Η Πρωτομαγιά στον Πόντο. Οι Τέσσερις εποχές και οι μήνες τους. Ποντιακή Λαογραφία.
"Η Πρωτομαγιά στον Πόντο - Ποντιακή Λαογραφία". Ερχόταν και στον Πόντο η Πρωτομαγιά, μέρα θαυμαστή και όλους με πολλά ήθη και έθιμα, με πολλά μυστήρια και τελετουργικές πράξεις σε όλους σχεδόν τους λαούς.
Ερμηνεύοντας όλα τα ήθη και έθιμα της Πρωτομαγιάς, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου και διακεκριμένος λαογράφος Δημ. Σ. Λουκάτος, γράφει: Η Πρωτομαγιά είναι λατρευτική γιορτή, αντιβασκανική και μαγική, από παρετυμολογία της λέξης Μάης – μάγια. Η Πρωτομαγιά στον Πόντο. Οι Τέσσερις εποχές και οι μήνες τους. Ποντιακή Λαογραφία. Αυτή τη μέρα προσπαθούν όλοι να προφυλαχτούν από τα μαγικά δυσάρεστα που τα χρωστάμε και στην ανάμνηση των ρωμαϊκών νεκρικών γιορτών. Προφυλακτικά μέσα είναι το σκόρδο, το κρεμμύδι και το αγκάθι που το βάζομε στο στεφάνι του Μάη για το κακό το μάτι και την κακή την ώρα. επίσης τα μουντζουρώματα, οι σταυροί στις πόρτες κ.ά., τα μαγιοβότανα, η αποχή από κάθε είδους φυτέματα, η αποφυγή του γάμου. Από την αρχαία εποχή χρησιμοποιούσαν στεφάνια σε γάμους και συμπόσια, γιατί οι λαοί πίστευαν και πιστεύουν ότι τα άνθη, τα στεφάνια κλπ. Μεταδίδουν τη χλοερότητα, τη δροσιά και την άνθησή τους και στους ανθρώπους. Έτσι λοιπόν εξηγούνται τα στεφάνια του Μάη, που κρεμάμε παντού, έτσι εξηγείται η πρωϊνή έξοδος της Πρωτομαγιάς στα χωράφια, για να πάρουμε πρώτη την υγεία και τη φρεσκάδα της φύσης, να πάρουμε κάτι από τις δυνάμεις της φύσης. Ο Δημ. Λουκάτος τονίζει ότι τώρα η ίδια η άνοιξη γεμίζει το κορμί μας ερωτισμό, που εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους έτσι όπως τον βρίσκουμε στα Διονυσιακά ανθεστήρια των Ελλήνων, στα Ροζάλια και στα Φλοράλια των Ρωμαίων ή στα σύγχρονα ευρωπαϊκά May Mornings. Όλα αυτά με μικρές παραλλαγές θα τα βρούμε στους Έλληνες του Πόντου, στις προαιώνιες εστίες τους, πρίν από τη μικρασιατική καταστροφή του 1922 και τον ξεριζωμό. Όλα αυτά δείχνουν τη συνέχεια και την ενότητα του ελληνικού έθνους της ελληνικής φυλής. Ερχόταν λοιπόν η Πρωτομαγιά. Όπως σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα, έτσι και στον Πόντο οι Έλληνες είχα σχεδόν τις ίδιες συνήθειες, την έξοδο στην εξοχή, το κύλισμα πάνω στο χορτάρι, το πλέξιμο στεφανιών από λουλούδια, το νερό της βροχής του Μάη, την έξοδο των ζώων και ένα