Ο Πόντος κατά τον 19ο & 20ο αιώνα. Οικονομία, Εκπαίδευση, Παραδόσεις, Μουσική, Χορός & Ενδυμασία
Τα τέλη του 19ου και οι αρχές του 20ου αιώνα στον Πόντο υπήρξαν εποχές που έμελλε να σηματοδοτήσουν σαφείς και δραστικές αλλαγές. Αλλαγές που θα μπορούσαν να οριστούν ως απαραίτητες για την συμπόρευση των Ελλήνων του Πόντου με τον υπόλοιπο πολιτισμένο κόσμο της Ευρώπης, της Ελλάδας και της Ρωσίας.
Αλλαγές που μοιραία θα συντελούντο λαμβάνοντας υπόψη το φιλοπρόοδο χαρακτήρα των Ελλήνων. Αλλαγές οι οποίες σε κάποια επίπεδα ίσως οι τοπικές κοινωνίες να μην ήταν ακόμη έτοιμες να υποδεχτούν να υιοθετήσουν να κατανοήσουν, ιδιαιτέρως δε και εν προκειμένω αναφέρομαι στις λαϊκές παραδόσεις, χορούς, τραγούδια, ενδυμασίες, ήθη και έθιμα, τρόπο ζωής, χρήση της γλώσσας επικοινωνίας κ.τ.λ. Αλλά ας κάνουμε μια προσπάθεια να δούμε, με μια πιο προσεκτική ματιά όλα τα παραπάνω, ώστε να κατανοήσουμε τους λόγους που οδήγησαν στην εξέλιξη αυτή.
Η παραδοσιακή φορεσιά εγκαταλείπεται από τον ανδρικό πληθυσμό στον Πόντο ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα και μόνο λίγοι χωρικοί ηλικιωμένοι φορούν τις παραδοσιακές τους ενδυμασίες: σαλβάρια, ποτούρια, κοντές ζουπούνες, τα κοντέσ̆ι͜α, τα μακρυγούνια, τα φέσια, τα καλπάκια. Παραδοσιακές ανδρικές & γυναικείες ενδυμασίες (φορεσιές) των Ελλήνων του Πόντου. Τα ευρωπαϊκά ενδύματα κυριολεκτικά κατακλύζουν τον Πόντο αρχής γενομένης από τα μεγάλα αστικά κέντρα και στη συνέχεια προχωρώντας προς την ενδοχώρα. Σε μικρό επίπεδο τα παλληκάρια υιοθετούν τας ζίπκας που ικανοποιούσαν αφενός τη νεανική τους φιλαρέσκεια σε επίπεδο εμφάνισης και προβολής και αφετέρου την ανάγκη της αντίστασης απέναντι στη ριψοκίνδυνη και ταραχώδη ζωή στα βουνά της ενδοχώρας. Στο μεγάλο παράλιο αστικό ιστό του Πόντου η γυναικεία ενδυμασία, κι αυτή ήδη από τις αρχές του 1900 είχε εξευρωπαϊστεί. Οι ευρωπαϊκές τουαλέτες με τα πανάκριβα υφάσματα, τα καπέλα και τα φουρό αντικατέστησαν στην πλειοψηφία τους την παραδοσιακή ζουπούνα με τα υπόλοιπα μέρη της, το σαλβάρ, το λαχόρ, το ταραπουλούζ, την τάπλα και τα λοιπά μέρη της πατροπαράδοτης αμφίεσης. Μόνο λιγοστές ηλικιωμένες αντιστάθηκαν στην επέλαση του ευρωπαϊσμού και μάλιστα χλεύαζαν τις νεότερες κοπέλες που αποποιήθηκαν τη χρήση των παραδοσιακών τοπικών ενδυμασιών. Αξίζει να αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πως αυτός ο μοντερνισμός αφοριζόταν από τους ηλικιωμένους άντρες και γυναίκες στον Πόντο, ιδιαιτέρως δε στην επαρχία, στην ενδοχώρα του Πόντου. Για του λόγου το αληθές, σας παραπέμπω σε κείμενο-αφήγηση της Ελένης Παπαβασιλείου το γένος Χατζηπαναγιωτίδου εκ Σιαμανάντων Κρώμνη, που έχω αντλήσει από το Περιοδικό Ποντιακή Εστία και επιγράφεται: Αναμνήσεις μιας Κρωμναίας εκ Πόντου για το πανηγύρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού στην ενορία Σεϊχάντων της Κρώμνης. «Ήταν παραμονή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος του μοιραίου εκείνου έτους 1914 που για τελευταία φορά