Η Σφαγή των Ελλήνων της Πάφρας του Πόντου το 1921
Πουθενά δεν έγινε συστηματικότερη σφαγή και εξόντωση, διότι πουθενά δεν υπήρχε τόσο πυκνός Ελληνισμός τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο. Η έκταση της καταστροφής και του ολέθρου είναι τόσο μεγάλη που αδυνατεί να τη συλλάβει η φαντασία. Η δημοσιευμένη έκθεση της εφημερίδας «Μεταρύθμιση» δίνει μία αμιδρή εικόνα της καταστροφής:
«... την 5η Απριλίου του 1921 ο τουρκικός στρατός αποτελούμενος από 10.000 άνδρες, υποβοηθούμενος από τσετέδες και χωρικούς άρχισε την αιφνίδια επίθεση εναντίον όλης της περιφέρειας της Πάφρας. Αυτά που συνέβησαν είναι αδύνατο να μπορέσει κανείς να τα περιγράψει επακριβώς. Εμπρησμοί, τυφεκισμοί, φόνοι με λόγχη, απαγχονισμοί, ατιμώσεις. Η φρικιαστική αυτή κατάσταση διήρκησε ένα μήνα ώστε τα χωριά μεταβλήθηκαν σε ερείπια ενώ, πλην ελαχίστων κατοίκων, άπαντες κατακρεουργήθηκαν. Η Σφαγή της Μπάφρας του Πόντου / Μαρτυρίες για τα δεινοπαθήματα του Ποντιακού λαού. Οι κάτοικοι του χωριού Μουσαμλή που απείχε τρείς ώρες από την Πάφρα, αποκλείστηκαν στο σπίτι του Τσιγάλογλου και πυρπολήθηκαν μαζί με το σπίτι. Την ίδια τύχη είχαν και οι κάτοικοι των χωριών Σουρμελή, Άκκονακ, Κηγήλ γκιόλ και Αδά της περιφέρειας Αμισού. Μπροστά σε αυτές τις φρικαλεότητες αρκετοί τούρκοι στρατιώτες λιποθυμούσαν μη αντέχοντας στη θέα των οργίων και των βασανιστηρίων. Οι συνάδελφοι τους τούρκοι στρατιώτες τους συνέφερναν με μαστιγώσεις. Πολλοί χωρικοί που σώθηκαν από τις βιαιότητες διέφυγαν στην Πάφρα με τη σκέψη ότι ελευθερώθηκαν. Οι Έλληνες Παφραίοι χρησιμοποίησαν κάθε μέσο για να σώσουν την πόλη τους από τη μανία των τούρκων. Προσέφεραν άπειρα λύτρα στον διοικητή της Τσεμίλ-μπεη ο οποίος τους διαβεβαίωσε στο λόγο της τιμής του ότι η Πάφρα δεν θα διέτρεχε κανένα κίνδυνο. Αποδείχθηκε όμως εκ των υστέρων ότι χείλη τούρκου δεν γνωρίζουν την αλήθεια. Τις πρωινές ώρες της 18ης Ιουνίου 1921 μία απαίσια είδηση διαδόθηκε. Η πόλη περικυκλώθηκε από άπειρο πλήθος σφαγέων πάσης συνομοταξίας. Λόχοι τούρκων στρατιωτών, στίφη άγριων τσετέδων, αλβανοί, λαζοί με αστυνόμους επικεφαλείς, σκορπίστηκαν σε κάθε γειτονιά της πόλης, ζητώντας την παράδοση όλων των ανδρών κάθε οικογένειας. Τους οδηγούσαν στα αστυνομικά τμήματα και την ίδια στιγμή λεηλατούσαν τα σπίτια τους. Το θάρρος και η αυταπάρνηση των Ελληνίδων της Πάφρας δεν περιγράφεται. Καμμία δεν παρέδωσε το σύζυγο της, ούτε ομολόγησε για τους γειτόνους παρά τα βασανιστήρια που υπέφεραν από τους τούρκους. Την πρώτη ημέρα συνέλαβαν 535 Έλληνες άνδρες, τους έδεσαν τα χέρια οπισθάγκωνα και τους οδήγησαν στην καμένη εκκλησία του χωριού Έλεζλη της περιοχής Σουλού Δερέ χωρίς να τους επιτρέψουν να έχουν μαζί τους προμήθειες, φαγητό ή ρούχα. Μεταξύ αυτών ήταν και επτά ιερείς και οι Μουράτ Τσελέπογλου και Βασίλειος Καρασάββογλου. Πολλοί τούρκοι κάτοικοι από τα γύρω χωριά κάτω από τις διαταγές των προκρίτων Νεβριζήν Μεχμέτ και Τηραλή Ζατέ Μεχμέτ, πλήρως οπλισμένοι περικύκλωσαν την εκκλησία. Οι δυστυχείς Παφραίοι αρχικά ληστεύθηκαν και έπειτα τους γύμνωσαν από τα ρούχα τους. Αμέσως μετά έβγαλαν τους επτά ιερείς και τους έσφαξαν μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας. Μέσα στην εκκλησία ο