Ανδρική Αμφίεση (Φορεσιά - Ενδυμασία) στον Πόντο, Πρώτο Μέρος
Καμίσ' (πουκάμισο)
Σώβρακο. (Το καμίσ' και το σώβρακο μαζί ονομάζονταν καμισόβρακα).
Κετσέ̤ (κάλυμμα κεφαλής)
Καλπάκ' (ομοίως, κάλυμμα κεφαλής). Απο τα παραπάνω προέκυψαν οι ονομασίες των κετσετζήδων και καλπακτζήδων.
Τε̤ρλίκ' (κάλυμμα κεφαλής σε σχήμα φεσιού)
Παπά̤κ' ή Παπάχ' (κάλυμμα κεφαλής από πρόβειο δέρμα, που έμοιαζε με αυτό των Γεωργιανών)
Κουκούλα (πασλίκ'-πασλούκ')
Φέσ' με πισκίλ (κάλλυμα κεφαλής)
Ζιπούνα ή ζουπούνα (εντερή ή αντερή). Έφτανε από το λαιμό έως τη μέση ή άλλοτε ως τα πόδια (ποδήρης χιτώνας) από βαμβάκι ή μαλλί από το Ερζιγκιάν ή μεταξωτό απ' τη Δαμασκό.
Γελέκ' με φόδρα δίχως μανίκια φορούμενο κάτω από τη ζιπούνα, εκτεινόταν από του λαιμού ως της μέσης.
Τζαμdά̤ν (γιλέκο από τσόχα ή μαύρο εγχώριο σάλι με δύο τζέπες στο στήθος ψηλά μία δεξιά και μία αριστερά. Κούμπωνε από τον ώμο ψηλά αριστερά και τα κουμπιά κατέβαιναν διαγώνια προς τα κάτω δεξιά. Άλλη σειρά κουμπιών υπήρχε από δεξιά ψηλά που κατέβαινε κάτω αριστερά χωρίς να κουμπώνει.
Καπακλίν, σταυρωτό ένδυμα με μανίκια που έφτανε ως η μέση σαν τη ζιπούνα και το γιλέκ'. Φοριόταν πάνω από το πουκάμισο. Ήταν κεντημένο και κατασκευαζόταν από λινό, πασμά ή καστόρι και μπροστά το ένα πλαϊνό μέρος κάλυπτε το άλλο.
Ισλού̤κ' ή ισλίκ', κοντό ένδυμα ως τη μέση με μανίκια λίγο σχιστά στα άκρα κουμπωμένα το καθένα με ένα κουμπί. Κατασκευαζόταν από λινό, πασμά ή μεταξωτό ύφασμα. Αν ήταν σχιστό μπροστά, κούμπωνε μπροστά με σειρά κουμπιών. Η ανδρική ενδυμασία στον Πόντο.
Σαλβάρ' (βράκα, ή καραβόνα, ή τσόχαν σαλβάρ' ή αγά-σαλβάρ'). Ξεκινούσα από τη μέση και κατέληγε στους αστραγάλους, αλλά στη Σάντα ως τα γόνατα. Ήταν χωρίς φόδρα και τσέπες. Κατασκευαζόταν από τσόχα για τους γέροντες και από βαμβακερό μαύρο ύφασμα για τους νέους, με πλάτος 6 μέχρι 8 πήχεις. Στη μέση έδενε με το βρακοζών' (υφασμάτινη κορδέλα). Το Ποντιακό σαλβάρ' δεν σχημάτιζε ουρά. Ήταν εφαρμοστό και έκανε πολλές πτυχές εμπρός και πίσω.
Ποτού̤ρ' (βράκα), ένδυμα σαν το σαλβάρ' φαρδύ στη μέση που στένευε βαθμηδόν καταβαίνον προς τα γόνατα. Κατασκευαζόταν από τσόχα ή εγχώριο μάλλινο ύφασμα.