παραθερίσαμε στο σπίτι μας στην Κρώμνη. Βρισκόμουν σε μεγάλη κίνηση κι έτρεχα εδώ κι εκεί για να βρω από διάφορες γνωστές, την πολυτελή φορεσιά,( ζουπούνα) που ήθελα να φορέσω την άλλη μέρα στις 6 Αυγούστου για να πάω στην Μεταμόρφωση στου Σεϊχάντων. Βρήκα ό,τι μου χρειαζόταν. Μια καινούρια ζουπούνα σεβαϊ, ένα γαλάζιο ατλαζένιο σαλβάρι, ένα πουκάμισο κεναρλήν, ένα ωραίο περσικό λαχώρι και μια ωραία μεταξωτή φοτά, ενώ για το κεφάλι ένα πλούσιο τεπελούκ. Την άλλη μέρα πρωί-πρωϊ φόρεσα την ωραία φορεσιά, στολίστηκα με πολλά κοσμήματα, δηλαδή, μια μακριά καδένα με ωρολόγι (ώραν μακρύν), διπλό κορδόνι χρυσό στον λαιμό με διαμαντένιο σταυρό, βραχιόλια πλατειά (πλατέα βραχάλια̤), μια πολύτιμη καρφίτσα εμπρός στο πουκάμισο και γέμισα τα δάχτυλα μου με ωραία δαχτυλίδια. Μόλις τελείωσα την τουαλέτα μου, η πρώτη μου επίσκεψη ήταν στην αδερφή της γιαγιάς μου, στην μάνα την Ερείν, όπως την λέγαμε. Μόλις με είδε στολισμένη, ενθουσιασμένη με φίλησε και μου είπε: “Αρ’ ατώρα ρίζα μ’ ομοίασες άνθρωπος, γιόκ εκείνα ντο φορείτε και γίνεστεν άμον μωμοέρια̤ ! Εσύ τ’ άλλ’τς μη τερείς !. Εσέν’ ατά ιγέβνε ‘σε. Εγένουσον άμον χορδόνα, σωστέσα Κρωμέτ’σα, άλλο μ’ εβγάλτ’ς ατα. Ας εφτάγω ‘σε έναν δύο αοίκα φορεσίας και πάντα ατά να φορείς !” Εγώ γέλασα με την καρδιά μου. Κατά βάθος ήμουν ενθουσιασμένη γιατί με την εξωτική εκείνη φορεσιά φαινόμουν μεγάλη κοπέλα “τρανέσα” πράγμα που μ’ έκανε περήφανη. Κατόπιν οικογενειακώς πήγαμε στην Μεταμόρφωση στην μικρή και πολυτελή εκκλησούλα που στεκόταν σαν κομψοτέχνημα επάνω σ’ έναν λοφίσκο. Εκεί μαζεύτηκε πολύς κόσμος απ’ όλες τις ενορίες της Κρώμνης και ήταν χάρμα να βλέπεις όλες τις νέες με την ωραία τους φορεσιά σε διάφορα χρώματα και τους νέους οι οποίοι κατέφταναν εκείνη την ημέρα από την Τραπεζούντα σε μεγάλες παρέες με τις ζίπκες και τα άρματα και επι κεφαλής τον κεμεντζέ. Έμπαιναν στην εκκλησία με κατάνυξη και φιλοτιμούνταν ποιος θα ρίξει περισσότερα στον δίσκο που περιήγαγαν οι επίτροποι. Μετά την λειτουργία, ο κόσμος ξεχυνόταν στα “δώματα” και στα χωράφια και σερβιρίστηκε απ την νόστιμη σούπα το πλιγουρένεν τσ̌ορβάν που η ενορία παρασκεύαζε σε μεγάλα καζάνια για όλους τους πανηγυριστές. Σε όλα πρωτοστατούσαν οι νοικοκυρές και τα κορίτσ̌α̤ με επικεφαλής την θεία μου την Τσ̌όφαν τ’ Αφα̤ντή που ήταν ο τύπος της καλής νοικοκυράς και Κρωμναίας αρχόντισσας, αγαπητής σε όλους για την καλοσύνη και το παντοτινό της χαμόγελο. Με το σούρουπο, τελείωσε το ωραίο πανηγύρι και ο κόσμος όλος ενθουσιασμένος επέστρεφε στα σπίτια του. Εγώ που περπατούσα καμαρωτή με την ωραία μου φορεσιά, κοίταζα να επιστρέψω στο σπίτι για να ξεντυθώ διότι με κούρασε να κουβαλώ όλο εκείνο το βάρος (ζουπούνα, σ̌αλβάρι, ζωνάρι και όλα τα παρελκόμενα) σαν άμαθη που ήμουν. Την επόμενη ημέρα, η μάνα η Ερείν με είδε με την συνηθισμένη φορεσιά μου και λυπημένη μου είπε: “Κρίμαν ρίζα μ’ σ’ οψεζνά τ’ εμορφά̤δας ισ’, και ς’ σα λόγια̤ ντο είπα σε. Άμε τέρες ‘ς ση καθήτραν, άμον ντο έσουν οψέ είσαι