σωρό άλλες πράξεις που θα δούμε χωριστά σε κάθε περιοχή. Γενικά στον Πόντο ο Άνθιμος Παπαδόπουλος μας πληροφορεί ότι την Πρωτομαγιά κρεμούσαν σταυρό από άνθη στο κατώφλι και την καπνοδόχο του σπιτιού. Βάζανε κλαδί αγριοτριανταφυλλιάς στο λαιμό των ζώων και την πτηνών (κερατίτσα = είδος φυτού). Επίσης έριχναν στο νερό εφτά είδη λουλουδιών, τα άφηναν όλη νύχτα έξω και το πρωϊ όλα τα μέλη της οικογένειας, έπιναν από αυτό. Ακόμη, οδηγούσαν τα ζώα στη βοσκή και τα χτυπούσαν με τρία χλωρά κλαδιά, για να μην αρρωστήσουν και να γεννούν εύκολα. Στη Λιβερά, κατά πληροφορίες του Χρυσ. Μυρίδη, (Λαογραφικά Λιβεράς-Αρχείον Πόντου 13, 1948), από την 1η Μαϊου ως τα μέσα Σεπτεμβρίου, καμιά φορά και αργότερα, όταν ο καιρό το επέτρεπε, τα ζώα τρέφονταν με βοσκή στα ιδιόκτητα λιβάδια που τα έλεγαν μαζιράδες, και στα παρχάρια. Η έξοδος των αγελάδων στις εαρινές βοσκές έπρεπε απαραίτητα να γίνει την Πρωτομαγιά με οποιοδήποτε καιρό. Από την παραμονή ήδη άρχιζαν οι ετοιμασίες. Την παραμονή, η ‘κοδέσπαινα κατασκεύαζε μικρούς σταυρούς από κλωνιά αγριομηλιάς ή λουτουδί (δέντρο σε μεγάλο μέγεθος με σκληρό ξύλο), τους οποίους έδενε στην αλυσίδα του κουδουνιού κάθε αγελάδας, προσθέτοντας ένα ματοζίνιχο δηλαδή ματόχαντρο, σαν προφυλακτικά για τη βασκανία, καθώς και μια μικρή λουρίδα από κόκκινο πανί και ένα μικρό κεφάλι σκόρδο. Τα ξημερώματα της Πρωτομαγιάς η οικοδέσποινα κατέβαινε στο μαντρί και τα έβαζε στο λαιμό των αγελάδων και δαμαλίδων (όχι των βοδιών) και βγάζοντας τις έξω τις χτυπούσε με δύο κλαδιά που κρατούσε στα χέρια της. Τα κλαδιά ήταν, το ένα από λεφτουκάρ’ (φουντουκιά) και το άλλο από μασούρα (αγριοτριανταφυλλιά). Ενώ έβγαζε τις αγελάδες και τις δαμαλίδες έξω από το μαντρί ευχότανε : “Με το καλόν να πας και με το καλόν να κλώσ̆κεσαι” ή “Χαμνή να πας και ολοστρόγγυλος να κλώσ̆κεσαι” ή “Στείρα να πας και γαστρωμέντσα να έρχ̆εσαι”. Αφού έσπαζε στα κέρατα του ταύρου, που έβγαινε τελευταίος, το δαμέσ̆ (χορτόπιτα), του έδινε αλατισμένο το μεγαλύτερο κομμάτι και του έλεγε την ευχή “όσα έδωκα ‘σε, άλλα τόσα να φέρτς ‘με” και μετά από την ίδια πίτα έδινε και στις άλλες αγελάδες. Ο Δ. Κ. Παπαδόπουλος, μας δίνει πολλές πληροφορίες για τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς στο χωριό του, το Σταυρίν. Την Πρωτομαγιά, λέγει, έβγαιναν όλοι οι νέοι για να προϋπαντήσουν το Μάη. Εκεί