Τρυγομηνάς, Οκτώβριος. Ήθη και έθιμα των Ελλήνων στον Πόντο
Ο μήνας Οκτώβριος είναι ο δέκατος μήνας του χρόνου, αντίστοιχος του Πυανεψιώνα των αρχαίων Ελλήνων. Κατά άλλη παραδοχή (του Δ.Σ.Λουκάτου θεωρείτε ως ο Μαιμακτηριώνας, λόγω της εορτής του γεωργικού Δία Μαιμάκτη (χειμωνιάτικου).
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο Μέγα Συναξαριστή αναφέρει σχετικώς για το μήνα Οκτώβριο: Ο μήνας Οκτώβριος έχει ημέρας λα΄ (31). Η ημέρα έχει ώρας ια (11) και η νύξ ώρας ιγ (13). Σημειούμεν ενταύθα ότι το όνομα Οκτώβριος δεν είναι Ελληνικόν αλλά Λατινικόν και σημαίνει όγδοος, ετυμολογούμενον από το octo που σημαίνει οκτώ. Ο μήνας αυτός είναι δηλαδή ο όγδοος με αρχή αρίθμησης τον Μάρτιο μήνα ο οποίος είναι αρχή και πρώτος των μηνών κατά την Κοσμογένεσιν. Τρυγομηνάς, Οκτώβριος. Ήθη και έθιμα των Ελλήνων στον Πόντο. Στον Πόντο ονομαζόταν Τρυγομηνάς ίσως λόγω του τρύγου. Με αυτό το όνομα τον συναντούμε στις περιοχές: Κερασούντα, Κοτύωρα, Οινόη, Σάντα, Σούρμενα, Τραπεζούντα, Χαλδία, στη Ματσούκα και στο Σταυρίν. Ο Παντελής Η. Μελανοφρύδης λέει ότι ο μήνας αυτός στα Σούρμενα λεγόταν Οκτώβριος, ενώ Τρυγομηνάς ή Τρωζομηνάς λεγόταν ο Νοέμβριος. Στην Ινέπολη και τα Κοτύωρα λεγόταν και Αϊ-Δημήτρης, ενώ στην Οινόη Αϊ-Δρημήτης λόγω της εορτής του Αγίου Δημητρίου. Στα Κοτύωρα λεγόταν και Πατάλτς ενώ ο Νοέμβριος Γότζ̌-άγης. Έλληνας κάτοικος της Πτολεμαϊδας με καταγωγή τη Δέσμαινα του Πόντου μαρτυρεί ότι Γότζ̌-άγη καλούσαν τον Οκτώβριο επειδή τότε μαρκαλιώνται τα πρόβατα που ονομάζονταν γότζ̌ια, ενώ το Νοέμβριο τον αποκαλούσαν παρτάλ. Από το αρχαίο τρυγητήριο που σήμαινε το κοφίνι για τον τρύγο έχουμε παράγωγα που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες του Πόντου σε όλες σχεδόν τις περιοχές, έτσι έχουμε τη λέξη τρυγετέριν, ή τρυγετέρ' και τρυετέρ'. Στην Αμισό έχουμε το τρυγοκάλαθον δηλαδή το καλάθι του τρύγου, και στη Χαλδία το τρυγωτέριν, ενώ στα Σούρμενα το τρυγωτέρ'. Χαρακτηριστική είναι η παροιμία της Τρίπολης του Πόντου: «Π' έχ̌ αμπέλα̤ βάλλ' εργάτους και καράβα̤ καλαφάτους». Ακόμη ένα απόσπασμα από αφήγηση της περιοχής Χαλδίας: «...ο πατέρας εχάρτζεν το παιδίν ατ' έναν αμπελώναν και το παιδίν εγούεψεν ασ' σον κύρ'ν ατ' έναν βοτρύδ'...». Λεξιλόγιο: Εγούεψεν = τσιγκουνεύτηκε. Βοτρύδ' = τσαμπί. Στην Τραπεζούντα υπάρχει το ρήμα αμπελώνω από το μεσαιωνικό ρήμα αμπελώ που σημαίνει φυτεύω αμπέλι. Έτσι έχει διασωθεί η λέξη μέσα στο ακριτικό τραγούδι: «...