κι’ οσήμερον; Οψέ ομοίαζες Κρωμέτσα γιοσμάσα, ατώρα πα ομοιάϊς Τραπεζουντέϊσα μαμαντζέκα”». Πιστεύω ότι το παραπάνω κείμενο δίνει ένα πολύ ηχηρό συμπέρασμα για το τι συνέβαινε στην επαρχία της Τραπεζούντας, την Κρώμνη, ήδη από το 1914. Γνωρίζουμε ότι οι πρόγονοι μας στον Πόντο μετά την υιοθέτηση των ευρωπαϊκών ενδυμάτων, φορούσαν τις επιχώριες τοπικές παραδοσιακές τους ενδυμασίες μόνο σε κάποιες λαμπρές επετείους, σε εθνικές και θρησκευτικές εορτές, σε γάμους (κυρίως στην επαρχία) και στις επετειακές ετήσιες φωτογραφήσεις τους ως αναμνηστικές πλέον, μιας και έπαψαν οι ενδυμασίες αυτές να έχουν καθημερινή χρήση. Το πλούσιο φωτογραφικό και ηχητικό υλικό που έχουμε στη διάθεση μας αποδεικνύει περίτρανα ότι, ο εικοστός αιώνας είχε φέρει μεγάλες αλλαγές στα ήθη, έθιμα, την ενδυμασία, τους χορούς και τα τραγούδια των Ελλήνων στον Πόντο, αλλά και σε όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού – εμπορικού & οικονομικού βίου και του εκπαιδευτικού συστήματος. Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι πολύ εμφανής ο επηρεασμός και η υιοθέτηση όχι μόνο από τα ευρωπαϊκά κοστούμια αλλά και από τη Ρωσική, την Κοζάκικη ενδυμασία, ιδιαιτέρως για τους Έλληνες που δραστηριοποιήθηκαν επαγγελματικά στις χώρες της τέως ΕΣΣΔ και της Γεωργίας. Σε πολλές των περιπτώσεων οι Έλληνες της Ρωσίας και της Γεωργίας άλλαζαν τα ονόματα ή επώνυμα τους προσθέτοντας Ρωσικές ή Γεωργιανικές – Καυκασιακές καταλήξεις. Έτσι ο Μαχαιρίδης έγινε Μπιτσαχτσίεβ, ο Αμοιρόγλου έγινε Αμοίροβ, ο Πατσακίδης έγινε Πατσάκωβ, ενώ ο Γιάννης έγινε Βάνιας, ο Βασίλης Βάσιας, ο Γιώργος Γιούρας κ.ο.κ
Ομιλούμενες γλώσσες στον Πόντο
Οι Έλληνες των μεγαλουπόλεων και ιδιαιτέρως των παράλιων πόλεων λόγω της εμπορικής τους ιδιότητας ήταν εκ των πραγμάτων πολύγλωσσοι. Στα μεγάλα αστικά κέντρα με τους Έλληνες Τραπεζίτες, βουλευτές, δημάρχους, μεγαλογιατρούς, μεγαλοδικηγόρους & μεγαλο-εμπόρους εξαγωγείς, συνεπεία των διεθνών τους σπουδών αλλά και κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων μιλούσαν την Αγγλική, Γαλλική, Γερμανική και Ρωσική γλώσσα. Αυτό που δεν πρέπει να μας ξενίζει είναι ότι σε όλη την επικράτεια του Πόντου ομιλείτο ως εξ επιβολής αλλά και ως επίσημη γλώσσα του κράτους, η τουρκική γλώσσα. Οι Έλληνες βεβαίως μιλούσαν (όπου επιτρεπόταν) τη μητρική τους γλώσσα ήτοι την ελληνική με τα κατά τόπους γλωσσικά ιδιώματα της ποντιακής διαλέκτου, αλλά σε περιοχές όπου λόγου χάριν υπήρχαν πληθυσμοί Αρμενίων μιλούσαν και τα αρμενικά. Το κύτταρο της εξουσίας σε όλο τον Πόντο ήταν η Κοινότητα, η οποία οργανώθηκε καλύτερα μετά το 1856 και βοήθησε ουσιαστικά στην πνευματική ανάπτυξη των Ελλήνων με τη δημιουργία σχολείων, ιερών ναών, κοινοτικών κτιρίων και λοιπά. Είναι γνωστό ότι οι Έλληνες συγκέντρωναν ως λαός χαρακτηριστικά γνωρίσματα που στις περισσότερες των περιπτώσεων τους έφερναν στο προσκήνιο της πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής, επιστημονικής και πνευματικής ζωής του τόπου.
