Ταπιάτ, Έξεργος, Έπεργος, Μουρδουλίζω,Έταιρος, Έτερος. Ποντιακή διαλεκτολογία

Ταπιάτ,ταπιά̤τιν,ταπι͜ά̤τ’,ταπιγι͜ά̤τιν,κεμεντζόπο,εξεργάτ’κα,λώματα,έπεργος,έταιρος,έταιρον,λυγερή,έτερα,έτερος,μουρδουλίζω,άρκος,μουρδουλίζ’νε,χάρον,μουρδούλισμα,γρυλλισμός,ποντιακή,διαλεκτολογία,διάλεκτος,λαογραφία,δημώδη,άσματαΤαπι͜ά̤τ’
(το) Ταπιά̤τιν, Ταπι͜ά̤τ’ , Ταπιγι͜ά̤τιν, Ταπιγιέτ, από το Αραβικό tabiat = διάθεση, έξις, φύσις, συνήθεια, χαρακτήρ’ (φυσική διάθεσις)

Εξεργάτ’κα, Έξεργος (έξ-έργον)=αργία, μή εργάσιμη ημέρα, το ανήκον εις μη εργάσιμη ημέρα (γιορτινή).
Έπεργος=εργάσιμη ημέρα.
“Τον έξεργον που ‘κ̌ι’ κρατεί , τον έπεργον θα χάν’”.
Δημώδες άσμα : «Απές ‘ς σο κεμεντζόπο μου πουλόπο μ’ να εχώρ΄νες, τ’ εξεργάτ’κα τα λώματα τον έπεργον να εφόρ’νες».

Print

Δα̤βαίνω ή δεβαίνω. Ποντιακή διαλεκτολογία. Ετυμολογία, ιδιωματισμοί

δα̤βαίνω,δεβαίνω,ετυμολογία,συνώνυμα,ιδιωματισμοί,χαλδία,δά̤νω,κοτύωρα,εδέβα,δα̤βάζω,δα̤βαίνωπλάν,δα̤βούμενος,αναγνώθει,εδήβαν,στομολόεμαν,βασκανία,γλωσσοφαγιά,ήλεν,χρά,ποντιακή,διαλεκτολογία,διάλεκτος,γλώσσα,λαογραφίαΔεβαίνω (Χαλδία), δά̤νω (Κοτύωρα), Αόριστος : εδέβα, εδήβα, Μετοχή : δα̤βούμενος. Απ’ το αρχαίο διαβαίνω. Ο τύπος δά̤νω κατ΄επίδραση του δά̤ζω , δι ου ο ιδιωματισμός δα̤βάζω.

Ερμηνείες :
1. Διέρχομαι, περνώ : Δα̤βαίν απεμπροστά μουν και καλημέρα ‘κ̆ι’ λέει μας. Εδέβα το ποτάμιν. Φράση : Δα̤βαίνω πλάν (απέρχομαι). Πάω δα̤βαίνω (απέρχομαι ανεπιστρεπτί. Σ’ εσέν’ δα̤βαίν’ το νάζι μ’ (σε σένα έχω θάρρος). Η παρά ‘κ̆ι’ δα̤βαίν’ (είναι κίβδηλο το χρήμα). Εδέβεν κα (παρασύρθηκε ή κατακρημνίσθηκε), λχ : εδέβεν κά το χωράφ. Εδέβεν κά το γεφύρ’, εδέβεν κά τ’ οσπίτ’ κτλ. Δα̤βαίνω ας σην τέχνη μ’ (αφήνω – παρατώ την τέχνη μου). Πολλά εδέβαν ‘ς σο κιφάλι μ’ (πολλά δεινά πέρασαν απ’ το κεφάλι μου = πολλά δεινά υπέστην ). Μετοχή : δα̤βούμενος = διερχόμενος, περνώντας. Δημώδες άσμα : « Ο βασιλά̤ς δα̤βούμενος στέκει και αναγνώθει».

