Έθιμα και δοξασίες του Δωδεκαημέρου στον Πόντο (Περιφέρεια Σταυρίν)
Το θέμα “Έθιμα και δοξασίες” κάθε τόπου και περιοχής είναι ανεξάντλητο σε ποικιλίες και παραλλαγές. Εδώ θα ασχοληθώ για μερικά έθιμα και λαϊκές δοξασίες της ιδιαίτερης πατρίδας μου Σταυρίν, σχετικά με τις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης κατά το Δωδεκαήμερον. Δωδεκαήμενον είναι το σύνολο των ημερών από την 25η Δεκεμβρίου μέχρι και την 6η Ιανουαρίου, δηλαδή από τα Χριστούγεννα έως και τα Φώτα. Έθιμα & δοξασίες του Δωδεκαημέρου στο Σταυρίν του Πόντου (Χριστούγεννα ως Φώτα)
Επικρατούσε η περίεργη δοξασία πως στο χρονικό αυτό διάστημα γινόταν κάποια μεταβολή στην εξέλιξη της ζωής πάνω στη γη και κάτω στον υπόκοσμο ακόμα. Πίστευαν πως με τη γέννηση του Χριστού εδίδετο ελευθερία κίνησης σε όλα τα πλάσματα ακόμα δε και στα πονηρά πνεύματα. Μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεως και δράσεως αποκτούσαν τα πιζήαλα ή πίζηλα, ζηλιάρικα, φθονερά και κακοποιά πνεύματα που στην κοινή γλώσσα λέγονται καλικάντζαροι, τα οποία προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να βλάψουν τους ανθρώπους και να τους παρασύρουν σε αμαρτία. “Ας ση Χριστού ως τα Φώτα εβγαίν’νε και λάσκουνταν απάν’ τη ‘ής τα ‘πιζήαλα και χάν’νταν όνταν φωτίεται ο κόσμον” (Ποντιακή Εστία τεύχος 13ο σελ., 745). Κατά το Δωδεκαήμερο: 1) Όλα τα πράγματα θεωρούνταν μολυσμένα, προπάντων τα φαγητά και τα ποτά και γι’ αυτό τα φύλαγαν καλά σκεπασμένα ή ερμητικά κλειστά, 2) Δεν επιτρεπόταν να βγει κανείς έξω τη νύχτα. Σε μεγάλη ανάγκη, εκείνος που θα έβγαινε έξω θα έπρεπε να κρατάει φανάρι ή δαυλί αναμμένο, γιατί τα πιζήαλα, οι μάγισσες και γενικά όλα τα πονηρά πνεύματα αποφεύγουν το φως και σπεύδουν να φύγουν όταν το αντικρύζουν. 3) Δεν γίνεται γάμος ποτέ ! Ενώ βάπτιση, σε πολύ μεγάλη ανάγκη. 4) Αποφεύγονται τα νυχτέρια και οι νυχτερινές δουλειές, και 5) τα όνειρα του Δωδεκαημέρου δεν είχαν καμία σημασία.
ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Έπαυαν όλες οι εξωτερικές εργασίες. Όλοι καταγίνονταν με τις προετοιμασίες για τη μεγάλη γιορτή. Έβγαζαν τα γιορτινά τους ρούχα από τα σεντούκια και ετοίμαζαν τα φαγητά που ήσαν όλα αρτύσιμα. Αυτό μαρτυρεί ο στίχος: “Τη Χριστού όλ’ αναλλάζ’νε και τα πετεινάρα̤ σπάζ’νε” (Τα Χριστούγεννα όλοι αλλάζουν (ρούχα) και σφάζουν τους πετεινούς). Στα χωριά δεν βρισκόταν φρέσκο κρέας και γι’ αυτό έσφαζαν τα κοκόρια. Τα βράδυ της παραμονής τα παιδιά γυρίζοντας στα σπίτια του χωριού, έψαλλαν τα Χριστούγεννα και δέχονταν διάφορα φιλοδωρήματα (χρήματα, φρούτα, ξερούς καρπούς κλπ). Στα παλιά τα χρόνια έψαλλαν άσματα μάλλον αυτοσχεδίαστα ή το Απολυτίκιον των Χριστουγέννων. Στην εποχή μας επικράτησε το γνωστό πανελλήνιο τραγούδι: “Καλήν εσπέραν άρχοντες αν είναι ορισμός σας…”. Η λειτουργία ετελείτο τις πρωϊνές ώρες και τελείωνε προτού ξημερώσει. Με το χτύπημα της καμπάνας έβαζαν στο τζάκι το Χριστοκούρ’, ένα χοντρό κούτσουρο δέντρου για να διατηρείται άσβεστη η φωτιά κατά τα Χριστουήμερα δηλαδή τις τρεις ημέρες των Χριστουγέννων. Ανήμερα των Χριστουγέννων γίνονταν ομαδικές επισκέψεις σε όλα τα σπίτια του χωριού. Ύστερα άρχιζαν τα γλέντια και οι χοροί με την αθάνατη τρίχορδη ποντιακή λύρα και με άλλα εγχώρια μουσικά όργανα (αγγείον, ταούλι και ζουρνά). Οι διασκεδάσεις διαρκούσαν όλη τη μέρα και συνεχίζονταν και την επόμενη με συνέχεια να συγκροτηθεί ο όμιλος των νέων, ο οποίος θα έδινε παραστάσεις της κωμωδίας τα Μωμοέρα̤ .
ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Γινόταν γενική καθαριότητα των σπιτιών και οι απαραίτητες προετοιμασίες για τον καινούργιο χρόνο. Από το βράδυ τα παιδιά (αγόρια και κορίτσια), γύριζαν στα σπίτια και έψαλλαν τα Κάλαντα παίρνοντας φιλοδωρήματα όπως και την παραμονή των Χριστουγέννων. Στα περασμένα χρόνια έψαλλαν το παρακάτω τραγούδι με διάφορες παραλλαγές:
Αρχή Κάλαντα κι αρχή του χρόνου, πάντα κάλαντα πάντα του χρόνου. “Αρχή μήλον έν’ κι’ αρχή κυδών’ έν, αρχή μούσκον έν’ το μυριγμένον. Εμυρίστεν ατ’ ο κόσμον όλεν, μυρίστ’ ατό κι εσύ αφέντη μ’. Δέβα ‘ς σο ταρέζ’ κι’ έλα ΄ς σήν πόρταν, φέρον το φετούρ’ θέλω να πάγω”. Αργότερα εψάλλετο το : “Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία…” και στην εποχή μας το γνωστό ανά το πανελλήνιο, άσμα: “Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά και αρχή καλός μας χρόνος…”. Για μεγαλύτερη ευθυμία και αστεϊσμό εψάλλοντο κι άλλα αυτοσχεδίαστα τραγούδια όπως το παρακάτω στιχολόγημα:
“Αε Βασίλης έρχεται ας ση Λερί μερέαν, φορτούται τρανόν δίσακον γομάτον ευλοϊας. Αν δίτε μας καλόν παχσ̆ίσ̆’, αν δίτε’ ά̤σπρα παράδας, να γεννούνε τα χτήνα̤ ‘σουν, ν’ ευτάν’ θελ’κά μουσκάρα̤, να γεννούν και τα πρόατα, ν’ ευτάγ’νε άσπρ’ αρνόπα, να γίν΄νταν τα γεννήματα, τ’ αμπάρα̤ να γομούνταν, να έρχουνταν κι’ οι ξενιτά̤ρ’ με τα πολλά γορόσα̤”
Το ίδιο βράδυ ο αρχηγός της οικογένειας (άνδρας ή γυναίκα), “εκαλαντίαζεν τ’ οσπίτ’ ”, δηλαδή σκορπίζοντας διάφορα τραγήματα μέσα στα διαμερίσματα του σπιτιού έλεγε: “ Άμον το ρούζ’νε αούτα τα καλά, αέτσ’ πα να ρούζ’νε απέσ’ ‘ς οσπίτ’ ν’ εμουν τ’ ευλοϊας και τα καλοσύνα̤ς”.
Αργά τη νύχτα στηνόταν τραπέζι, στο οποίο καθόντουσαν όλοι οι σπιτικοί. Ο οικοδεσπότης μοίραζε διάφορα δώρα και “εχάριζεν το τραπέζ’” δηλαδή δώριζε στο τραπέζι χρήματα, τα οποία έπαιρνε εκείνη που είχε ετοιμάσει το τραπέζι.
ΚΑΛΑΝΤΑ – ΝΕΟΧΡΟΝΟΣ
Τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς ήταν πολλά και οι δοξασίες του λαού πιο πολλές. Πίστευαν ότι κάποια γεγονότα που συνέβαιναν την Πρωτοχρονιά, μπορούσαν να επιδράσουν πάνω στη ζωή των ανθρώπων σε όλη την υπόλοιπη χρονιά. Η Πρωτοχρονιά θεωρείτο πολύ μεγάλη εορτή και γι’ αυτό εορταζόταν πανηγυρικά και μεγαλόπρεπα.