έξαρχος παπα Γιάννης προέβλεψε την θλιβερή τραγωδία που τους περίμενε και άρχισε να ψάλλει την επικήδειο και τη νεκρώσιμη ακολουθία με λυγμούς. Μετά από αυτή τη σφαγή, οι τούρκοι σκαρφάλωσαν στους τοίχους του ναού όπου μέσα όλοι οι Παφραίοι ήταν δεμένοι και άρχισαν να πυροβολούν με μανία εναντίον τους μέχρι που πυρακτώθηκαν τα όπλα τους. Ακολούθησαν έπειτα με τις λόγχες των όπλων τους και δεν σταμάτησαν ούτε εκεί, αλλά συνέχισαν και με τους πέλεκεις. Εκείνη η σφαγή ήταν φρικώδης και εξαιρετικά αποτρόπαιη. Ο Νικολής Ιορδάνογλου πλήρωσε τους τούρκους με 300 χρυσές λίρες για να μη τους βασανίσουν, αλλά να τους θανατώσουν με τουφέκι. Αλλά ούτε αυτό έγινε. Από αυτή τη σφαγή σώθηκαν βαριά πληγωμένοι τέσσερις άνδρες ως εκ θαύματος και το βράδυ διέφυγαν στο Νεχιέν -κέντρο των Ελλήνων φυγάδων- όπου και αφηγήθηκαν τα φοβερά αυτά γεγονότα. Μία δεύτερη αποστολή θυμάτων περιελάμβανε τριακόσιους περίπου Έλληνες Παφραίους μεταξύ των οποίων και οι έμποροι Γεώργιος Κοζλού και Κυριάκος Σολομόνογλου. Στο δρόμο φόνευσαν τον Κοζλού και το κεφάλι του το πήγαν στον υποδιοικητή της Πάφρας. Όλους τους Έλληνες αυτής της αποστολής, τους έκλεισαν στην εκκλησία του χωριού Σελαμλίκ της Πάφρας. Εκεί μέσα του τούρκοι τους παρέδωσαν στις φλόγες και όπου μαρτύρησαν ενώ καίγονταν ζωντανοί. Ελάχιστοι εξ αυτών σώθηκαν και αφηγήθηκαν την συμφορά των συμπατριωτών τους. Μπροστά σε αυτά τα γεγονότα που απειλούσαν την πόλη της Πάφρας, πολλοί Έλληνες αποφάσισαν και τόλμησαν μία τολμηρή έξοδο σπάζοντας τον στρατιωτικό τουρκικό κλοιό και κατευθύνθηκαν προς Νεπιέν όπου ενώθηκαν με τους εκεί αντάρτες. Με τη συνδρομή των ανταρτών κατορθώθηκε να σωθούν περίπου πεντακόσια γυναικόπαιδα. Η τουρκική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι οι στρατεύσιμοι θα απαλλάσσονταν από την εξορία αρκεί να παραδίδονταν στις κατά τόπους στρατιωτικές αρχές. Πάνω από 500 νέοι μεταξύ 15 έως 35 ετών πίστεψαν στην ανακοίνωση αυτή και παρουσιάστηκαν στα στρατολογικά γραφεία. Έτσι συγκροτήθηκε η τρίτη αποστολή από 400 στρατεύσιμους και 380 μη στρατεύσιμους. Αυτοί οι 780 άνδρες οδηγήθηκαν στην εκκλησία του χωριού Κοβτσέ Σού. Μέσα σε αυτούς ήταν ο τραπεζίτης Δημοσθένης Δελμίτογλου, Αβραάμ Μαυρίδης, Παντελάκης Ε. Αρζόγλου, Αριστείδης Χατζησάββας και πολλοί άλλοι έμποροι. Από αυτή την θλιβερή αποστολή δεν σώθηκε κανείς και δεν σώζεται η περιγραφή του μαρτυρίου τους. Τριάντα πέντε μόνο πρόσωπα από αυτή την αποστολή έφτασαν στο Ελβιστάν, τον τόπο δηλαδή της εξορίας τους μόνο και μόνο για να βρει ο τότε πρωθυπουργός της Άγκυρας Φεχτή πασάς και να ανακοινώσει προς την τουρκική εθνοσυνέλευση ότι άπαντες οι εξορισθέντες έφτασαν επιτυχώς στον προορισμό τους, δηλαδή στο εσωτερικό της χώρας. Έτσι (κατά τα λεγόμενα του) συντελέστηκε ο εκτοπισμός των Ελλήνων από 18 ως 50 ετών προς το εσωτερικό της τουρκίας. Ο κυνισμός αυτός από πρωθυπουργό κράτους να αναγγέλλει με αυτό τον τρόπο, τη σφαγή και τον αφανισμό ενός ολόκληρου λαού δεν μπορεί διαφορετικά να τιτλοφορηθεί παρά ως τουρκικός. Ο μαρτυρικός θάνατος των παιδιών της Κερασούντας - Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου 1916
Ποντιακή Ιστορία &; Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com