Print

Τη βουδί τ' αράεμαν. Διήγηση απ' την Τσιμερά της Μούζαινας της Χαλδίας του Πόντου

 βουδί,αράεμαν,μούζαινα,χαλδίας,πόντου,τσιμερά,αράγεμαν,γαρή,αραήν,ραχ̆ίν,μοσκώβ,παρχάρ,μαντρίν,τα̤τά̤,εχολιά̤στεν,αράεμαν Διήγηση εκ της Μούζαινας της Χαλδίας του Πόντου

Στην Τσιμεράν τη Μούζαινας Ανανίας εχάσεν το βούδ’ν-ατ. Ερούξεν σ’ αράγεμαν η γαρή-ατ και τα παιδί-ατ. Εράεψαν αδά, εράεψαν εκεί, πουθέν ‘κ̆’ εύραν ατο, εσκώθεν κι Ανανίας σην αραήν. Ετέρεσεν σο χωριόν κές, ‘κ̆’ ηύραν ατο, εντώκεν σο ραχ̆ίν κι΄αν’ ν’ αραγέβει ατο. Εξέβεν ούς τη Μοσκώβ τον παρχάρ. Σ’ εκείν’ απάν εβράδυνεν κιόλα, το βούδ’ ευρέθεν σο χωρίον αφκά, με τα κάτινος ζά εταράεν κι εσέβεν σο μαντρίν ατουν.

Print

Η Ιμερίτ'σσα (Ιμερίτισσα). Ανέκδοτη διήγηση Π. Η. Μελανοφρύδη

Ιμερίτισσα,μελανοφρύδης,ποντιακή,τραπεζούντα,πρόσφυγες,καράβι,ετζάϊζαν,γραία,Πόλη,Κωνσταντινούπολη,κιβέρταν,τσαρουλίζνε,ίμερα,ιμερίτσα,λαογραφία,ιστορία,ξεριζωμόςΟυντάν έρχουνταν α σην Τραπεζούνταν οι πρόσφυγες, το καράβ’ το εφέρνεν ατ’ς εσέβεν σα Στενά. Νύχτα έτον κα τα φώσα̤ ολόερα εφώταζαν. Ούλ’ ετζάϊζαν ; αχά η Πόλ’ ! Έρθαμε στην Πόλ’ !
Είνας γραία, τσίτσιρος, Ιμερίτ’σσα πα έτον σο καράβ’. Ουντάς έκ’σεν «έρθαμε στη Πόλ’ !» γάλα̤ γάλα̤ εξέβεν κι εκείνε απάν σην κιβέρταν τη παπορί κι ετέρεσεν : μακρά τσαρουλίζνε τα φώσα̤.
- Αούτο έν’ η Πόλ’ ; ερώτεσεν,
- Ναι ! θεία, είπαν ατέν, ατό έν’ η Πόλ’.
- Η γραία ελάϊξεν το κιφάλ’ν ατ’ς και είπεν : Αϊ ! μαύρον Ίμερα !

Πηγή : Παντελή Η. Μελανοφρύδη - Ποντιακή Εστία Τεύχος 1ον

Print

Πόθεν η ονομασία Σουμελά (Παναγία) - Γλωσσολογικά Πόντου

Η Iερά και Θαυματουργή εικόνα της Παναγίας του Μελά ή Σουμελά η Αθηνιώτισσα έργο του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστή ΛουκάΔιάβασα κάποτε σε ένα βιβλίο, μια ιστορία για την υπερκείμενη της Τραπεζούντας Ιερά Μονή της Παναγίας στο όρος Μελά που τιμά την κυρία Θεοτόκο, ότι η προσφώνηση “Σουμελά” παράγεται απ’ το τροπάριο “Ω σύ Μελά”. Ας αναλύσουμε τα δεδομένα. Το άρθρο (του), αρτικόν (τ) στο Ποντιακό ιδίωμα εξομοιώνεται με το τελικό (ς) των προθέσεων (‘ς=εις) που σημαίνει (ας) όπως και το της ευθείας ή πλάγιας ερωτηματικής ‘σσου = εις του, ‘σσόν = εις τον, ασσόν = εκ τον, ασσήν = εκ την (σύνταξη που απαντάται ήδη και στους Βυζαντινούς), ασσού = εκ του, ασσίναν = εκ τίνα, ασσίνος = εκ τίνος (όπως και το ασσού), ασσό = εκ το, εξ ου και το ‘σσίναν = εις τίνα, ‘σσίνος = εκ τίνος.

Παρακολουθείστε το αφιερωματικό μου βίντεο

Print

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