Ζίπκα ή ζίβρα ή ζίφκα (βράκα), έδενε με βρακοζών' στη μέση και κατασκευαζόταν από μαύρο εριούχο ύφασμα ή καστόρι, σάλι καφέ χρώματος, ή ανοιχτού κυανού οπότε και λεγόταν ζαγκαρλίν. Την ζίπκα φορούσαν οι λαζοί από τους οποίους την πήραν οι Έλληνες Πόντιοι από τις περιφέρειες Κρώμνης, Σάντας, Τραπεζούντας, Αμάσειας.
Τσα̤γτσίρ' (ποτούρ'- βράκα), έδενε με βρακοζών' στη μέση και ήταν κεντημένο με βαμβάκι και κατασκευαζόταν από λινό χρωματιστό ύφασμα.
Ζωνάρ' (ατζάμσάλιν, ταραπολόζ', τραπολόζ' ταραπουλούζ'), υφασμάτινο φαρδύ ζωνάρι για τη μέση.
Σιλαχλίκι, ή σελάχι (δερμάτινη ζώνη)
Νυχτικόν ή γκετζελήκ, ποδήρες ένδυμα με μανίκια και στενό γιακά από άσπρο πανί, χασέ ή λινό ή πασμά, που φορούσαν τη νύχτα.
Ντοζλούκια, ή Ντιζλούκια ή Ντιζλούγα (στη Σάντα), πλεχτές περικνημίδες από άσπρο μαλλί τα οποία κυρίως φορούσαν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία για την προφύλαξη από τη σκόνη, όσοι δε φορούσαν σαλβάρια με κοντά βρακοπόδια ή περιπόδια δηλαδή ορτάρια τα οποία κατά τον χειμώνα τους προφύλαγαν από το ψύχος. Υπήρχαν και βαμβακερά ντοζλούκια που έφταναν από τα γόνατα ως τους αστράγαλους και στα δύο ανοίγματά τους επάνω και κάτω έφεραν πούρτζια (σατζάκια). Το πάνω μέρος έδενε με κορδόνι στην κνήμη το οποίο στη Λιβερά λεγόταν καλτσοδέτα, ήταν πλουμιστό με διάφορα ωραία σχήματα, είχε και φούντα στο πλάι της κνήμης όπου τελείωνε. Τα ντoζλούκια δεν συνδυαζόταν με σαλβάρ' ποδήρες ή ζίπκα ή ποτούρ' και καταργήθηκε όταν εισήχθη το παντελόνι στις ενδυματολογικές συνήθειες των Ελλήνων του Πόντου.
Καϊσ̌' (δερμάτινη ζώνη) προσαρμοζόμενη επάνω στο σελαχλίκι.
Μαντήλ' (μαρχαμά) εν Χαλδία
Τσινέα (μαντήλι μικρού μεγέθους, το οποίο έφερε συνήθως ο νυμφίος)
Ορτάρι͜α, ή στάχα, ή κουκκούτζα, ή πούρτζα, ή καφάσα (τσουράπια, κάλτσες μάλλινες)
Τιφτικένια ορτάρι͜α (απο μαλλί άσπρο τιφτίκι πλεκμένα)
Χορότα̤ (γάντια) μάλλινα ή τιφτικένια.
Τσαρούχι͜α από δέρμα ζώου κυρίως βοδιού, αγελάδας ή βουβαλιού.
Τσ̌άπουλας (παπούτσια χωρίς τακούνια), τα φορούσαν οι νέοι
Τζ̤αγγία, από τον μεσαίωνα ήδη ήταν γνωστά τα τζαγγία ως υποδήματα ψηλά δερμάτινα σε κόκκινο χρώμα ή μαύρο για τους άνδρες και χαμηλά σε κόκκινο χρώμμα για τις γυναίκες. Σώζεται ο στοίχος στη Χαλδία: «Τα τζ̤αγγία τράκα-τράκα, κι' η κοιλία λάγκα-λάγκα» περί λιμοκοντόρου.
Λα̤μψί͜α ή λεμψί͜α (παπούτσια) από δέρμα καμήλας
Μέστι͜α, ελαφρά υποδήματα μαύρα χωρίς τακούνι από λεπτό δέρμα φορούμενα μέσα στο σπίτι σαν παντόφλες. Τα γυναικεία μέστια ήταν κόκκινα ή κίτρινα.