Εκπαίδευση και γράμματα στον Πόντο
Ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα, το 1682 ιδρύεται το Φροντιστήριο Τραπεζούντος και στις αρχές του 18ου αιώνα 1723 το Φροντιστήριο Αργυρούπολης. Η ελληνική πνευματική παράδοση και εκπαίδευση ανθούν. Στην ανάπτυξη και ακμή των γραμμάτων συμβάλλει σημαντικά η ορθόδοξη εκκλησία, οι μητροπόλεις & τα μοναστήρια. Οι μαθητές τόσο των παραπάνω φροντιστηρίων αλλά και των Γυμνασίων, Ημιγυμνασίων, Αρρεναγωγείων, Παρθεναγωγείων, Αλληλοδιδακτηρίων, Αστικών Σχολείων, Ελληνικών Σχολείων, των Γραμματιδιδασκαλείων αλλά ακόμα και μέσα στις ιερές μονές του Πόντου διδάσκονται την βυζαντινή παράδοση και σκέψη, την οκτώηχο, το ψαλτήρι, τα ανθολόγια, τα ευχολόγια, τους αποστόλους και τα λοιπά εκκλησιαστικά βιβλία : Τριώδιο, Πεντηκοστάριο, Κατηχήσεις κτλ. Για να κατανοήσουμε το επίπεδο σπουδών του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας το έτος 1859, αξίζει να αναφέρουμε ότι μεταξύ των μαθημάτων που διδάσκονταν ήταν τα : Αρχαία Ελληνικά - Λουκιανό, Κύρου Ανάβαση, Κρίτων, Οδύσσεια, Ιλιάδα, Ιστορία Θουκιδίδη, Ηρόδοτο, Ιππόλυτο, Ευριπίδη, Νεφέλαι, Ειδύλλια Θεοκρίτου, Γραμματική και Συντακτικό, Ελληνική Ιστορία, Πρακτική Αριθμητική, Γεωγραφία, Ψυχολογία, Λογική, Ανθρωπολογία, Φυσική, Ιατρική και Γαλλικά. Κάτι παρόμοιο συνέβαινε και στο Φροντιστήριο της Αργυρούπολης.
Στις μεγαλύτερες τάξεις δινόταν έμφαση στην εκμάθηση της αρχαϊζουσας ελληνικής γλώσσας με αντιπαραβολή της αρχαιοελληνικής λέξης με τη λαϊκή ποντιακή λέξη ώστε να γίνει περισσότερο κατανοητή. Το Αμερικάνικο Κολέγιο Ανατόλια, ή όπως παλιότερα λεγόταν Ιεροδιδασκαλείον, ιδρύθηκε αρχικά το 1840 από τον ιεραπόστολο Hamlin έξω από την Κωνσταντινούπολη και το 1862 μετεγκαταστάθηκε στη Μερζιφούντα του Πόντου. Δεχόταν κυρίως άρρενες μαθητές Ελληνικής και Αρμενικής καταγωγής ως οικότροφους. Το 1893 συμπεριλαμβάνεται και παρθεναγωγείο. Το Κολλέγιο Ανατόλια υπαγόταν στους νόμους της πολιτείας της Μασαχουσέτης. Οι εγκαταστάσεις του Κολλεγίου περιλαμβάνουν περισσότερα από 40 κτίρια, χτισμένα σύμφωνα με την αρχιτεκτονική της Νέας Αγγλίας. Το Ανατόλια συμπεριλαμβάνει Νηπιαγωγείο, Σχολή για τους κουφούς, Γυμνάσια για αγόρια και κορίτσια, ένα κολεγιακό πρόγραμμα, ένα θεολογικό Ιεροδιδασκαλείο, ένα από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία της Μικράς Ασίας και ένα Ορφανοτροφείο για 2000 ορφανά. Ονομαστά επίσης ήταν τα εκπαιδευτήρια : Φροντιστήριο Κερασούντας, Ψωμιάδειος Σχολή των Κοτυώρων, Το Ημιγυμνάσιο Σουρμένων στην περιοχή Χάνα, τα Σχολεία Πουλαντζάκης, Πάφρας, Νικόπολης, Το Γαλλικό Σχολείο της Τοκάτης, το Τσινέκειο Γυμνάσιο και τόσα άλλα. Όλα αυτά τα εκπαιδευτικά ιδρύματα στον Πόντο προήγαγαν τα γράμματα και τις τέχνες σε υψηλό επίπεδο γνώσης και πρακτικής ενώ ήταν εφάμιλλα, ισάξια και σε κάποιες περιπτώσεις ανώτερα των αντίστοιχων ευρωπαϊκών αλλά και ελληνικών (κυρίως των Αθηνών). Τοκάτη - Αμάσεια, Σίμος Λιανίδης Επιτροπή Ποντιακών Μελετών.
