Λαογραφικά στη Σάντα (Σαντά) του Πόντου - Σάββατο του Λαζάρου – Πάσχα - Πεντηκοστή & Αε-Λουτρουπί
Το Σάββατο του Λαζάρου γύριζαν τα παιδιά για τα κάλαντα αλλά δεν τους έδιναν χρήματα παρά ρόκες ψημένες ή τσίρα̤.
Την Κυριακή των Βαϊων έψαλλαν “Θεία, θεία των Βαϊων, δός κερκέλ’ κι εμέν ωβόν” δηλαδή σήμερα που είναι γιορτή των Βαϊων στους άλλους δώσε κερκέλ (κουλούρι σπιτικό), και σε μένα δώσε αυγό. Λαογραφικά Σάντας : Σάββατο του Λαζάρου, Πάσχα, Πεντηκοστή, Αε-Λουτρουπί, Κουσκουρσούραν. Στις 24 Ιουνίου τ’ Αελιτρουπί δηλαδή Ηλιοτροπίου οπότε αρχίζει να τρέπεται ο ήλιος, άναβαν στις αυλές τους φωτιές και αλατοκλάδα̤ (κλαδιά έλατου) και πηδούσαν από πάνω. Προτιμούσαν μάλιστα τα φρεσκοκομμένα κλαδιά για να τσαρτσαρίζ’νε. Σε εποχές μεγάλων βροχών που συνοδεύονται από πυκνή και υγρή ομίχλη, περιέφεραν την Κουσκουρσούραν. Δηλαδή μία παλιά σκούπα από κλαδιά έλατου, περασμένη σε μακρύ ξύλο που αντικαθιστούσε τα χέρια και από τα οποία τη βαστούσαν δύο παιδιά, την σκέπαζαν με κανένα παλιό ρούχο και από πίσω τη συνόδευαν πολλά παιδιά ώστε ως πομπή να την περιφέρουν στα σπίτια, απαγγέλοντας με μακρόσυρτη φωνή το: “Δύσα, δύσα, δυσόκωλε….”. Οι νοικοκυρές βγαίνοντας στην εξώπορτα τα φιλοδωρούσαν ψωμί και τσορτάν, κι αυτά φεύγοντας ευχαριστούσαν λέγοντας: “Να αιχτριά ΄ς σην πόρτα σ’ ”. Κι αν τυχόν καμία νοικοκυρά δεν τα φιλοδωρούσε, της έλεγαν: “Καμίαν ήλεν να μη ελέπ’ς!”
Λεξιλόγιο: δύσα = ομίχλη / αίχτρα̤ , αιχτρά̤ζω, ιδιωματισμός του αίθρα̤, αιθρά̤ζω από το αρχαίο ουσιαστικό "αιθρία" μεταβλήθηκε στο αίχτρο̤ς κατά το “καιρός” = η αιθρία της ατμόσφαιρας. Φράση: "Κάθουμαι ΄ς σην αίχτρα̤ν" δηλαδή κάθομαι στο ύπαιθρο. Από το αρχαίο “Αιθριάζω” – “Ευδιάζω” = Εχτρά̤σεν ο καιρόν = Ο καιρός έγινε αίθριος / Η φράση Καμίαν ήλεν να μη ελέπ'ς είναι κατάρα που ανήκει σε ένα μεγάλο κύκλο απο κατάρες οι οποίες λεγόταν κατά το έθος της εποχής αλλά σήμερα προκαλούν αποτροπιασμό στον αναγνώστη.
Η εορτή της Πεντηκοστής στην Αργυρούπολη και τη Σαντά του Πόντου. Σε μεγάλες γιορτές, όπως του Πάσχα, της Πεντηκοστής, των Αγίων Αποστόλων, τον Δεκαπενταύγουστο, πολλές φορές όμως και τις Κυριακές, τα κορίτσια μάζευαν από τα σπίτια τους ή από τα συγγενικά σπίτια, κρέμα θόγαλαν, έβγαιναν έξω από το χωριό κι έκαμναν χαβίτς. Όταν ζεσταινόταν η κρέμα έριχναν μέσα λίγο λίγο καλαμποκίσιο αλεύρι ως ότου να πυκνώσει σιγοβράζοντας. Ή μάζευαν ψωμί και βούτυρο και έκαμναν τσουμούρ. Σε ένα τηγάνι εκαβούρδιζαν το βούτυρο, έριχναν μέσα νερό ανάλογο με τον αριθμό των παιδιών μόλις έβραζε, έριχναν μέσα το ψωμί ψιλοκομματιασμένο και περίμεναν να βράσει ως ότου τραβήξει όλο το νερό. Τα αγόρια μάζευαν βούτυρο και αυγά και έκαμναν φούστρον (ομελέτα) που ήταν ευκολότερο.
Πηγή: Ποντιακή Εστία / Στάθης Αθανασιάδης
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com