράφ. Εδέβεν κά το γεφύρ’, εδέβεν κά τ’ οσπίτ’ κτλ. Δα̤βαίνω ας σην τέχνη μ’ (αφήνω – παρατώ την τέχνη μου). Πολλά εδέβαν ‘ς σο κιφάλι μ’ (πολλά δεινά πέρασαν απ’ το κεφάλι μου = πολλά δεινά υπέστην ). Μετοχή : δα̤βούμενος = διερχόμενος, περνώντας. Δημώδες άσμα : « Ο βασιλά̤ς δα̤βούμενος στέκει και αναγνώθει».
Print