ΚΑΛΑΝΤΟΝΕΡΟ
Πολύ πρωϊ, ένα μέλος της οικογένειας, (κυρίως κορίτσι), πήγαινε στη βρύση (τα παλιά χρόνια η βρύση ή οι βρύσες ήταν συνήθως σε εξωτερικά κεντρικά σημεία των χωριών καθώς δεν υπήρχε δίκτυο ύδρευσης στις οικίες) για να καλαντά̤ζ’ το πεγάδ’ δηλαδή να χαρίσει δώρα στη βρύση του χωριού και να πάρει το πρώτο νερό του νεόχρονου που ονομαζόταν «Καλαντόνερο». Η κοπέλα που πήγαινε να φέρει το Καλαντόνερο δεν έπρεπε να γυρίσει για να δει πίσω της, ούτε έπρεπε να μιλήσει μέχρι να επιστρέψει στο σπίτι της, καθώς σύμφωνα με τη δοξασία, κινδύνευε να της πάρουν τη φωνή οι περίδες (μάγισσες). Λεγόταν ότι κάποτε το νερό της βρύσης κοβόταν δηλαδή σταματούσε η ροή του και να για ξυπνήσει, θα έπρεπε να του χαρίσουν δώρα ψιθυρίζοντας : «Κάλαντα και καλός καιρός. Όπως ανοίγω το πεγάδ’ ν’ ανοίγεται η τύχη μ’», και άλλες ευχές. Από τα δώρα της βρύσης έπαιρναν και οι μάγισσες. Με το καλαντόνερο νίβονταν και έπιναν λίγο όλοι οι σπιτικοί για να τους πάει γούρι η νέα χρονιά (ευετηρία). Τα κορίτσια έβρεχαν τα μαλλιά τους με το καλαντόνερο για να μεγαλώσουν πολύ ώστε να μπορέσουν να πλέξουν μακρέα τζάμα̤ς (πλεξούδες). Καλαντόνερο ανακατεμένο με αγιασμένο νερό των Φώτων αποκτούσε ιαματικές ιδιότητες και ανακατεμένο με βρεχόνερο Καλομηνά χρησίμευε σαν μαγιά για να γίνει το γάλα ξύγαλα (οξύγαλα = οξύ γάλα = γιαούρτι). Όλα τα νεροδοχεία άδειαζαν και τα γέμιζαν με το νερό της νέας χρονιάς. Την Πρωτοχρονιά όλα τα όντα περίμεναν το καλαντίασμαν. Τα κορίτσια εκαλαντίαζαν τα μαλλιά τους, δηλαδή τα έκοβαν λιγάκι στην άκρη των κοτσίδων τους, για να μεγαλώσουν περισσότερο.
ΑΛΛΑ ΕΘΙΜΑ
Την Πρωτοχρονιά πολύ πρωϊ, έμπαζαν στο σπίτι για γούρι, άσπρο νεογέννητο αρνάκι ή ένα μικρό παιδάκι. «Το μωρόν αθώον και αναμάρτετον έν’» , έτσι πίστευαν. Έτσι δοκίμαζαν ποιο παιδάκι έχει καλόν ποδαρικόν και το προτιμούσαν τις επόμενες πρωτοχρονιές. Οι πρώτες δώδεκα μέρες του Γενάρη αντιπροσώπευαν τους δώδεκα μήνες του χρόνου και ο καιρός που θα επικρατούσε κατ’ αυτές, θεωρείτο σαν προγνωστικό για τις καιρικές μεταβολές των αντίστοιχων μηνών. Έτσι η πρώτη του έτους αντιπροσώπευε τον Γενάρη, η δεύτερη τον Φλεβάρη κ.ο.κ. Την Πρωτοχρονιά δεν έπρεπε να κλαίει κανείς γιατί πίστευαν ότι θα έκλαιγε όλη τη χρονιά και δεν έπρεπε ούτε να κοιμάται νωρίς γιατί θα γινόταν νυσταλέος και οκνηρός. Ανήμερα την Πρωτοχρονιά μετά την απόλυση της εκκλησίας τα αγόρια ηλικίας 6-12 χρόνων κρατώντας στα χέρια τους μήλο ή πορτοκάλι γύριζαν στα σπίτια και στους δρόμους και προτείνοντάς το σ’ εκείνους που συναντούσαν έλεγαν : «Θείο ! Κάλαντα, Θεία ! Κάλαντα». Τότε, εκείνοι λέγοντας «Ευχαριστώ ! Και του χρόνου» κάρφωναν πάνω στο μήλο ή στο πορτοκάλι ένα νόμισμα. Επίσης ο δεξάμενος ή η δεξαμένε (νονός ή νονά) έστελναν κάποιο δωράκι στα βαφτιστικά τους. Από της πρώτης του Γενάρη άρχιζε τις παραστάσεις του ο όμιλος της κωμωδίας «Τα Μωμοέρα̤» (βλέπε μελέτη του ιδίου συγγραφέως στην Ποντιακή Εστία τεύχος 38, σελίδα 1291). Το χρονικό διάστημα από την 1η μέχρι την 6η Ιανουαρίου είχε ειδική ονομασία και λεγόταν Καλαντόφωτα.
ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ
Την παραμονή των Φώτων δεν έψαλλαν άσματα. Σε κάθε σπίτι μετά από το δείπνο γινόταν το έθιμο της εκτελέσεως της επιθυμίας των πεθαμένων : «Τα Φώτα θέλω το κερί μ’ και τη Ψυχού κοκκία, και την Μεγάλ’ Παρασ̆κευήν έναν μαντήλιν δάκρα̤». Μπροστά στο εικονοστάσι του σπιτιού έβαζαν πάνω στο δάπεδο, χαμηλό τραπέζι πάνω στο οποίο τοποθετούσαν ένα ταψί γεμάτο σιτάρι. Στο μέσω του ταψιού τοποθετούσαν αναμμένη καντήλα και στα χείλη του σταυροειδώς τέσσερα κεριά αναμμένα. Ολόγυρα στο τραπέζι καθόντουσαν γονατιστοί όλοι οι οικείοι και σιωπηλοί. Στα πρόσωπά τους ήταν ζωγραφισμένη λύπη και συγκίνηση μαζί. Ο αρχηγός της οικογένειας μοίραζε κεριά σε όλους και έπειτα άναβε κεριά, ένα για κάθε πεθαμένο. Αφού άναβε και όσους πεθαμένους ήθελε, προέτρεπε και στους άλλους οικείους του να κάνουν το ίδιο, κι επίσης όλοι άναβαν κι από ένα κερί για εκείνον που δεν είχε κανέναν στο κόσμο για να του ανάψει κερί. Κανείς δεν εκινείτο από τη θέση του έως ότου να καούν εντελώς όλα τα κεριά. Έπειτα έκαναν το σταυρό τους και αποχωρούσαν αφήνοντας πάνω στο τραπέζι φαγητά για να τα ευλογήσει ο Χριστός (βλέπε μελέτη του ίδιου συγγραφέα στο Αρχείον Πόντου τεύχος 16, σελ 194). Την ημέρα των Θεοφανείων ετελείτο η θεία λειτουργία και ο αγιασμός χωρίς την τελετή κατάδυσης του Τιμίου Σταυρού. Με τον αγιασμό οι παπάδες ράντιζαν τα σπίτια και τους κατοίκους. Επίσης κάθε οικογένεια ράντιζε με αγιασμό τα χωράφια, τους κήπους, τα δωμάτια του σπιτιού, τον αχυρώνα, τους στάβλους κτλ. Το αγιασμένο νερό των Φώτων είχε ιαματική ιδιότητα για κείνους που πάθαιναν ψυχικό κλονισμό από φόβο, τρόμαγμα ή βλάψιμο. Με το αγίασμα των υδάτων πίστευαν ότι όλα τα σκοτεινά πνεύματα και τα πιζήαλα εξαφανίζονταν και ο κόσμος έπαιρνε νέα – καινούργια ζωή. Την ημέρα των Θεοφανείων δίνονταν οι τελευταίες παραστάσεις των Μωμοέρων. Τέλος, κατά τα Καλαντόφωτα δεν έκαναν συναναστροφή με Αρμενίους ούτε τους φιλοξενούσαν στα σπίτια τους γιατί λεγόταν ότι «Αρμενάντ’ πολεμούν’ να μαγαρίζ’νε Ρωμαίον κι επεικεί να πάγ’νε κοινωνίζ’νε» (Βλέπε Λαογραφικά Κοτυώρων του Άκογλου Ξενοφώντα σελ 253). Παρακολουθήστε συναφή αφιερωματικά μου βίντεο για τα έθιμα, τα τραγούδια και τους θρύλους του δωδεκαημέρου απο διάφορες περιφέρειες του Πόντου: 1. Το Δωδεκαήμερο στη Σαντά του Πόντου / Η Παραμονή των Θεοφανείων / Λαογραφία - Δοξασίες 2. Εδέβαν τα Χριστούγεννα έρθανε και τα Φώτα - Καλαντάρτς και Νέον Έτος. Άσμα Δωδεκαημέρου 3. Κάλαντα και Έθιμα του Δωδεκαημέρου στον Πόντο / Καζαμίας / Φάρος Ποντίων Θεσ/νίκης 2012 4. Το Δωδεκαήμερο στη Σαντά του Πόντου / Η Παραμονή των Θεοφανείων / Λαογραφία - Δοξασίες
Λεξιλόγιο : Δέβα = πήγαινε / Ταρέζ = ράφι / Φετούρ = δώρο / Λερί = Λερίον (περιοχή) / Παχσ̆ίσ̆’ = φιλοδώρημα / Ευτάνε = φτιάχνουν – κάνουν / Θελ’κά = θηλυκά / Ξενιτά̤ρ’ = ξενιτεμένοι / Γορόσα̤ = γρόσια
Πηγή: Παπαδόπουλος Κ. Δημήτριος (Σταυριώτης) / Ποντιακή Εστία / Τεύχος 97
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com