Ακρίτας κάστρον έχτιζεν, Ακρίτας περιβόλιν, κι όσα του κόσμου τα φυτά, εκεί φέρ' και φυτεύει, κι όσα του κόσμου τ' αμπέλα̤, εκεί φέρ' κι' αμπελώνει...» Ακρίτας κάστρον έχτιζεν - Δημώδες Ακριτικό Άσμα Πόντου - Ακρίτας όντες έλαμνε - Δημώδες άσμα Σουρμένων Πόντου, σε Γ΄ήχο - Χορωδία Κακουλίδη Το μήνα αυτό προσπαθούσαν να τελειώσουν τις εξωτερικές δουλειές και τη συγκομιδή των καρπών ή το μάζεμα των ξύλων. Έτσι τραγουδούσαν: "Τρυγομηνά το λάμσιμον (όργωμα) και η σπορά τελείνταν". Και "Ο Τρυγομηνάς φέρ' ξύλα και μαραίν' και ρούζ' τα φύλλα". Οι Ρομάνες και οι παρχαρέτ' κατέβαζαν τα κοπάδια από τα παρχάρια και τα πήγαιναν στα χωράφια για να τα λιπάνουν ώσπου να χιονίσει. Έτσι μας εξηγεί το ακόλουθο δίστιχο: "Τρυγομηνάς χ̌ειμός καιρός και χ̌όνα̤ ΄ς σα ραχ̌ία, ας σα παρχάρα̤ έφυγαν κι' επήγαν σα χωρία". Ο κ. Αντώνιος Παπαδόπουλος στο έργο του «Σύμμεικτα Ροδοπόλεως Πόντου - Δοξασίαι περί των μηνών» της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών – Αρχείον Πόντου Τόμος 26ος - Αθήνα 1964, αναφέρει σχετικώς: Οκτώβριος – Τρυγομηνάς. Ονομαζόταν έτσι ο μήνας αυτός διότι στη Ματσούκα άρχιζε ο τρύγος όταν υπήρχαν κλήματα, τα οποία πολύ αργότερα καταστράφηκαν απ’ τη φυλλοξήρα. Κατ’ αυτόν τον μήνα κατέβαιναν τα ποίμνια και οι αγέλες από τα παρχάρια, άλλα μέν στους μεζιρέδες και άλλα στα χωριά και σταυλίζονταν στα χωράφια προς λίπανση μέχρι να χιονίσει. Τον Οκτώβριο εκτός του τρύγου έπρεπε και να σπείρουν για να έχουν καλή συγκομιδή: "Σον Τρυγομηνάν τρυγ͜ίεις, έναν σπαίρτς και δέκα παίρτς". Τον Οκτώβριο μάζευαν τους Φθινοπωρινούς καρπούς, κάστανα, ελιές κ.ο.κ, αλλά και τα κουθούρια (καλαμοκέφαλα) χωρίς καρπό, τους καρπούς από τα έλατα, και τα ξύλα ώσπου να πέσουν τα φύλλα από τα δέντρα: "Τον Τρυγομηνά κουθούρια κουβαλούνε τα παιδόπα, κι οι τρανοί κουβαλούν ξύλα, ως να κρεμίουν τα φύλλα". Το χιόνι ερχόταν γρήγορα στον Πόντο από νωρίς αποκλείοντας τους δρόμους: "Έρθεν ο Τρυγομηνάς άλλο 'ς σο ραχ̌ίν μη πάς" "Τρυγομηνάς έν' ζα̤γκίντς, φέρ' κρύα νερά και πίντς". «Τρυγομηνάς έν’ ζα̤γκίντς, φέρ’ κρύα νερά και πίντ’ς». «Ο Τρυγομηνάς χ̌ιονίζ’ και κρύον νερόν ποτίζ’» (Ματσούκα). Έτσι όσοι είχαν φροντίσει εγκαίρως για τη συγκομιδή των διαφόρων καρπών και αναγκαίων προϊόντων, ήταν έτοιμοι για τον επικείμενο χειμώνα και γι’ αυτό χαρακτήριζαν τον Οκτώβριο ως πλούσιο μήνα με το δίστιχο: «Τρυγομηνάς έν’ ζα̤γκίντς (πλούσιος) φέρ’ κρύα νερά και πίντς (πίνεις)» «Σ’ Αι Δημητρί το μήνα μη φοβάσαι ξάϊ (καθόλου) την πείνα» (Σούρμενα). «Έρθεν ο Τρυγομηνάς, εύκαιρον τ’ αμπάρ’τσ’; Πεινάς!».
