Ανδρική Αμφίεση (Φορεσιά - Ενδυμασία) στον Πόντο, Δεύτερο Μέρος

Η ανδρική ενδυμασία Ζίπκας με φέσια (φορεσιά) στην ευρύτερη περιφέρεια του ΠόντουΤο Φέσ'. Το φέσι ήταν καμωμένο από πεπιεσμένη ειδική κόκκινη τσόχα, σιδερωμένο σε κολουροκωνικό σχήμα, με τη μεγάλη βάση ελεύθερη να καθίσει στο κεφάλι ψηλότερα από τα αυτιά, μέχρι τα μηνίγγια.

Στο κέντρο του κυλινδρικού άνω καλύμματος, υπάρχει στερεωμένο κυλινδρικό σωληνωτό στέλεχος, 2-3 εκατοστών μήκους, από το ίδιο ύφασμα, το λεγόμενο πιπίκ' κι από το ελεύθερο άκρο του κρέμεται, με κορδόνι από μαύρο μπρισίμι η φούντα (κουρσίν ή πισκίλ'). Τα νήματα της φούντας είναι από πολύκλωνη στριμμένη καλά μετάξινη κλωστή. Τα μετάξινα τούτα νήματα της φούντας κρέμονται χυτά και φτάνουν μέχρι την κάτω μετωπική περιφέρεια του φεσιού και δίπλα πάνω στο δεξιό αυτί. Πολλές φορές η φούντα στερεώνεται στην πάνω περιφέρεια με αθέατη ραφή, με τα νήματα όσο πρέπει ανοιχτά, ομοιόμορφα, συμμετρικά, παράλληλα, με χάρη, έτσι που να μην ταλαντεύεται. Τα παιδιά μέχρι την ηλικία των 7 χρόνων, σκεπάζουν το κεφάλι τους με μεγάλο χρωματιστό μαντίλι, το λεγόμενο λετσέκ' το οποίο είναι τετράγωνο και διπλωμένο κατά διαγώνιο, γίνεται ορθογώνιο και ισοσκελές τρίγωνο. Το λετσέκ' καλύπτει το κεφάλι μέχρι το μέτωπο με την υποτείνουσα οριζόντια μετωπικά και τα άκρα συναντιούνται και δένονται στην υποσιάγονη χώρα, ή διασταυρούμενα κάτω από το σιαγόνι δένονται πίσω στον αυχένα (κοτύλα). Το χειμώνα στο πολύ κρύο, γύρω από το φές τύλιγαν και μαντίλι στην κροταφική χώρα να προφυλάξουν τα αυτιά από το κρύο. Η ανδρική ενδυμασία στον Πόντο

Η ανδρική ευρωπαϊκή ενδυμασία με φέσι στην ευρύτερη περιφέρεια του ΠόντουΤο Καμίσ'. Ήταν από άσπρο λινό ύφασμα, εγχώριας παραγωγής και έφτανε από το λαιμό ίσαμε τους μηρούς και από τη μέση και κάτω, χωνευότανε μέσα στη ζίπκα. Το καμίς (υποκάμισο) δεν έφερε κανονικό γιακά και δεν έκλεινε μπροστά στο λαιμό. Το άνοιγμα του διέγραφε ακάλυπτο ισοσκελές τρίγωνο του στέρνου με την κορυφή λίγο πάνω από τον ομφαλό και κατέληγε στους ώμους, χωρίς κουμπιά.
Το Ίστονιν. Από ύφασμα όμοιο με το καμίς, δενότανε στο ύψος του ομφαλού, με βρακοζών' όπως περιγράφουμε και στο δέσιμο της ζίπκας .
Το γελέκ. Ήταν από βαμβακερό πανί, χωρίς μανίκια κι έκλεινε κουμπωμένο κατά μήκος του στέρνου, μέχρι το λαιμό, με λευκά βαμβακερά κουμπιά.
Το Τσαμντάν. Είδος γελεκιού από μπλε τσόχα ραμμένο, κουμπώνονταν σταυρωτά πάνω στο στήθος, με κουμπιά σφαιρικά, απ΄ το ίδιο ύφασμα καμωμένα .
Τα Τσάπουλας. Υποδήματα νέων ζιπκοφόρων. Ήταν ελαφρά δερμάτινα παπούτσια, από μαύρο αδιάβροχο δέρμα με τη διάκριση ότι ήταν μυτερά και το σολόδερμα απέληγε σε μυτερή προεξοχή ανασηκωμένη και γυρτή πάνω στη μύτη του παπουτσιού σαν προστατευτική ασπίδα του εμπρόσθιου άκρου του υποδήματος.