στο ύπαιθρο διασκέδαζαν, χόρευαν και έπλεκαν στεφάνια από λουλούδια μόνο των αγρών και ποτέ από οπωροφόρα δέντρα. Με λουλούδια στόλιζαν τα κεφάλια των κοριτσιών και των αρνιών καθώς και τα κέρατα των αγελάδων. Την παραμονή της Πρωτομαγιάς η οικοδέσποινα θα φρόντιζε να εκτελέσει πιστά όλα τα έθιμα. Αργά το βράδυ η πολύ πρωϊ της πρώτης του Μάη θα κρεμούσε στο ανώφλι της πόρτας στεφάνι από διάφορα λουλούδια δεμένα πάνω σε αγκαθωτή βέργα αγριοτριανταφυλλιά. Τα αγκάθια εμπόδιζαν να μπουν στο σπίτι τα κακά πνεύματα ή οι αρρώστιες, ενώ τα πολύχρωμα λουλούδια τα θεωρούσαν σύμβολο οικογενειακής ευτυχίας. Στη συνέχεια ετοίμαζε το τρίβιτζον και το ευχ̆α̤γμένον το κολόθ’. Το τρίβιτζον (τρίβεργη) ήταν ένα δεμάτι από τρείς φρεσκοκομμένες ίσιες βέργες, με ακέραιες τις κορφές τους, από τρία φυτά, δηλαδή από αγριολεπτοκαρυά, από αγριοτριανταφυλλιά και από αγριοροδοδάφνη. Το ευχ̆α̤γμένον κολόθ’ ήταν μικρό ψωμάκι που μαζί με αλάτι και άλλα φαγώσιμα τα είχε πάει στην εκκλησία το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης για να ευλογηθούν, να ευχ̆ά̤ουνταν, κατά την ανάγνωση των δώδεκα ευαγγελίων. Η οικοδέσποινα ξυπνούσε πολύ πρωϊ, κομμάτιαζε το ευχ̆α̤γμένον κολόθ’, έτρωγε λίγο η ίδια και στη συνέχεια έδινε σε όλα τα μέλη της οικογένειας από ένα κομμάτι. Έπρεπε όλοι να φάνε κάτι προτού ακούσουν φωνή πετεινού ή κελάηδημα πουλιών και ιδίως φωνή κούκου, γιατί διαφορετικά θα νόμιζαν πως ήταν νικημένοι από τα πουλιά και στις πράξεις τους και οι δουλειές τους ποτέ δε θα προόδευαν, η χρονιά τους θα ήταν γρουσούζικη. “Α͜ϊλλοί τηνάν νικά ο κούκον στάμαν Καλομηνά”, δηλαδή αλίμονο σ’ εκείνον που τον νικάει ο κούκος την Πρωτομαγιά. Άλλοτε πάλι η νοικοκυρά πήγαινε πολύ πρωϊ στο στάβλο, άρμεγε λίγο γάλα από κάθε ζώο για να είναι γαλακτοφόρο όλο το χρόνο, και από αυτό προσέφερε στα μέλη της οικογένειας της. Επίσης πολύ πρωϊ, αφού είχε δώσει στα μέλη της οικογένειας της από ένα κομμάτι ευχ̆α̤γμένον κολόθ’, η οικοδέσποινα ή άλλη εργατική γυναίκα περνούσε από όλα τα υπνοδωμάτια και χτυπούσε ελαφρά με το τρίβιτζο την πλάτη του καθενός λέγοντας: “¨Ερθεν ο Καλομηνάς, άλλο ντ΄ εποίν’νες μ’ ευτάς, άλλαξον το χούϊ σ’, να μη είσαι οκνέας” δηλαδή: Ήρθε ο Μάϊος πάψε να κάνεις ότι έκανες παλιότερα, άλλαξε τη συνήθεια σου, πάψε να είσαι οκνηρός-τεμπέλης. Το ίδιο έκανε μετά στο στάβλο στα ζώα λέγοντάς τους: “Έρθεν ο Καλομηνάς, άλλαξον το χούϊ σ’, να δ͜ίεις πολλά γάλαν” δηλαδή: Ήρθε ο Μάϊος, άλλαξε τη συνήθεια σου, να δίνεις πολύ γάλα. Το έλεγε σε αγελάδα, προβατίνα ή κατσίκα. Στο νεαρό θηλυκό ζώο έλεγε: “να γαστρούσαι” δηλαδή να μείνει έγκυο. Τέλος στο ζώο που είχαν στη δούλεψη τους, του έλεγε: “να είσαι καματερόν” δηλαδή να είσαι εργατικό, φιλόπονο ή “να γεννάς θελ’κά”, δηλαδή να γεννάς θηλυκά(θηλυκούς απογόνους). Στο Σταυρίν επίσης οδηγούσαν τα ζώα στη βοσ̆κήν πολύ πρωϊ την Πρωτομαγιά και ύστερα από λίγο τα άρμεγαν. Πίστευαν ότι κάποιο ζώο θα έτρωγε κιμιγιάν, δηλαδή ένα μυθικό χορτάρι που θα μετέβαλλε όλο το ξύγαλα σε βούτυρο και ότι το βούτυρο που βγαίνει από το ξύγαλα της Πρωτομαγιάς θα διατηρούνταν ανάλατο πολύ καιρό. Ακόμα στόλιζαν όλα τα ζώα με χαμαϊλα̤ δηλαδή χαϊμαλιά, για να αποκρούσουν το μάτιασμα. Ακόμη οδηγούσαν τα κοπάδια με το τρίβιτζον για να μην αρρωστήσουν, να γεννούν εύκολα και να πολλαπλασιάζονται συνεχώς. Στην Ίμερα του Πόντου κατά τις πληροφορίες του Αγαθ. Φωστηρόπουλου (Λαογραφικά Ίμερας-Αρχείον Πόντου 19, 1954), την Πρωτομαγιά έτρωγαν με το γάλα ευχ̆α̤γμένον πρόσφορον για να φέρει καλό στα ζώα. Επίσης την πρώτη Καλομηνά έκοβαν από θάμνους μασούρας (αγριοτριανταφυλλιά) θελ’κόν βίτσα (θηλυκιά βέργα) και την τοποθετούσαν στο απανωθύρ’ (στα ανώφλι της πόρτας), για να γεννήσουν τα ζώα θηλυκά. Με τις βέργες χτυπούσαν τα ζώα τους για το καλό. Τέλος με τα μάραντα λουλούδια της εποχής και τα φα̤να̤ρίτσας (χαμομήλια) κ.α. έπλεκαν στεφάνια και τα τοποθετούσαν στα κέρατα της αγελάδας. Ο Γ. Σιβρίδης (Δειδιδαιμονίες, προλήψεις και περίεργα των Οινοέων, Αρχείον Πόντου 8, 1938) μας πληροφορεί ότι στην Οινόη κάθε Πρωτομαγιά πολλοί Νιώτοι εσηκούντανε πιρνόν πιρνόν και επάγεινανε σου Φωτιστηρίου τα τσ̆αϊρλίκιν (λιβάδι) απάνου εκατρακεφαλά̤χκουντανε παιδία και κορίτσ̆α̤, νέϊσσες και νυφάδοι και ελέγεινανε : “φά μ’ χορτάρι”. Επίσης, το Μάη μήνα αποβραδές κανείς έξου σο σπίτιν ατου ‘κ̆’ επομένισκεν γιατί ελέγεινανε ότι γυρίζουνε μαγισσάδες. Και για να μη εμπαίνισκανε οι μαγισσάδες σα σπίτα̤ απέσου, ευτάγεινανε οι Νιώτοι ας σ’ αχάντα̤ στέφανο και επλούμιζαν ατο και με μάγισσας τσ̆ουτσ̆άκια και εκαρφώνισκαν ατο απάνου σο ισίκι τσ’ εξώπορτας και οι μάγισσες ‘κ̆’ εμπένισκανε απέσ’ σα σπίτα̤ ‘τουνα. (Λεξιλόγιο: αχάντα̤ = αγκάθια / επλούμιζαν = στόλιζαν / τσ̆ουτσ̆άκια = λουλούδια / ισίκι = ανώφλι). Στη Ροδόπολη του Πόντου, όπως μας πληροφορεί ο Αντώνης Παπαδόπουλος (Σύμμεικτα Ροδοπόλεως, Καλομηνάς, Αρχείον Πόντου 26, 1964) την Πρωτομαγιά πολύ πρωϊ τρώγανε λίγο ψωμί που είχαν φυλάξει από τη Μεγάλη Πέμπτη και έπιναν γάλα ή έτρωγαν κάτι, για να μη τους νικήσει ο κούκος ή όπως τον έλεγαν ο Πλούτων. Επίσης έβγαζαν τα ζώα από το μαντρί και τα πήγαιναν στη βοσκή, αφού τα στόλιζαν με πολύχρωμες ταινίες (κορδέλες) που τις έλεγαν τραχ̆ολίδα̤, με κουδούνια και ελάλ’ναν ατα και τα οδηγούσαν με βέργες από μασούρας, δηλαδή ανθισμένες αγριοτριανταφυλλιές. Στην Αμισό (Σαμψούντα), κατά πληροφορίες του Ελευθ. Παπανανιάδου, πίστευαν ότι τα μεταλλικά νερά είχαν θεϊκή επιρροή και τα ονόμαζαν αγιάσματα. Εδώ έρχονταν το πρωϊ της Πρωτομαγιάς νέες που προσεύχονταν, άναβαν κεριά, νίβονταν και φεύγοντας έπαιρναν μαζί τους για τους δικούς τους νερό και χώμα. Επίσης, τρίβανε το σώμα τους με το χώμα που βρισκόταν κοντά τους. Συνηθιζόταν να κυλιούνται οι νέες πάνω στη χλόη και τα λουλούδια. Επίσης, οι νέοι και οι νέες τριγυρνούσαν το Μάη για χάρη παιχνιδιού με τα κεφάλια τους στεφανωμένα, έχοντας στη μέση και στο στήθος τους διάφορα άνθη. Ακόμα, την Πρωτομαγιά, για να προλάβουν κάθε εξωτερική επήρεια, κρεμούσαν σταυρούς από άνθη στις καπνοδόχους, στα ανώφλια των σπιτικών, των μαντριών και στα ρούχα των παιδιών (Έθιμα, δοξασίες, προλήψεις και δεισιδαιμονίες Αμισού και άλλων μερών, Αρχείον Πόντου 22, 1958). Σύμφωνα με πληροφορίες του Γ. Μέγα, στα ρούχα των παιδιών μέσα σε πανί έραβαν και ένα κομμάτι άρτο της Μεγάλης Πέμπτης (Γ. Μέγα, Ζητήματα ελληνικής λαογραφίας, Αθήναι 1950). Στο Μεσοχάλδιο, κατά πληροφορίες του Π. Η. Μελανοφρύδη την Πρωτομαγιά τη γιόρταζαν όπως σχεδόν σε όλο τον Πόντο. Από την παραμονή κόβανε χλωρά κλαδιά μασούρας (αγριοτριανταφυλλιάς) και ιτιές και στόλιζαν τις πόρτες και τα ρδανία (φεγγίτες). Την Πρωτομαγιά οδηγούσαν τα ζώα στη βοσκή με τρία χλωρά κλαδιά λεπτοκαρυάς, μασούρας και κερμασαούδας (θάμνου με ωραία ίσια κλαδιά), για να μην αρρωστήσουν και να γεννούν εύκολα. Χτυπώντας τα ζώα με τα ραβδιά αυτά, έλεγαν: Χ̆ίλα̤ κεφάλα̤ ! χ̆ίλα̤ κιφάλα̤. Καμιά φορά για αστεία το ίδιο έκαναν και στους ανθρώπους. Τέλος πρόσεχαν την Πρωτομαγιά να μην κοιμηθούν στο ύπαιθρο γιατί πίστευαν ότι θα εκαλομηνάουνταν, δηλαδή τα τους έβλαφτε ο Μάης. Ο Γεώργιος