Γλωσσολογικά Π. Η. Μελανοφρύδη Απαρδάλ’, Γαρδέλα̤, Άκλερα και απαρδάλα̤ , Αστόχ̆’ και απαισέο, Παρτάλ’, Γαρδήλ ή και γορδήλ, Κουρσεύω, Κουρσίν, Γα̤σίρ κι αιχγάλωτον Πηγή : Ποντιακή Εστία τεύχη 19-20
Απαρδάλ’. Πολύς λόγος έγινε για την ετυμολογία αυτής της λέξης. Η σημασία της είναι όπως το: άκλερον, αστόχ̆, εγκατατελειμμένον, έρημον, παραπεταμένον. Το κορίτσι στον ύπνο του βλέπει ότι κοιμάται με έναν νέο.