Ο Πόθος της νύφης - "Μικρέ νυφίτσα φούμιξεν" - Δημοτικό τραγούδι απ' το χωρίον Σταυρίν του Πόντου
Μικρέ νυφίτσα φούμιξεν από τα πεθερ’κά τ’ς,
ούτε ΄ς ση κυρού θέλ’ να πάη, ούτε ΄ς σα πεθερ’κά τ’ς.
Πάει όλο τον γιαλό γιαλόν, όλεν τον περιγιάλον,
ευρίκ’ λαλάτσια̤ πλουμιστά κάθεται κά(τ) και παίζει
-Σίτ’ έπαιζεν, σίτ’ έκλαιεν, σίτ’ εψιλοτραγραγώδ'νεν :
“Χριστέ μ’ και να εβούρτσιζεν Πολιτειανόν καράβι(ν)
Να είχ̌εν χρυσά άρματα και πράσινα γελκιάνια
να είχ̌εν και τον ξένον μου απ’ έσ’ καραβοκύρη”
Τον λόγον ατς ‘κ̌’ επλέρωσεν καράβ’ εφανερώθεν.
Μικρέσσα νύφε ‘φούμιξεν από τα πεθερ'κά της / Δημώδες Άσμα Πόντου
«-Για στά, για στα, καραβοκύρ’ εσέν’ κά(τ) θα ρωτώ ‘σε :
Τον ξένο μ’ πουδέν’ ‘κ̌’ έτυχες, τον ξένον μ’ ‘κ̌’ εγνωρίζεις ;
-Τον ξένο σ΄πουδέν ΄κ̌’ είδα τον, τον ξένο σ’ ‘κ̌’ εγνωρίζω.
Αμάν, αμάν, καραβοκύρ, έπαρ’ κι εμέν’ ΄ς σην τέντα σ’
-Ούτε ‘ς σην τέντα μ’ παίρω ‘σε ούτε ΄ς σο καραβόπο μ’
Αδά τσ̌εχέλ παιδάντ’ είναι, Ρωμαίϊκα παλληκάρια̤, κομπών'νε και φιλούνε ‘σε χολιάσ̌κεται ο ξένον».
Λεξιλόγιο:
Λαλάτς = στρογγυλά χαλίκια (εκ του λάας = λίθος)
Κάτ = αντί του κάτω
σίτια̤ ή σίτ = ενώ – καθώς
βουρτσίζω = ξεφεύγω, φαίνομαι
Πολιτειανόν = Κωνσταντινουπολίτικον
Γελκιάν – γελκιάνια = τουρκ.λέξη – τα πανιά
Απ’ έσ’ ή και απές = από έσω – εσωτερικά – μέσα
Κά ή κάτ = κάτι
Πουδέν = πουθενά
Κομπόνω – κομπώνω = γελώ, απατώ
χολιάσ̌κουμαι = θυμώνω
Παρακολουθείστε μια ακόμη παραλλαγή του ιδίου δημώδους άσματος απο το Σταυρίν της Χαλδίας του Πόντου σε καταγραφή του Ηλ. Τσιρκινίδη (σε αφήγηση Μαγδαληνής Αντωνιάδη και πηγή τα Χρονικά του Πόντου τεύχος 10ον, έτος 1943). Μικρή νυφίτσα φούμιξεν. Δημώδες άσμα Σταυρίν. Χρονικά του Πόντου. Ηλ. Τσιρκινίδη 1943 Το παραπάνω δημώδες άσμα με τίτλο Ο Πόθος της νύφης έχει πηγή τα Ποντιακά Φύλλα Τεύχος 13ον.
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com