Τα Τσαγκία. Υποδήματα από μαύρο κατεργασμένο δέρμα, μπότες ως το υπογονάτιο, χώρισμα μηρού και κνήμης όπως τα στιβάλια των Κρητών. Τα τσαγκία, για ενίσχυση κατά της φθοράς έφεραν καρφία ( πρόκες ) σε όλο το πέλμα και πρόσθεταν λεβεντιά γιοσμανλούκ και ρυθμό στο βηματισμό, όπως οι αρβύλες των στρατιωτών, ηχηρό και επιβλητικό.
Τα Τσαρούχια. Γίνονται από εγχώριο ακατέργαστο δέρμα βοδιού. Το δέρμα κατά το σφάξιμο βοδιού ή άλλων υποζυγίων (αλόγου, ημιόνου, όνου κ.λ.π. όταν ψοφήσουν, διότι δεν τρώγουν το κρέας των μονόπλων ζώων, και σε περίπτωση που αχρηστεύεται για οποιαδήποτε αιτία, το μόνο που χρησιμοποιείται είναι το δέρμα για τσαρούχια), αφαιρούνε με προσοχή το δέρμα κατά το γδάρσιμο, να μην το τραυματίσουν με μαχαιριές κι ανοίξουν σχισμές (κοπίδια) . Κατόπιν το αλατίζουν, όπως είναι φρέσκο για να ψηθεί με απορρόφηση αλατιού και να σκληρύνει σαν κεράτινη ουσία. Τ΄ απλώνουν ύστερα από μερικές μέρες, τεζαρισμένο καλά καρφωμένο γύρω – γύρω, πάνω σε σανίδια για να μην μαζέψει. Αφού ξεραθεί καλά στο ήλιο και στον ξερό αέρα, το κόβουν σε ορθογώνια τεμάχια, ανάλογα με το μέγεθος του ποδιού, του οποίου προορίζεται να γίνει τσαρούχια .
Τα Κουντούρας. Είναι δερμάτινα παπούτσια, ενισχυμένα σε όλη την πατούλα (σιόλα) εξωτερικά με πρόκες (καρφία – κάπαρες όπως τις λένε) και στη φτέρνα με ναλτσέδες (καρφιά δίσκελα και τρίσκελα με κεφάλι σαν πέταλο, για ενίσχυση της αντοχής.
Τα Γεμενία. Πέτσινα παπούτσια, ρηχά, ελαφριά, ικανά να ταιριάζουν στα πόδια, χωρίς διάκριση αριστερού ή δεξιού.
Τα Ναλία. Ξύλινα τσόκαρα που φορούν όταν μπαινοβγαίνουν στα σπίτια, στην αυλή στον αχυρώνα, στο μαντρί κλπ. Αυτά βρίσκονται πάντα πρόχειρα δίπλα στο κατώφλι του σπιτιού και τα φορούν όταν κυκλοφορούν έξω απ΄ το σπίτι και στη είσοδο τους στο σπίτι τ' αφήνουν στο κατώφλι για να μην λερώσουν το εσωτερικό του σπιτιού μέσα στο οποίο, όπως είναι καθαρό και στρωμένο με ψάθες, κιλίμια και λοιπά, περπατάνε ξυπόλυτοι ή με τις κάλτσες, τ' ορτάρια. Εδώ στο κατώφλι βγάζουν οι σπιτικοί τα υποδήματα τους και οι επισκέπτες όταν μπαίνουν στο σπίτι, για να μην λερώσουν το εσωτερικό του σπιτιού. Απ' την πράξη του αυτή κρίνεται ο επισκέπτης για την ανατροφή και την κοινωνικότητα του. Είναι σεβασμός προς το σπίτι και αποδεικνύει ότι σέβεται και την οικογένεια και το σπίτι, σαν το δικό του. Έτσι γίνεται στενός οικογενειακός φίλος της οικογένειας που επισκέπτεται.
