Καρακώνω – Γράνω. Ερμηνεία & Ετυμολογία των λημμάτων

Ποντιακή Διαλεκτολογία Καρακώνω – Γράνω Ερμηνεία & Ετυμολογία των λημμάτωνΚαρακώνω
Ερμηνεία: κλειδώνω - σφραγίζω - εξολοθρεύω
Ετυμολογία: α) κορακώνω δλδ βάζω τον κόρακα ή το τσιγγέλι της πόρτας, β) βάζω το καρακίδ’ = κλείνω, γ) εκ του τουρκικού καρά και του ελληνικού ακίς = αγκυλωτό σίδερο, δ) κλείνω την θύρα δι’ εξαρτημένου αντικειμένου : κακ-ραχώνω (ράχος = ασφάλεια – προστασία)

Print

Κολλημένε - Χαριφερά - Κατσίν - Εχπούλ'. Ερμηνεία & Ετυμολογία των λημμάτων

Φωτογραφία Ελλήνων Αργυρουπολιτών (Χαλδίας) Πόντου Κολλημένε
Ερμηνεία: καμένε, κολασμένε, καταραμένε
Ετυμολογία: α) εκ του κολλώ = συνάπτω, β) κολασμένε = κόλασις, ρήμα εις την Ποντιακή: κολατίγουμαι = αμαρτάνω, και κολατισμένος (στην Κρώμνη) ενώ κολλημένος (στη Ματσούκα): «Μώ ντ’ εκόλτσες με εσύ» = Άχ, μ’ έκανες να αμαρτήσω, γ) καταραμένε = εκ του αποκολληθέντος, αποχωρισθέντος

Print

Λαλασεύω, Κάκαλα, Κουσκούρ, Πλάν'. Ερμηνεία & Ετυμολογία των λημμάτων

Ποντιακή Διαλεκτολογία  Λαλασεύω - Κάκαλα - Κουσκούρ - Πλάν'. Ερμηνεία & Ετυμολογία των λημμάτωνΛαλασεύω
Ερμηνεία: χαϊδεύω, παραχαϊδεύω, χαϊδεύω σε βαθμό να ξετρελαίνω
Ετυμολογία: α) εκ του αρχαίου λαλαγώ = λαλαγή = άναρθρος φωνή, β) εκ του λάλα = παλαβή θηλυκό του παλαλός = παλαβός και η συνήθης κατάληξη -εύω, όπως απραϊα - απραεύω &  καλόγερος - καλογερεύω

Print

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