Διεθνείς και Υπερπόντιες εμπορικές δράσεις των Ελλήνων Ποντίων
Αρχικά θα αναφερθώ στους μεγάλους τραπεζίτες της Τραπεζούντας : Κωστάκη Θεοφυλάκτου, Ιωάννη Φωστηρόπουλο & Κώστα Καπαγιαννίδη οι οποίοι με την παρουσία των πιστωτικών τους ιδρυμάτων και το εύρος των δράσεων τους στήριξαν ουσιαστικά την οικονομική – εμπορική – και κοινωνική ζωή των Ελλήνων στον Πόντο και όχι μόνο των Ελλήνων και όχι μόνο στον Πόντο. Οι σχέσεις των μεγάλων αυτών Οίκων με τη μητροπολιτική Ελλάδα αλλά και την Ευρώπη και τη Ρωσία, εισήγαγαν στη γη του Πόντου κανονικά και αβίαστα άλλους τρόπους εμπορικών και χρηματοοικονομικών συναλλαγών όπως επίτασσαν οι καιροί εκείνοι. Αλλά ας αναφέρω αναλυτικά με ποιο τρόπο άλλοι επιφανείς άνδρες ασκώντας την εμπορική τους δράση παρήγαγαν κοινωνικό, οικονομικό και πνευματικό πρόσημο στην τοπική κοινωνία. Προβάλλω πρώτον τον Αριστείδη Δεληκάρη. Ο φλογερός Κερασούντιος πατριώτης Αριστείδης Δεληκάρης γεννήθηκε το 1859 και απεβίωσε το 1921. Θεωρείτο ένας απ’ τους μεγαλύτερους εξαγωγείς φουντουκιών της εποχής του, διατηρών γραφεία σε Τεργέστη, Βερολίνο, Μασσαλία και Αμβέρσα. Από παιδί διακρινόταν για την ευψυχία αλλά και την πειθαρχία του στους οικογενειακούς παραδοσιακούς θεσμούς αλλά και για την αμέριστη αγάπη του προς τους φτωχούς. Πηγή : Δεληκάρη Ελένη, Ποντιακή Ηχώ - Τεύχος 2ον Αθήνα, 1982. Δεύτερον θα προβάλλω τον Κερασούντιο Ελευθέριο Τομπούλης (Τομόπουλος) 1867 – 1951. Ο Ελευθέριος Τομπούλης, θεωρείτο μεγάλος εξαγωγέας φουντουκιών της Κερασούντας και η εταιρεία του είχε την φίρμα: “Αδελφοί Τομοπούλου”. Διατηρούσε γραφεία στην Κερασούντα και στα Κοτύωρα και συνεργαζόταν με πολλά άλλα της Ευρώπης και κυρίως της Τεργέστης, της Μασσαλίας, του Αμβούργου και του Βερολίνου. Θεωρείτο από τους πλέον πλούσιους Έλληνες της Κερασούντας. Προσέφερε δε αφειδώς μεγάλα χρηματικά ποσά για την ενίσχυση της ελληνικής κοινότητος αλλά και για τον ελληνικό στόλο. Επρόκειτο για άνθρωπο ευγενή, μεγαλόψυχο, φιλοπρόοδο και φιλόμουσο. Πλήρωνε τα εισιτήρια (εκπαιδευτικά τέλη) πλείστων όσων φτωχών παιδιών που φοιτούσαν στα ελληνικά σχολεία. Μαζί με την ελληνική κοινότητα ενίσχυε όλους τους αριστούχους μαθητές που στέλνονταν για σπουδές στην Ευρώπη. Πολλούς εξ’ αυτών όταν επέστρεφαν απ΄ τις σπουδές τους, τους προσλάμβανε στα γραφεία του με ψηλό μισθό. Συνέβαλε τα μέγιστα στην ανέγερση του Αρρεναγωγείου της Κερασούντας το οποίο υπήρξε εφάμιλλο πολλών άλλων ευρωπαϊκών. Συμμετείχε ενεργά στην ανέγερση του Παρθεναγωγείου της πόλης, εφάμιλλου του Αρρεναγωγείου, το οποίο όμως δεν αποπερατώθηκε λόγω των θλιβερών γεγονότων που μεσολάβησαν. Ο Τομπούλης προ του Α’ παγκοσμίου πολέμου, ξεκινώντας από την ιδέα του συμπατριώτη του Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη γιού του Καπετάν Γιώργη πασά που ζούσε στην Μασσαλία, ο οποίος είχε προτείνει να δημιουργηθεί με δικές του δαπάνες ναυτική σχολή στην Κερασούντα, συνέστησε στους Κερασούντιους να επιδοθούν στην ναυτιλία αγοράζοντας αρχικά το πλοίο Κράγιοβα. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, πρόλαβε να μεταφέρει με το πλοίο του ένα φορτίο ζάχαρης και κάλεσε τους ρωμιούς της πόλης να εφοδιαστούν καθώς όπως τους δήλωσε, θα ήταν το τελευταίο φορτίο που θα έφτανε στην Κερασούντα και “να μην αναμείνουν άλλο εις το μέλλον” προφητεύοντας τα τραγικά γεγονότα που θα επακολουθούσαν. Πηγή: Ελένη Δεληκάρη – Αθήνα, 1982 - Ποντιακή Ηχώ, τεύχος 2ον