Κανδηλάπτης, (Δεισιδαιμονίαι και προλήψεις Χαλδίας, Αρχείον Πόντου 1, 1928), μας μιλά για την περιφέρεια της Χαλδίας και μας παραδίδει τις παραγγελίες που έδιναν κατά την πρώτη Μαϊου ως εξής: “Το βράδυ κέσ’ δέβα κόψον έναν κλαδίν μασούρας και έναν κομμάτ’ δέβασον σ’ επανωθύρ’ τη πόρτας και άλλο κομμάτ’ ση μαντρί’ την πόρταν και άλλο κλαδίν ξαν δέβασον σο δρανίν καικά να ελευτερούμες ας σοι μάϊσσας και ας εμάς καλλίον π’ είναι. Τέρεν, αδά εφτά ημέρας τη Καλομηνά τιδέν τρανόν δουλείαν ‘κ̆ι θα ευτάς, πουδέν ‘κ̆ι θα πάς, σο λουτρόν ‘κ̆ι θα πας και τη νύχταν παράκαιρα οξ̆ικέσ’ ‘κ̆ι θα εβγαίντς. Αν βρέχ̆’, έπαρ’ ας ση βρεχ̆ής το νερόν και κόλτσον το ξύγαλαν.Έπαρ’ νερόβροχον κι ανάλτσον τη Καλομηνά την προσφοράν και δος τα μωρά ας τρώγ’νε. Να μη βάλτς καν’νάν απέσ’ σ’ οσπίτ’ ους να μη ‘κ̆’ έρχεται ο ποπάς. Κόψον τρία τρανά βουνέντρα̤, τα δύο θα είν’ μασούρας ξύλον και τ’ άλλο λεφτοκαρί, για να λαλούμε τα βούδα̤ και τον βίον. Ατά τα τρία θα έχομ’ ατα ους τον άλλον τον Καλομηνάν”. (Λεξιλόγιο: κόλτσον το ξύγαλα = πήξε το γιαούρτι / βίον = τα κατοικία ζώα και ιδιαίτερα τα αιγοπρόβατα).
Στη Σινώπη, σύμφωνα με πληροφορίες του Γεωργίου Μέγα, την παραμονή της Πρωτομαγιάς βρίσκανε εφτά ειδών άνθη. Τριαντάφυλλα, βιολέτες, άνθη ροδακινιάς, μπουρνελιάς και άλλα άνθη της εποχής. Τα έβαζαν όλα σε ένα βαθουλό δοχείο, πιάτο ή λεκάνη, έβαζαν και καρύδια μέσα και νερό και τα άφηναν έτσι όλη τη νύχτα. Το πρωϊ, στα ξημερώματα, ξυπνούσαν όλα τα μέλη της οικογένειας και έπιναν από λίγο, τρώγοντας και το κάλαντο δηλαδή λαμπροκούλουρο. Κατόπιν πήγαιναν στο Μάη. Ακόμα την Πρωτομαγιά έδενα στο χέρι τους λινή κλωστή, την οποία θεωρούσαν καλό να την αγγίζουν, οπότε έφτυναν, κι αυτό για να αλλάξει η τύχη τους. Την κλωστή την έριχναν στη θάλασσα τη μέρα του Αγίου Ιωάννου. Στα Κοτύωρα, την παραμονή της Πρωτομαγιάς κρεμούσαν πάνω από την πόρτα του σπιτιού το πρωτομαγιάτικο στεφάνι. Ο σκελετός του έπρεπε να είναι από μασούρα (αγριοτριανταφυλλιά). Του βάζανε διάφορα λουλούδια, κυρίως τριαντάφυλλα και μαζί ένα σκόρδο, γιατί πίστευαν ότι η αγριοτριανταφυλλιά και το σκόρδο προστατεύουν το σπίτι και τους ενοίκους του από τα ξωτικά, που ελεύθερα γυρίζουν όλο το μήνα. Ακόμα προφυλάγονταν και δεν έβγαιναν έξω πολύ νωρίς το πρωϊ, ούτε και τη νύχτα. Κυρίως πρόσεχαν τα μικρά παιδιά. Το γάλα αυτό το μήνα ήταν πολύ άφθονο και