Έθιμα κατά τη στράτευση των Ελλήνων του Καυκάσου. Χρονικά του Πόντου. Ισαάκ Ν. Λαυρεντίδη με καταγωγή το Ορτάκιοϊ του Κάρς.
Ο αείμνηστος Νικόλαος Πολίτης στη μελέτη του «Λαογραφία» στο Δελτίο της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρίας τόμος Α΄, σελίδες 3-18, καθορίζοντας τα αντικείμενα τα οποία εξετάζει η λαογραφία, καταλήγει μεταξύ αυτών και τον στρατιωτικόν βίον.
Με μια πλευρά της ζωής αυτής των συμπατριωτών μου θα ασχοληθώ σε τούτο μου το σημείωμα, με την ελπίδα πως θα μου δοθεί ευκαιρία να ασχοληθώ μελλοντικά και με άλλες εκδηλώσεις των ζωής των Ελλήνων του Καυκάσου, εκ Πόντου. Έθιμα κατά τη στράτευση των Ελλήνων του Καυκάσου. Ο πρόεδρος της κοινότητας «ο γιούζμπασης», κάθε χρόνο ειδοποιούσε τους κληρωτούς «εκεινούς π’ εσύρ’ναν σα μέτρικας» δηλαδή στα μητρώα, και ήταν υποχρεωμένος να τους συνοδεύσει στον τόπο του προορισμού τους, όπου εξετάζονταν από αρμόδια υγειονομική επιτροπή. Όσοι κρίνονταν ικανοί, κατατάσσονταν και όσοι είχαν λόγους απαλλαγής τους συνόδευε πάλι ο πρόεδρος της κοινότητας, πίσω στα σπίτια τους. Στα χωριά εκεί το περιβάλλον ήταν περιορισμένο, οι δεσμοί μεταξύ των συγχωριανών ήταν στενοί, ο τόπος πλούσιος, κοινωνικές διαβαθμίσεις και διαφορές δεν υπήρχαν. Ο βίος ήταν αμέριμνος και τα ήθη και έθιμα ήταν τέτοια που καθιστούσαν όλους μέτοχους της χαράς και της λύπης του καθενός. Οι νέοι οι οποίοι καλούνταν στο στρατό έβγαιναν συνήθως για πρώτη φορά έξω από τον περιορισμένο κύκλο του χωριού τους. Η στρατιωτική θητεία διαρκούσε 4 και πλέον χρόνια και για να φτάσουν στον τόπο κατάταξής τους είχαν να ταξιδέψουν 15 ως 20 μερόνυχτα με το τραίνο. Ανάλογα με τις παραπάνω συνθήκες ήσαν και τα συναισθήματα και η ψυχολογική ατμόσφαιρα που επικρατούσε ανάμεσα στους στρατευόμενους, τους συγγενείς και φίλους τους. Διοργάνωναν αποχαιρετιστήριο γλέντι και με την πολύ φυσική σκέψη πως ο χωρισμός αυτός θα μπορούσε για μερικούς να είναι παντοτινός, η διασκέδαση φούντωνε, η εγκαρδιότητα γενικευόταν και η θρυλική λύρα με τα επίκαιρα τραγούδια ερμήνευε τις ανησυχίες και τους πόθους των στρατευόμενων. Ο πρόεδρος της κοινότητας έκανε ονομαστική κατάσταση των κληρωτών και την έδινε σ’ εκείνον που ήταν γραμμένος πρώτος στην κατάσταση, δύο ημέρες πρίν να επιβιβαστούν στην αμαξοστοιχία για να ειδοποιήσει τους συνομήλικους του «τα συνέλ’κα τ’». Αυτός, ο πρώτος, με την κατάσταση στο χέρι, ειδοποιούσε άλλους δύο-τρείς, παίρνανε κι έναν λυράρη «τον λυριτζής» και γύριζαν έπειτα στα σπίτια των άλλων συν-κληρωτών τους και τους έπαιρναν μαζί τους. Από κάθε σπίτι που περνούσαν, έπαιρναν κι από μία κότα, έτσι μάζευαν περί τα 50-60 πουλερικά. Έπειτα συγκεντρωνόντουσαν σε ένα ευρύχωρο σπίτι κι άρχιζαν όλοι μαζί με τους