Ας μη λησμονήσουμε και το ρόλο που διαδραμάτισαν οι μεγάλοι Αρχιμεταλλουργοί του Πόντου στη στήριξη των τοπικών κοινωνιών με τα οικονομικά, θρησκευτικά και λοιπά προνόμια που είχαν αποσπάσει από τη μεγάλη πύλη και τον σουλτάνο ώστε να πνέει ένα πνεύμα ελευθερίας τοπικού χαρακτήρα στο οποίο εδραζόταν όλο εκείνο το πλέγμα των κοινωνικών, εκπαιδευτικών, εμπορικών και θρησκευτικών δράσεων. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφέρω την τεράστια οικονομική ισχύ της Αμισού (Σαμψούντας) και της Πάφρας που ήρθε ως φυσικό επακόλουθο της τεράστιας εξαγωγικής τους δύναμης σε καπνό και χαβιάρι εξαιρετικής ποιότητας προς τη ρωσική και ευρωπαϊκή αγορά. Οι Έλληνες μεγαλοβιομήχανοι, επιστήμονες και προύχοντες έχοντας αυτή την τεράστια οικονομική δύναμη στα χέρια τους κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να ενισχύσουν τις τοπικές τους κοινότητες σε μορφωτικό & θρησκευτικό επίπεδο, σε κτιριακές υποδομές, σε ενίσχυση των αδυνάτων, επενδύοντας πάντοτε στις σπουδές, τα γράμματα, τις τέχνες, τη μουσικής και τα λοιπά επίπεδα του κοινωνικού βίου. Νέα μουσικά ρεύματα που ήρθαν στον Πόντο από την Ελλάδα και ιδίως από τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά αλλά και από την Ευρώπη τα οποία επηρέασαν δραστικά και εισέβαλαν καταλυτικά στις παραδόσεις αιώνων, στους χορούς, τα τραγούδια, τα γαμήλια έθιμα κτλ όπως λόγου χάριν στην υιοθέτηση των χορών Μητερίτσας, Γαϊτάν ή Ανάποδον, Τσαντζάρα, Καγκέλια, Βάλς, Ντού Στέπ, Κρακαβιά, την Σεκερόλα της Οινόης, το χορό του Πίτετζη από την Ινέπολη και τόσους άλλους κ,ά, Οι νέες μουσικές μελωδίες με ξενόφερτο άκουσμα που δεν θυμίζει σε τίποτα το πολύ γνωστό μας ποντιακό ήχο, τα νέα ρυθμικά μέτρα που συνοδεύουν νέους, επείσακτους χορούς, η υιοθέτηση της δημοτικής γλώσσας έναντι της πατροπαράδοτης ποντιακής είτε συνυπάρχουν είτε σε κάποιες περιπτώσεις αντικαθιστούν τα παραδοσιακά τραγούδια. Aναφέρω χαρακτηριστικά το πασίγνωστο δημώδες άσμα του Σταύρη Πετρίδη : Αφήνω γειά σας άρχοντες, υγειά σας και χαρά σας, βλέπεις εκείνο το βουνό, το παραχιονισμένο ; εκεί βάλτε τον τάφο μου, εκεί βάλτε το μνήμα κτλ το οποίο ναι μεν τοποθετείται πάνω στον τοπικό ομαλό χορό της Τραπεζούντας αλλά το ποιητικό κείμενο έχει αντικατασταθεί από τη δημοτική ελληνική γλώσσα. Είναι κάτι που δεν το παρατηρούμε με καχυποψία καθώς ο Σταύρης εκινείτο στην ευρύτερη περιφέρεια της Τραπεζούντας η οποία την εποχή εκείνη βίωνε ριζικές αλλαγές & μεταρρυθμίσεις, και γινόταν το στάδιο δράσης πολλών εξωγενών δράσεων σε διάφορους τομείς που σαφώς επηρέαζαν και τους λαϊκούς οργανοπαίκτες, στιχοπλόκους και δημιουργούς της λαϊκής μούσας. Ο Ξενοφώντας Άκογλους στα Λαογραφικά Κοτυώρων αναφέρει σχετικά με την άφιξη από τη Ρωσία, του μουσικο-διδασκάλου και πρωτοψάλτη της Εκκλησίας της Υπαπαντής