Το έθιμο τσ' ευδίας (ξαστεριάς) στον Πόντο. Δημώδες άσμα: Θεία - Θεία τυροθεία

Χωριό Κερασέα Χορτοθέρτς όπως φαίνεται από τα υψώματα της ΖάβεραΤο έθιμο τσ' ευδίας γεννήθηκε απ’ τις τοπικές καιρικές συνθήκες του καλοκαιριού στα παρχάρια (βοσκότοπους) του όρους Παρυάδρης – Παρχάρης του ανατολικού Πόντου.

Ευνόητη ήταν η δυσφορία των κτηνοτρόφων, των ανθρώπων του βουνού, στους ορεινούς εκείνους βοσκότοπους για την ενδημική καταχνιά και τη συχνά πολυήμερη προσγείωση της, το «τσούπωμαν - τσ̌όκεμαν τση δείσας» και λαχταρούσαν να χαρούν το φώς και τη θαλπωρή του ήλιου μια ώρα αρχύτερα. Το έθιμο τσ' ευδίας (ξαστεριάς) στον Πόντο. Δημώδες άσμα: Θεία - Θεία τυροθεία. Κάποτε ξεθύμανε η κακοκαιρία και με τις ενδείξεις της αλλαγής του καιρού, τα παιδιά και οι κοπέλες της γειτονιάς συγκροτούσαν χαρούμενες συντροφιές και κατά τ' απόβραδο παίρνανε σειρά τα καλυβόσπιτα – παρχαροκάλυβα, φέρνοντας παντού το μήνυμα της ξαστεριάς με το παρακάτω τραγούδι, ένα είδος καλοκαιρινού κάλαντου.
"Θεία, θεία τυροθεία, έγβα έξ'  νε καλοθεία,
και τέρεν τ' άστρια̤ τ' εξέβαν και το φέγγον τ' εμαρμάρ'σεν.
Να λελεύω το χουλιάρι σ' ντο παίρ' πολλά βουτουρόπον
να λελεύω το λαμνόπο σ' και ντο κόφτ' τ' απάλ' βαθέα,
να λελεύω το βουρόπο σ' και ντο δίει πολλά αλευρόπα.
Και που θέλ' τον ήλιον κάντι̤ον, δίει τυρίν και βουτουρόπον
και που θέλ' τη δείσαν πίσσαν, λέει με καλολεά̤με δέβα".

Λεξιλόγιο:
• Τυροθεία = θεία τυροκόμα (τυροκόμος)
• Έγβα έξ’ & έβγα έξ’ = βγές έξω
• Μαρμαρίζω (Κερασούντα, Οινόη, Σαντά, Τραπεζούντα, Χαλδία). Αόριστος: εμαρμάριξα, εμαρμάρτζα. Το αρχαίο ρήμα μαρμαρίζω = ακτινοβολώ. Στην ποντιακή παράδοση η λαϊκή μούσα διασώζει το ρήμα μαρμαρίζω με την έννοια «λάμπω». Παράδειγμα: «Αίχτρα̤ καλωσύνα̤ κι ο φέγγον μαρμαρίζει». Άσμα: «Απόψ’ η νύχτα ‘δίπλασεν κι ο φέγγον εμαρμάρτσεν». Μοιρολόϊ: «Σαν ήλο̤ς εμαρμάριξεν και σαν φεγγάρτς επήρεν και σαν τρεχούμενον νερόν ας την αυλή μ’ εδήβεν». «’Σ ση θάλασσας τον πέλαγον οφίδ’ καγκελα̤σμένον και ΄ς σ’ οφιδίου το κιφάλ’ ο ήλεν μαρμαρίζει (η θρυαλλίς της κανδήλας).
• Λελεύω: εξυμνώ, ικετεύω, προτρέπω παρακλητικώς, παρακαλώ (εκ του παθητικού παρακειμένου του απαρέμφατου του λέγω). Ετυμολογία : παιδική ονομασία του χεριού (λα̤λά̤) = κρατώ στα χέρια, κελεύω, παρακελεύω.
• χουλιάρι = κουτάλι
• Ντο παίρ’ = που χωρά
• Λαμνόπο = μαχαιράκι
• Απάλ’ = φρέσκο τυρί
• Βουρόπον = χουφτίτσα
• Ήλον Κάντι̤ον = ολοκάθαρο ήλιο
• Δείσα = καταχνιά – ομίχλη
• Λαλολεά̤με = πήγαινε με το καλό
• Δέβα = σύρε - πήγαινε

Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com 

Pin It

Print

Add comment


Security code
Refresh

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