φίλους και γνωστούς τους, το γλέντι και το φαγοπότι. Στο διάστημα αυτό των δύο ημερών, αποχαιρετούσαν όλους, και εάν συνέβαινε να ήταν ψυχραμένοι με κανέναν, φρόντιζαν να αγαπήσουν (να συγχωρεθούν μεταξύ τους). Η τελευταία αυτή περίπτωση σπάνια παρουσιαζόταν γιατί δύο φορές το χρόνο, δηλαδή τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, με τη μεσολάβηση των προεστών «μειζετέρ’», συμβιβάζονταν και έλυναν κάθε είδους διαφορά, έχθρες και πάθη που πολύ σπάνια άλλωστε αναπτύσσονταν μεταξύ τους. Τελευταία αποχαιρετούσαν τον παπά, του φιλούσαν το χέρι κι εκείνος τους έδινε την ευχή του. Από τους στρατευόμενους τυχεροί θεωρούνταν όσοι τύχαιναν απόσπασης στα Μεταγωγικά και την Επιμελητεία «απόζα̤» με δικά τους κάρα και ζώα. Κατά την αποχώρηση των κληρωτών, τους συνόδευαν ο πρόεδρος της κοινότητας και οι στενοί συγγενείς σε αρκετή απόσταση έξω από το χωριό. Με συγκίνηση και δάκρυα συνήθως οι γονείς αποχαιρετούσαν τα παιδιά τους με τις ευχές: “Σο καλόν ρίζα μ’, σο καλό. Τ’ έμπρα̤ σ’ μέλ’ και γάλαν να κόφκουν. Το ποδάρι σ’ σο λιθάρ’ να μη κρούει”. Εξ’ όσων γνωρίζω, τόσο τα παραπάνω έθιμα του εορταστικού αποχαιρετισμού των κληρωτών όσο και τα σχετικά τραγούδια ήσαν κοινά στα 72 χωριά της περιοχής του Κάρς, που εποικίστηκαν στα 1876 με 1887 από Έλληνες των περιφερειών της Αργυρούπολης, των Χ̆αιριάνων της Κρώμνης και λοιπών περιφερειών. Κάρς (Γάρς) & Καύκασος. Ιστορία - Λαογραφία - Πολιτισμός. Τα λίγα δίστιχα που θυμήθηκα και τα οποία σημειώνω παρακάτω, με άλλα σχετικά, τραγουδιόντουσαν όταν γύριζαν στα σπίτια τους για να μαζευτούν οι στρατεύσιμοι καθώς και κατά τη διάρκεια του γλεντιού:
Ο Θεός το μίρ’ έκρυψεν αφκακέσ’ σα λιθάρα̤,
αραεύ’νε και ‘κ̆’ ευρίκ’ν ατό τα νέϊκα παλληκάρα̤.
Μάνα, παρακάλ’ τον Θεόν σαλτάτος να μη πάγω,
σ̆άπκαν να μη σ̆κεπάγουμαι, τ̆α̤λίμ’ να μη εφτάγω.
Αχπάσκουμαι σο σαλτατλίχ’, πάγω σην αρεσεία (ή εβγάτε σα ‘ρδανία),
μάναδες κλαίνε σ’ οσπίτα̤, νυφάδες σα μαντρία.
Η μαχ̆ίνα εσ̆ύριξεν κι εσέβεν σο τ̆ουνέλι,
τη σαλτάτου το σάβανον πως έν’ και το σ̆ινέλι!
Λεξιλόγιο:
• Μίρ’ = ρωσική λέξη / ειρήνη
• Αραεύω = τουρκική λέξη aramak / γυρεύω – αναζητώ - ζητώ
• Σαλτάτος = ρωσική λέξη / στρατιώτης
• Σ̆άπκα = τουρκική λέξη / sapka = πηλήκιο
• Τ̆α̤λίμ = Talim / ασκήσεις
• Αχπάσκουμαι = ξεκινώ
• Σαλτατλίχ = ρωσοτουρκική λέξη / στρατιωτική υπηρεσία
• Αρεσεία = αποχαιρετισμός (αρ’ έειχ̆’ υείαν = έχε γειά)
• ‘Ρδανία και ορδανία = δώματα
• Μαχ̆ίνα = το τραίνο
• Σ̆ινέλι = ρωσική λέξη / χλαίνη, στρατιωτικός μανδύας
Έθιμα κατά τη στράτευση των Ελλήνων του Καυκάσου. Πηγή: Χρονικά του Πόντου. Ισαάκ Ν. Λαυρεντίδη με καταγωγή το Ορτάκιοϊ του Κάρς. Αθήνα Απρίλιος 1944.
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com