των Κοτυώρων κ, Γεωργίου Χατζη Ιωάννη Κουρέα και τον τονισμό ορισμένων τοπικών δημοτικών τραγουδιών στη Βυζαντινή παρασημαντική. Στην παραπάνω συλλογή αξίζει να τονίσουμε την καταλυτική συμμετοχή, μέριμνα και καταγραφή του άλλου σπουδαίου πρωτοψάλτη του Μητροπολιτικού ναού της Τραπεζούντας, του κ Τριαντάφυλλου Γεωργιάδη ο οποίος άφησε πλούσιο υλικό καταγραφών από όλη των επαρχία Ροδοπόλεως και όχι μόνο. Μεταξύ των δημοτικών τραγουδιών των Κοτυώρων που κατεγράφησαν σύμφωνα με τον Άκογλου Ξενοφώντα ήταν τα παρακάτω:
1. Τραγούδι του γάμου σε ήχο πρώτο, ρυθμό 4σημο και χρόνο αργό, το Επήραμε την πέρδικαν αμάν αμάν χελιδονάκι αμάν την πενταπλουμισμένην
2. Άλλο τραγούδι του γάμου σε ήχο δεύτερο, ρυθμό 4σημο και μέτριο αργό χρόνο ήταν το Τώρα πουλιά, τώρα χελιδόνια, τώρα οι πέρδικες συχνολαλούν, ξύπνα γιό, ξύπναγιόκα μου.
Στη συλλογή του Ξένου Ξενίτα βρίσκουμε επίσης τραγούδια που δεν έχουν ποντιακό στίχο, αλλά δημοτικό ελληνικό, χάριν παραδείγματος αναφέρω:
1. Τραγούδι του γάμου κατά το θήμισμαν, σε ήχο δεύτερο με 5σημο ρυθμό και χρόνο αργό μέτριο. Αναφέρει ο στίχος: Ποιος είδε πράσινον δεντρί μαυροματούσα και ξανθή, να ΄χει γεράνια φύλλα, μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια κτλ-κτλ
2. Αλλά ακόμα και στον πασίγνωστο σκοπό του χορού Κοτσαγκέλ σε τρίτο ήχο, 5σημο ρυθμό και χρόνο μέτριο γοργό, σε καταγραφή-απαγγελία της Ροδής Τοκατλίδου, με το στίχο: Ξένε μ’ ξενιτεμένε μ’ κι ανεγνώριμε, κι όπου παντρεύ’ς στα ξένα στ’ ανεγνώριμα, η επωδός ήταν το γνωστό μας: τρα λα-λα – λα ρα - λα ρα, τρα λα-λα – λα ρα - λα ρα, χαρακτηριστικό δείγμα του πως η ελληνική αιγαιοπελαγίτικη μουσική εισχώρησε ή υιοθετήθηκε από τους Έλληνες των παραλίων πόλεων του Πόντου.
3. Ένα μοιρολόγι σε τρίτο ήχο και αργό χρόνο λέγει: Εσείς πουλάκια που ψηλά περήφανα πετάτε, κρατείστε τα φτεράκια σας, αν στην Ελλάδα πάτε.
4. Τα γαμήλια τραγούδια της Κερασούντας μερικά από τα οποία έχουν και επωδούς στην τουρκική γλώσσα δεν φαίνεται να έχουν πολύ παλιά προέλευση, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα δημοτικά ποντιακά τραγούδια τα οποία χρονολογούνται απ τον Ι΄ μ.Χ. αιώνα. Χάριν παραδείγματος αναφέρω το παρακάτω άσμα με μικτό στίχο: “ Η δέσμη κι η Βασιλική, άλ’ ελμά κιούλ ελμά, και το τριανταφυλλάκι, άλ κιουζέλ ελμά, τα τρία καυχούνταν κ’ έλεγαν, άλ’ ελμά κιούλ ελμά, και ποιο μυρίζει κάλλιον, άλ’ κιουζέλ ελμά….”. Το χορικό αυτό τραγούδι ήταν ένα απ τα πολλά που τραγουδούσαν μετά το στεφάνωμα στο σπίτι του γαμπρού, όταν πρωτόμπαινε η νύφη στο χορό. Το μέλος των γαμήλιων τραγουδιών ήταν εντελώς ιδιότυπο. Είχε πολύ σχέση με την εν γένει ανατολίτικη μουσική και ήταν μάλλον βυζαντινής τεχνοτροπίας, γι’ αυτό και ήταν ευκολότερο να μεταγραφεί με τη βυζαντινή παρασημαντική παρά στις κλίμακες της ευρωπαϊκής μουσικής. Είχε κάτι απ τη μελαγχολία της μεσαιωνικής ψαλμωδίας με υπόθεση και περιεχόμενο την έξαρση της προσωπικότητας της νύφης και του γαμπρού. Ακούστε το στίχο:
“ Άλφα, έ ! πρ’ αμάν αμάν, άλφα θέλω ν΄ αρχινήσω κόρη μου να σε στολίσω,
Βήτα, έ ! πρ’ αμάν αμάν, βήτα βέβαια σου λέγω πώς να σε πάρω θέλω.