Εορτές Οκτωβρίου
Την 1η του μήνα, του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού (518-547). Ο Άγιος Ρωμανός, γνωστός και ως Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός είναι από τους γνωστότερους Έλληνες υμνογράφους , αποκαλούμενος και ως "Πίνδαρος της Ρυθμικής Ποίησης». Άκμασε κατά τη διάρκεια του έκτου αιώνα, που θεωρείται ότι είναι η "Χρυσή Εποχή" της βυζαντινής υμνογραφίας. Ο Ρωμανός ο Μελωδός θεωρείται κορυφαίος ποιητής και υμνογράφος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γεννήθηκε στην Έμεσα της Συρίας πιθανώς τον 6ο αιώνα και σύμφωνα με ανώνυμο ύμνο ήταν εβραϊκής καταγωγής. Στη Βηρυτό έκανε τις σπουδές του και στα χρόνια τής βασιλείας του Αναστασίου του Α' ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και υπηρέτησε στο ναό της Αγίας Σοφίας. Μετά την παταγώδη αποτυχία του σαν ψάλτης στον εσπερινό των Χριστουγέννων αποσύρθηκε στη μονή τής Θεοτόκου των Κύρο. Εκεί, σύμφωνα με το Μηνολόγιο του Βασιλείου η Θεοτόκος του έδωσε το χάρισμα της σύνθεσης ύμνων. Τότε έγραψε το κοντάκιο των Χριστουγέννων με το γνωστό προοίμιο: «Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον τῷ ἀπροσίτω προσάγει». Σύμφωνα με το συναξαριστή ο Ρωμανός έγραψε χίλιες περίπου συνθέσεις από τις όποιες διασώθηκε μόνο το ένα δέκατο. Πολυποίκιλα τα θέματά του. Ύμνησε όλους σχεδόν τους Αγίους και τις εορτές της Χριστιανικής Εκκλησίας.
Του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ στις 8 Νοεμβρίου. Για τον Αρχάγγελο Μιχαήλ πίστευαν πως ήταν άγγελος που έπαιρνε τις ψυχές. Την ημέρα αυτή η μητέρες έφεραν τα παιδάκια τους στην εκκλησία και τύλιγαν στο λαιμό τους την άκρη από το παραπέτασμα της ωραίας Πύλης για να αποτρέψουν τον πονόλαιμο. Επίσης κοινό έθιμο ήταν να στρωθεί το σπίτι με τα χειμωνιάτικα στρωσίδια, κιλίμια, χαλιά κτλ. Μερικές οικογένειες έκαναν το χειμωνιάτικο στρώσιμο στις 26 Οκτωβρίου, του Αγίου Δημητρίου.
Την 18η, του αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστή Λουκά. Πρόκειται για άνθρωπο με πολλά έμφυτα και επίκτητα χαρίσματα, που όλα τα αφιέρωσε εξαγιασμένα, στην ιερότερη υπόθεση της ιστορίας του κόσμου, τη διάδοση του Ευαγγελίου του Χριστού στην οικουμένη. Καταγόταν, όπως αναφέρει ο ιστορικός της Εκκλησίας Ευσέβιος, από την Αντιόχεια της Συρίας. Πνεύμα ανήσυχο και ερευνητικό ο Λουκάς σπούδασε, ως ιατρός πλέον στην Ταρσό, και φιλοσοφία. Εκεί τον συνάντησε ο απόστολος Παύλος, ο οποίος, μετά τη θαυμαστή αποκάλυψη του Ιησού Χριστού μπροστά στην πύλη της Δαμασκού σ' αυτόν και την πίστη του στον Κύριο Ιησού, πήγε για ένα διάστημα στην πατρίδα του, την Ταρσό. Σύμφωνα με την Παράδοση, μετά το μαρτυρικό θάνατο του αποστόλου Παύλου, ο άγιος κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Δαλματία, στη Γαλλία, στην Ιταλία και στην Αχαΐα. Το τελευταίο το αναφέρει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Κήρυξε επίσης και στη Βοιωτία. Λέγεται δε ότι πέθανε με μαρτυρικό θάνατο κρεμασμένος από κλαδί ελιάς. Το ιερό λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη επί αυτοκράτορα Κωνσταντίου. Ο άγιος Λουκάς, με τη χάρη και το φωτισμό του παναγίου Πνεύματος, έγινε ο θεόπνευστος Συγγραφέας των δύο από τα είκοσι επτά βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Συνέγραψε το τρίτο από τα τέσσερα Ευαγγέλια και τις "Πράξεις των Αποστόλων".
