Έταιρον κι η Λυγερή. Δημώδες άσμα Πόντου
Έταιρον κι η λυγερή πάν’ ούλον τον ποταμόν,
έταιρον επέρασεν η κόρη ‘κ̆΄ επόρεσεν.
Πέρνιξο ‘με έταιρε, το τσ̆αρκούλι μ’ δίγω ‘σε,
νά̤ περνίν περνίζω ‘σε, νά̤ τσ̆αρκούλιν παίρω ‘σε.
Έταιρον κι η Λυγερή. Δημώδες άσμα Πόντου
Πέρνιξο ‘με έταιρε, το τσ̆α̤μπάρι μ’ δίγω ‘σε.
Άλλον τάγμα τάξο ‘με κι εγώ ‘σε περνίζω ‘σε.
Πέρνιξο ‘με έταιρε, το βραχ̆ι͜άλι μ’ δίγω ‘σε.
Ντο ν’ εφτάγω τ’ άκλερον, τ’ αψιμοκαφώτατον ;
άλλο τάγμα τάξο ‘με κι εγώ ‘σέν’ περνίζω ‘σε.
Πέρνιξο ‘με έταιρε, το ζωνάρι μ’ δίγω ‘σε
Το ζωνάρ’τς τεσόν ας έν’, άλλο τάγμαν τάξο ‘με
Ασήν ψ̆ύ μ’ κι ανώτερα, τ’ άλλα όλα δίγω ‘σε.
Ασ’ σο χ̆έρ’ επέρπαξεν κι ατέν’ πέραν έσυρεν.
Δός ‘με κόρη ντ’ έταξες την φιλι͜άν τ’ ετάγαμε.
Έμπρα̤ ’μουν λειβάδα̤ είν’ πάγω ‘κει και δίγω ‘σε.
Έρθαμε κι εξέρθαμε κι εξεκαμπανίσταμε,
Δός ‘με κόρη τ’ έταξες κι αρ τ’ εσυνετάγαμε.
Τ’ έμπρα̤ ’μουν κοιλάδα̤ είν’ πάγω ‘κει και δίγω ‘σε.
Έρθαμε κι εξέρθαμε κι εξεκαμπανίσταμε,
δός ‘με κόρη ντ΄ έταξες την φιλι͜άν τ’ ετάγαμε.
Τ’ έμπρα̤ ‘μουνε κώμα̤ είν’ πάγω ‘κει και δίγω ‘σε,
Έρθαμε κι εξέρθαμε κι εξεκαμπανίσταμε,
αρ’ δός κόρη τ’ έταξες και τ’ εσυνετάγαμε.
Διέξ’ τ’ α̤τον τη σ̆κύλλ’ τον γυιέν ! εγώ δεν ‘κ̆ι δίγ’ ατόν
Μέσα στην πανέμορφη ειδυλλιακή φύση του Πόντου, κάθε αίσθημα εξιδανικεύεται. Ο μόχτος γίνεται τραγούδι, το ίδιο και οι καημοί. Αλλά η βαθιά αίσθηση της ζωής φτάνει κάποτε σε υπερβολές. Μέσα στην όμορφη φύση φουντώνει το ερωτικό αίσθημα του παλληκαριού. Η Λυγερή βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Για να περάσει το ποτάμι χρειάζεται τη βοήθεια εκείνου. Γίνεται μια συμφωνία : η κοπέλα μπροστά στο αδιέξοδο δέχεται τον βαρύ όρο να ανταποκριθεί στον έρωτα του νέου, μόλις βρεθεί αντίπερα (μόλις τη βοηθήσει να περάσει τον ποταμό). Ύστερα από μια αγωνιώδη πορεία, η κοπέλα αρνείται το φιλί. Εκείνος της έκανε προηγουμένως ψυχολογικό εκβιασμό. Εκείνη, μετά την πάροδο του κινδύνου, τον τιμωρεί με την άρνηση. Οι ποιητικοί στοχασμοί κάνουν τα συμπεράσματα πεντακάθαρα. Αν ο νέος στοχαστεί πιο βαθιά, θα συναισθανθεί τη θέση της κοπέλας, θα αξιολογήσει την άρνηση της σαν ψυχική ομορφιά που κρατά το ερωτικό αίσθημα πολύ ψηλά. Αυτά σημειώνει ο μεγάλος μας λαογράφος Στάθης Ευσταθιάδης στο έργο του : «Τα Τραγούδια του Ποντιακού λαού».