Γάμμα, έ ! πρ’ αμάν αμάν, γάμμα γίνουμαι κομμάτια για τα δυό σου μαύρα μάτια.
Δέλτα, έ ! πρ’ αμάν αμάν, δέλτα δε σου φανερώνω της καρδούλας μου τον πόνο.
Έψιλον, έ ! πρ’ αμάν αμάν, έ ψηλόν μου κυπαρίσσι π’ έχεις στην κορφή κρύα βρύση.
Ζήτα, έ ! πρ’ αμάν αμάν, ζήτα ζώνουμαι τα φίδια για τα δυό σου μαύρα φρύδια…”
Το τραγούδι αυτό ήταν το πρώτο που τραγουδούσαν μετά το τίμεμαν των προσκεκλημένων δηλαδή τη στιγμή αμέσως μετά τη στέψη, οπότε με τα στέφανα ακόμη στο κεφάλι τους έμπαιναν νύφη και γαμπρός στο χορό. Πολλά από αυτά τα τραγούδια παρουσιάζουν αν όχι εξαιρετική ποιητική σημασία, τουλάχιστον ιστορική όπως:
• Η Ελληνοπούλα της Θεσσαλονίκης
• Ποιος είδε και ποιος άκουσε κόρη να πολεμήσει
• Χάραξεν η Ανατολή κοκκίνηξεν η Δύση
• Απάνω σε ψηλό βουνό αητός έριχνε την φωνήν…κ.ά.
Κίνηση Ελλήνων Ποντίων για την ίδρυση σωματείων στον Πόντο
Τον 19ο και 20ο αιώνα ιδρύονται στον Πόντο πολλά σωματεία με κοινωνική προσφορά, όπως Η Μέριμνα Ποντίων Κυριών, Σχολές εκπαίδευσης μοδιστρών, πλεκτικής, αλλά και άλλων για τη μουσική παιδεία των παίδων, ορχήστρες και μπάντες με ευρωπαϊκά όργανα αλλά και γυμναστικές ομάδες. Επίσης, φιλολογικοί σύλλογοι με σκοπό ίδρυσης την εν γένει πρόοδο των γραμμάτων. Όλοι αυτοί οι σύλλογοι καταδεικνύουν το επίπεδο του κοινωνικού γίγνεσθαι, την ευαισθητοποίηση των προυχόντων έναντι των υπολοίπων Ελλήνων συμπολιτών τους, οι οποίοι είχαν ανάγκη της όποιας πολυ-επίπεδης περίθαλψης, βοήθειας, ανάγκης, υποστήριξης. Παντελώς λείπουν τα σωματεία για την εκμάθηση των λαϊκών χορών οι οποίοι διατηρούνταν και αναβίωναν στην ύπαιθρο από τους γνήσιους φορείς τους. Η εκμάθηση των χορών γινόταν από τους μεγαλύτερους στους μικρότερους κατά την συνήθεια αιώνων και σύμφωνα με τα έθη των τοπικών κοινωνιών. Τέτοια σωματεία (εκμάθησης χορών) που δεν υπήρχαν στον Πόντο, ιδρύθηκαν μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών και ήδη από τα πρώτα χρόνια εγκατάστασης των Ελλήνων Ποντίων στη μητροπολιτική Ελλάδα με καημό και αγωνία, να διατηρηθούν, να μη λησμονηθούν. Αναφέρω συνοπτικά : α) τους σχολιασμούς κατά του Κουτσογιαννόπουλου από επιφανείς ποντίους της εποχής του στην Ελλάδα σχετικά με την παρουσίαση των πατροπαράδοτων λαϊκών χορών & β) τον Γιάννη Βλασταρίδη "Τσανάκαλη" και τις μουσικές του δημιουργίες - ανησυχίες στην Ελλάδα (Tsanakalis International).
Πρόκειται για την εισήγησή μου σε διεθνές επιστημονικό ιστορικό - λαογραφικό διαδικτυακό συνέδριο που έλαβε χώρα την περίοδο της πανδημίας με διοργανωτή τα ποντιακά σωματεία Βαυαρίας - Γερμανίας (Φωτογραφία της αφίσας συμπεριλαμβάνεται στην παρούσα ανάρτηση, στο τέλος του κειμένου.
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com