Γεμενία (ρηχά παπούτσια) μαύρα για τους Χριστιανούς, κόκκινα για τους Μωαμεθανούς. Από λεπτό εγχώριο δέρμα κατασκευασμένα, μάλιστα δε πολύ πρίν τα σκαρπίνια, τα ποτίνια, τα λουστρίνια κ.ά.
Ποστάλα̤ (ρηχά παπούτσια) χαμηλά, κατασκευασμένα από εγχώριο δέρμα με χαμηλό τακούνι.
Κουντούρας, υποδήματα με τακούνι από ευρωπαϊκό δέρμα. Σκέπαζαν όλο το πόδι έως τον αστράγαλο ή και λίγο παραπάνω, μάλιστα τα έλεγαν καλοσλία κουντούρας ή και διπλά κουντούρας όποτε τα φορούσαν μέσα από κουντούρας.
Ποτίνι͜α̈. Υψηλότερα υποδήματα από τα κουντούρας που έφταναν πιο επάνω από τον αστράγαλο και έδεναν με κορδόνια που διέσχιζαν το υπόδημα από τη βάση του επάνω μέρους του ποδιού και έφταναν ως επάνω, ενώ από μέσα υπήρχε και γλώσσα. Τα κορδόνια έδεναν μπρός ή πίσω. Ποτίνι͜α̈ εφόρναν και οι γυναίκες τα ονομαζόμενα Μποτίνια. Μάλιστα στην Κερασούντα ελέγοντο μπóτες.
Καλόσ̌ι͜α ή καλότσια. Υποδήματα πολύ ρηχά από σκληρό δέρμα. Τα φορούσαν άνδρες και γυναίκες επάνω από τα μέστια ή τα κουντούρας σε βροχερό καιρό ή σε επισκέψεις (παρακάθια) τα οποία έβγαζαν εισερχόμενοι στα σπίτια. Για την εύκολη χρήση τους, τα καλόσια είχαν στο πίσω μέρος της φτέρνας μικρά ορειχάλκινα σπιρούνια. Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνταν και τα ρωσικά καλότσια από ελαστικό.
Λουστρίνια, υποδήματα με λουστρίν δέρμα στο επάνω μέρος τους. Χρησιμοποιούνταν κατά τους νεότερους χρόνους.
Παντόφλας, δερμάτινα στο επάνω μέρος τους (υποδήματα) με μικρό τακούνι, ελαφρά και ρηχά.
Κοτσίκ ή σαλταμάρκα ή σάλτα (επανωφόρι). Κοτσίκ ονομαζόταν στην Αργυρούπολη, είχε γιακά στενό και μακριά μανίκια. Μπροστά ήταν ανοιχτό και έφτανε ως τη μέση. Από τσόχα ή μάλλινο ύφασμα, εσωτερικά με φόδρα και στην γύρω παρυφή έφερε σιρίτι ή γαϊτάνι.
Γαζεκίν, πανωφόρι κοντό σαν το κοτσίκ, αλλά εσωτερικά έφερε τσέπες μία δεξιά και μία αριστερά.
Γούνα, μακρύ ποδήρες επανωφόρι από τσόχα σε μαύρο, γκρίζο, καφέ ή λαδί χρώμμα, με γιακά, μανίκια. Το φορούσαν ηλικιωμένοι λαϊκοί αλλά και οι κληρικοί (ιδίως Αρχιερείς). Η γυναικεία γούνα ήταν κοντύτερη της ζιπούνας κατά 3-4 δάχτυλα, κάτω απ τις μασχάλες είχε διακόσμηση από χρυσόνημα σε διάφορα σχήματα ή και χρυσοκέντητους αετούς. Πολυτελή γούνα φορούσαν και οι αρχιμεταλλουργοί.
Τζιουμπέ ή τζιμπά ή Ντελμέ ή Νταλμά, επανωφόρι ποδήρες ως η γούνα, από τσόχα ή καστόρι, χωρίς γούνα και φόδρα. Το φορούσαν οι αγάδες, οι εύποροι ηλικιωμένοι, οι τσορμπατζήδες και οι τσελεμπήδες.