γι’ αυτό έλεγαν: “Έρθεν κι ο Καλομηνάς, γάλα φά όνταν πεινάς”. Κυρίως όμως έπρεπε όλοι να πιούνε γάλα Πρωτομαγιά, κι όσοι είχαν τα μέσα το συνέχιζαν όλο το μήνα, προπάντων όμως το έπιναν στις εξοχές, διότι πίστευαν ότι καθαρίζει το αίμα, όπως χαρακτηριστικά έλεγαν: “Το γάλαν τον Καλομηνάν καθαρίζ’ το γαίμαν”. Οι τούρκοι χωρικοί της περιοχής το ήξεραν αυτό και γι’ αυτό πρωϊ-πρωϊ πήγαιναν σε ορισμένα μέρη και πουλούσαν γάλα. Όλοι έβγαιναν από το πρωϊ στις εξοχές. Πολλοί πήγαιναν με βάρκες στολισμένες, έβγαιναν στη στεριά και γλεντούσαν με φαγοπότια, με μουσική και γραμμόφωνα ως το βράδυ, οπότε γύριζαν στα σπίτια τους. Τόσο την παραμονή το βράδυ όσο και το πρωϊ στην εξοχή τραγουδούσαν το εξής τραγούδι, που μας διέσωσε ο Ξενοφώντας Άκογλους:
“Καλώς τονε το Μάη, το χρυσο-Μάη, με τ’ άνθη στολισμένος ήρθες πάλι.
Μάη-Μάη χρυσο-Μάη μ’ άσπρες φορεσιές, Μάη-Μάη χρυσο-Μάη όλο με δροσιές.
Πρωτομαγιά τα λούλουδα γιορτάζουν, και τα πουλιά τα ταίρια τους φωνάζουν.
Τραγουδούν το Μάη-Μάη γύρω στα κλαδιά, τραγουδούν το χρυσο-Μάη στην αμυγδαλιά”.
Το δεύτερο τετράστιχο το τραγουδούσε και η μητέρα μου από την περιοχή του Μεσοχαλδίου (Λαογραφικά Κοτυώρων – Άκογλου Ξενοφώντας, Αθήνα 1939). Έτσι παρατηρούμε ότι σε όλες τις περιοχές την Πρωτομαγιά, κυρίαρχο λουλούδι στον Πόντο ήταν η τριανταφυλλιά ή η αγριοτριανταφυλλιά. Σε ένα μάλιστα δημοτικό τραγούδι της Οινόης βλέπουμε το τριαντάφυλλο να καυχιέται για τις χάρες που έχει:
“Λάλησεν το τριαντάφυλλον κι απ’ τ’ αγκαθιού τη ρίζα:
Χαθήστε, βρωμοχόρταρα, κι εγώ μυρίζω κάλλια.
Το Μάη το μήναν έρκομαι, το Μάη την εβδομάδα.
Έμέν’ κάνουν ροδόσταγμα και στα κανιά με βάλλουν,
Ροδοσταγμίζουν το Χριστόν, την κυρά Παναϊα”.
(λεξιλόγιο: κανιά = κάνιστρα)
Σήμερα πιο γνωστή ολοένα και γίνεται η εργατική Πρωτομαγιά, για την οποία ο Δ. Λουκάτος, μας πληροφορεί ότι προτάθηκε το 1888 στην Αμερική από την American Federation of Labour και πραγματοποιήθηκε το 1890 στο Βερολίνο με το Διεθνές Συνέδριο Εργατών. Έτσι, επειδή προέκυψε αντιδικία μεταξύ κράτους και εργαζομένων, την πατροπαράδοτη εορταστική αργία της Πρωτομαγιάς τη χαρακτηρίζουν “απεργία”.
Πηγή: Έλσα Γαλανίδου – Μπαλφούσια (Φιλολόγου – Λαογράφου). Επιτροπής Ποντιακών Μελετών «Αρχείον Πόντου», Ποντιακή Λαογραφία – Οι Τέσσερις εποχές και οι μήνες τους.
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com