Η ανδρική ενδυμασία (φορεσιά) Ζίπκας στην ευρύτερη περιφέρεια του ΠόντουΤα Εγκόλπια. Ασημένια κοσμήματα, σαν μικρές ταμπακέρες σε σχήμα τετραγώνου με μικρό βάθος αναλογικά με τις άλλες δυο διαστάσεις των, με χαράξεις στην πρόσοψη αγιογραφιών (ιδιαίτερα του Αγίου Γεωργίου, Αγίου Δημητρίου, της Παναγίας και άλλων). Στο εσωτερικό τοποθετούσαν φυλαχτό. Συνηθέστατο φυλαχτό ήταν εκείνο που περιείχε όλο τον Ακάθιστο Ύμνο (χαιρετισμοί της Θεοτόκου), γραμμένο κατά προτίμηση από ιερωμένο, δάσκαλο ή και άλλον γνωρίζοντα γραφή και ανάγνωση . Το φυλαχτό το παραδίδανε στον παπά, να το φυλάξει σαράντα μέρες μέσα στο ιερό της εκκλησίας, να λειτουργηθεί, για ενίσχυση, με τη δύναμη της Θείας χάρης του ιερού Ευαγγελίου και της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος και τις ευχές κι ευλογίες του ιερέα. Κατόπιν το διαβασμένο αυτό χαρτί το κλείνανε μόνιμα μέσα στο εγκόλπιο. Τα εγκόλπια αυτά τα κρεμούσαν με πολύκλαδες αλυσίδες, πιασμένες κατά διαστήματα με ασημένιες πόρπες, που άνοιγαν σε σχήματα τόξου διαφόρου μήκους και καμπυλότητας τα ημιθωράκια με διάφορες κατευθύνσεις.
Τα Χαϊμαλία. Μικρότερα εγκόλπια με φυλαχτά. Κιοστέκια (ασημένιες καδένες), ρολόγια και λοιπά διακοσμητικά της φορεσιάς συμπλήρωναν τον στολισμό του νέου.
Τα Τοζλούκια. Μάλλινες πλεχτές εγχώριες γκέτες, απ΄ το γόνατο ίσαμε τον αστράγαλο, χρώματος συνήθως μαύρου, κέντημα διαφόρων χρωμάτων (κόκκινο, πράσινο κ.λ.π.) στο αναδιπλούμενο κάτω από το γόνατο τμήμα.
Τα Χορότια ή Χερότια. Εγχώρια πλεκτά μάλλινα, με δυο χωρίσματα. Ένα στενότερο για να δεχτεί τον αντίχειρα κι ένα φαρδύ να χωρέσει μαζί, ενωμένα τα άλλα τέσσερα δάχτυλα της παλάμης. Σορότια πολυτελείας, πολύ ακριβά ήταν τα πλεγμένα από νήμα τιφτικιού (μαλλί προβάτου Άγκυρας, μαλακό και ζεστό, ευχάριστο στην αφή), που προκαλούσαν εντύπωση και μακάριζαν όποιον είχε την οικονομική ευχέρεια να τ' αποκτήσει, όπως μαρτυρεί τα παρακάτω ιαμβικό τετράστιχο : "Πάει ομάλια πάει και τίκια τ' ορτατόπα ΄τ΄ ς είν' τιφτίκια. Πάει ομάλια πάει λιβάδια τ' ορταρόπα ΄τ΄ ς αρνομάλλια". Μετά απ' τα τιφτίκια πλεκτά, γενικά έρχονται σε καλή ποιότητα και προτιμώνται τα πλεγμένα από μαλλί αρνιού.
Τα Ορτάρια. Εγχώριες, χονδρές μάλλινες κάλτσες.
Τα Τερλίκια. Εγχώρια πλεκτά μάλλινα, προστατευτικά των ποδιών, ιδιαίτερα των δακτύλων, από φαρμακερό κρύο του χειμώνα, πάνω απ ΄τις κάλτσες φορεμένα, σαν μάλλινες παντόφλες, μέσα στα τσαρούχια. 

Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com  

Pin It

Print

Add comment


Security code
Refresh

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