Τσόχα, επανωφόρι μακρύ για τις γυναίκες, κοντό για τους άνδρες.
Καφτάν', επίσημο πανωφόρι που ανάγεται στους βυζαντινούς χρόνους. Επί τουρκοκρατίας το φορούσαν μόνο οι επίσημοι και οι εξέχοντες της κοινωνίας, όπως οι Αρχιμεταλλουργοί στη Χαλδία.
Μασλάγ', πανωφόρι σαν κάπα που έφτανε ως τα γόνατα, από αμπάν ύφασμα όμοιο προς το σαγιάκ αλλά σε χρώμα ανοιχτό καφέ. Εμπρός έδενε με χοντρά δέματα.
Μπινίσ̌', πανωφόρι σε σχήμα όπως της πελερίνας. Τέτοιος φαίνεται να είναι ο κόκκινος μανδύας που έφερε ο νυμφίος στην Νικόπολη κατά τη στέψη του.
Χουρκά, τουρκικός μακρύς μανδύας από βαμβακερό ύφασμα ή πασμά.
Μουσ̌αμπά (μουσαμάς) αδιάβροχο πανωφόρι με κουκούλα. Η ανδρική και γυναικεία ενδυμασία των Ελλήνων στη Φάτσα του Πόντου. Και με απλούστερα λόγια......
Η Ζίπκα. Οι άνδρες φορούν ζίπκα για παντελόνι. Η ζίπκα ράβεται από μαύρο μάλλινο ύφασμα, ή μπλε καλής ποιότητας. Οι ζίπκες των παιδιών είναι από ύφασμα γερανέον (ανοιχτό μπλε). Η ζίπκα, στην περιφερειακή χώρα, είναι πολύ φαρδιά, με πολλές πτυχώσεις (σούφρας) όταν συμπυκνώνεται, σαν κλειστή φυσαρμόνικα, με ειδικό κορδόνι που το λένε βρακοζών.
Η Καραβόνα. Ήταν όμοια με την κρητική βράκα και το καβάλο της έφτανε λίγο κάτω από τα γόνατα. Είχε χρώμα βαθύ μπλε (γερανέον). Δενότανε στη μέση, όπως και το ίστονιν με πολλές (σούφρες).
Το Ποτούρ'. Πλατύ με πολλές πτυχές στο επάνω μέρος και στενό στα σκέλη, από βαμβακερή βαθυκύανη και χονδρή φόδρα. Το ποτούρ το φορούσαν οι ηλικιωμένοι.
Το Καϊς. Δερμάτινη στενή ζώνη. Δένεται πάνω από το βρακοζών και κουμπώνει πίσω. Μπροστά από τον ένα γλουτό μέχρι τον άλλο, προσαρμόζεται στο καϊς πρόσθετη πλατιά πολύπτυχη ζώνη δερμάτινη, η οποία καλύπτει το άνω μέρος της ζίπκας, μαζί με το ζουζάκ'. Τούτο το πολύπτυχο τμήμα, λέγεται σιλιαχλούκ'. Από τη δεξιά άκρη του σιλιαχλούκ' κρεμούσαν την κεντητή τους καπνοσάκκουλαν μέσα στην οποία φύλαγαν και το κατσικάρ, (εγχώρια τσακμακόπετρα - στουρναρόπετρα), τη μανήν (ίσκα) και το καμινωτέρ. Γειτονικά με την καπνοσάκκουλαν, κρεμούσαν και τη ματαράν (μπαρουτοθήκη), φτιαγμένη από κόκαλο ή ξύλο. Στην αριστερή άκρη του σιλιαχλούκ κρεμούσαν την κάμαν (δίστομη μαχαίρα), με λαβή (μαλίκ) κοκάλινη διακοσμημένη, και ξύλινη θήκη ντυμένη με μαύρο δέρμα. Αντί κάμας μπορούσαν να φέρουν μεγάλο μαχαίρι, με κυρτή κόψη σαν γιαταγάνι και λαβή κοκάλινη που απέληγε προς τα έξω, διχαλωτά, σε μαύρα εβένινα σαν αυτιά, απ΄όπου πήρε και το όνομα καρακουλάκ ( λ. τουρκ. = μαύρα αυτιά - ωτία ). Το καρακουλάκ, το λέγανε και μαυρομάνικον (μαύρη λαβή). Και το καρακουλάκ το τοποθετούσαν σε θήκη θεκάρ, ανάλογου σχήματος, ντυμένη με δέρμα. Από το σιλιαχλούκ κρεμούσαν και τη γιαγλουν (ελαιοδοχείο), μικρό μπρούντζινο κυβικό δοχείο στο οποίο φύλαγαν λάδι και στουπί, για καθάρισμα των όπλων.