Αξίζει σε αυτό το σημείο να πω ότι η λαϊκή μούσα έχει ντύσει το δημώδες αυτό άσμα με το ποιητικό κείμενο που είναι ευρέως διαδεδομένο στον ποντιακό λαό σε διάφορες παραλλαγές. Το κεντρικό θέμα παραμένει το ίδιο και είναι η διάβαση του ποταμού, αλλά από τόπο σε τόπο απαντώνται μικροδιαφορές στο ποιητικό κείμενο. Ως Έταιρος ερμηνεύεται από τον † Αρχιμανδρίτη Άνθιμο Παπαδόπουλο στο Έργο του Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου, ο αγαπητικός, ενώ ως Λυγερή, η Λυγερόκορμη κόρη του Πόντου, η προσωποποίηση της γυναικείας ωραιότητας. Έτσι, πέρα από το παραπάνω κείμενο που παρουσιάστηκε έτσι όπως είχε αποτυπωθεί και δημοσιευθεί στην Ποντιακή Εστία του 1951, υπάρχει και η εκδοχή του κ. Στάθη Ευσταθιάδη στο έργο του «Τα Τραγούδια του Ποντιακού λαού». Ας δούμε το ποιητικό κείμενο:
Έταιρον κι η Λυγερή πάν’ όλεν τον ποταμόν.
Έταιρον επέρνιξεν και η κόρ’ ‘κ̆’ επόρεσεν.
Πέρνιξο ‘με Έταιρε, το τσ̆ιαρκούλι μ’ δίγω ‘σε.
Νι͜α περνίν περίζω ‘σε νι͜ά τσ̆ιαρκούλιν παίρω ‘σε.
Πέρνιξο ‘με Έταιρε, το ζωνάρι μ’ δίγω ‘σε.
Το ζωνάρ’ς τ’ εσόν’ ας έν’, άλλο τάγμαν τάξο ‘με.
Πέρνιξο ‘με Έταιρε, το βραχ̆ιόλι μ’ δίγω ‘σε.
Ντο να ‘φτάγω τ’ άκλερον, τ’ άψιμον να καί͜ει α̤το.
Άλλο τάγμα τάξο ‘με κι εγώ ‘σεν περνίζω ‘σε.
Ασήν ψ̆ή μ’ κι ανέτερα, τ’ άλλα όλι͜α δίγω ‘σε.
Ασό χ̆έρ’ επέρπαξεν κι ατέν’ πέραν έσυρεν.
Δός ‘με κόρη ντ’ έταξες, την φιλι͜αν ντ΄ετάγαμε.
Έμπρ͜ια ‘μουν λιβάδι͜α είν’ πάγω εκεί και δίγω ‘σε.
Έρθαμε κι εξέρθαμε κι εξεκαμπανίσταμε.
Δός ‘με κόρη ντ’ έταξες, την φιλι͜αν ντ’ ετάγαμε.
Τ’ έμπρι͜α ‘μουν κοιλάδα̤ είν’ πάγω εκεί και δίγω ‘σε,
κι εκεί πέρα κώμι͜α είν’ πάγω εκεί και δίγω ‘σε.
Έρθαμε κι εξέρθαμε κι εξεκαμπανίσταμε.
άρ δός κόρη ντ’ έταξες και ντ΄εσυνετάγαμε
Διέξ’ τ’ α̤τον τη σ̆κύλ’ τον γιόν ! εγώ δεν ‘κ̆ι δίγ’ ατόν
Ο Στίχος είναι δεκατετρασύλλαβος, το μέτρο τροχαϊκό και ο ρυθμός του τοποθετείται πάνω στο χορό Κοτσιχτόν Ομάλ’ σε αργή χρονική αγωγή.
Λεξιλόγιο
Επέρνιξεν = πέρασε – διάβηκε
τσ̆αρκούλιν = κάλυμμα κεφαλής γυναίκας
φιλι͜αν = έρωτας – φιλία
εξεκαμπανίσταμε = απομακρυνθήκαμε πολύ
«Έταιρον κι η Λυγερή». Δημοτικό άσμα Πόντου. Πηγή: Ποντιακή Εστία, Τεύχος 24. Θεσσαλονίκη 1951.
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com