Το ζωνάρ'. Μετάξινο, πολύχρωμο ύφασμα, με κάθετες κι οριζόντιες ραβδώσεις, διαφόρων χρωμάτων και πλάτους. Τούτο, το λέγανε και ταραπουλούζ' και πήρε το όνομα του από την Τρίπολη της Αφρικής από όπου το φέρανε. Το ταραπουλούζ, το φορούσαν κάτω από το σιλιαχλούκ και τα άκρα του, σαν πλατύτερα, εξείχαν από το σιλιαχλούκ και προσέδιδε λεβέντικο συνδυασμό στο όλο ντύσιμο του άνδρα.
Η Κουκούλα (πασλούκ'). Ήταν από μαύρο μάλλινο ύφασμα εκλεκτής ποιότητας. Το κύριο κάλυμμα του κεφαλιού, είχε σχήμα, περίπου κωνικό και δεξιά κι αριστερά απέληγε σε δυο μακριές και πλατιές ταινίες, απ΄ το ίδιο ύφασμα, πλάτους 15 περίπου εκατοστών και μήκος 1,30 περίπου μέτρα. Οι ταινίες αυτές εσωτερικά ντυνότανε με φόδρα από γυαλιστερό ατλαζινó ύφασμα, σε χρώμα βυσσινί και τις λέγανε ωτία (αυτιά) για δέσιμο της κουκούλας. Τα ωτία δεν περνούσαν κάτω απ΄ το σιαγόνι, στο δέσιμο. Η δεξιά ταινία έρχεται πίσω απ΄ τον αυχένα και συναντά την άλλη πάνω απ΄ το αριστερό αυτί. Εδώ με μια στροφή συγκρατείται απ ΄την άλλη και επιστρέφει ενώ η δεύτερη περιβάλει το μέτωπο και συναντά την πρώτη πάνω στο δεξιό αυτί και δένεται με τέχνη σε κόμπο, ώστε ο φιόγκος της μιας ταινίας να βλέπει κάθετα προς τα πάνω η δε άλλη να κρέμεται καλύπτοντας το αυτί και η άκρη της να φτάνει στον ώμο επάνω. Από την κορυφή της κωνικής καλύπτρας του κρανίου , μέχρι μπροστά στο γύρο του μετώπου, όπου η ραφή των δυο ημιμορίων της κουκούλας, ακριβώς στο μέσον του κρανίου υπάρχει ταινία ασημένιου σιριτιού, πλάτους 2 εκατοστών, κεντημένη πάνω στο ύφασμα. Από την ίδια κορυφή, ξεκινά λευκό ασημένιο κορδόνι, ελεύθερο σαν εύκαμπτο σύρμα, από το οποία εξαρτάται η θυσανωτή φούντα της κουκούλας, το πισκίλ με λεπτότερα νημάτια του ίδιου σιριτιού και κρέμεται με το βάρος της χυτή με χάρη, πάνω στο δεξί αυτί και σκορπίζει τα νημάτια τούτα κυριολεκτικά απλωμένα πάνω στον ώμο. Η ποιότητα της καλής κουκούλας και το τεχνικό της δέσιμο, συμμετρικά δίνει θαυμαστή λεβεντιά και χάρη στην όλη εμφάνιση του νέου.
Τέλος α' μέρους. Συνεχίστε την ανάγνωση σας στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος στην ανδρική αμφίεση των Ελλήνων στον Πόντο.
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com