Την 20η, του αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεόδωρου του Γαβρά (1070-1110). Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Θεόδωρος ο Γαβράς, γεννήθηκε κατά τον 10ο αιώνα μ.Χ. στην κωμόπολη Άτρα του Θέματος Χαλδίας του Πόντου, πρωτεύουσα του οποίου ήταν η Τραπεζούντα (η αυτοκρατορία μας ήταν τότε χωρισμένη σε 29 μεγάλες περιοχές που ονομαζόταν Θέματα και διατηρούσαν ντόπιο στρατό αποτελούμενο αποκλειστικά και μόνο από Ορθοδόξους Χριστιανούς και χάρη σε αυτά κρατήθηκε ζωντανή. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς και ένδοξοι, πλούσιοι και τιμημένοι με αξιώματα από την Αυτοκρατορία και ξεχώριζαν ως οικογένεια στα Θέματα Χαλδίας και το γειτονικό και νοτιότερο της Κολωνείας (Καρά Χισσάρ). Από τέτοιους καλούς γονείς γεννήθηκε και ανατράφηκε ο Θεόδωρος, ακολουθώντας τις συμβουλές και τις παραινέσεις τους, ώστε να ξεχωρίσει και ο ίδιος στην ευσέβεια, τη μόρφωση και την ανδρεία. Έτσι ο Θεόδωρος ανδρώθηκε και έγινε στα ακριτικά εκείνα μέρη ο πιο μεγάλος και ανυποχώρητος φραγμός για τους άπιστους Σελτζούκους, τους εχθρούς του Χριστού και της Πατρίδος. Υπήρξε ταυτόχρονα όμως ένας ευεργέτης των πτωχών και καταφυγή των αδικημένων. Στα χρόνια εκείνα του 1.164 μ.Χ., επί Βασιλείας Μανουήλ Α΄ του Κομνηνού (1143-1180), ο Αμηράς της Μελιτινής Αχμέκ Μελίκ, έχοντας σύμμαχο τον αποστάτη τύραννο Ανδρόνικο Κομνηνό (μετέπειτα Αυτοκράτορα Ανδρόνικο Α΄ 1183-1185) εξεστράτευσε κατά της Σεβάστειας, Καισάρειας, Κολωνείας και Νικοπόλεως! Τότε ο Άγιος Θεόδωρος ο Γαβράς, ως στρατηγός και ηγεμόνας της Τραπεζούντας και Κολωνείας, υπερασπίστηκε τις πόλεις του με μεγάλη τόλμη και θάρρος και έχοντας τις ελπίδες στον Χριστό, αντεπιτέθηκε μάλιστα με ακάθεκτη ορμή επί των εχθρών, εξολοθρεύοντας πολλούς όχι μόνο στρατιώτες αλλά και στρατηγούς του Μελίκ. Το χρονικό του μαρτυρίου του Αγίου έχει ως εξής: Όμως ο Άγιος, που από καιρό ποθούσε να μαρτυρήσει για την Ορθόδοξη Πίστη του Χριστού μας, γέμισε από Θεία Χάρη, έχοντας την προαίρεση του μάρτυρα και παίρνοντας θάρρος και δύναμη, όχι μόνο δεν φοβήθηκε αν και αιχμάλωτος τους απίστους, αλλά άρχισε να κηρύττει τον Χριστό, ως Υιόν του Θεού και Θεό αληθινό, λέγοντας με μεγάλη φωνή: «τίποτα των επιγείων δεν με δελεάζει, αλλ΄ ούτε με αποσπά από την επιθυμία του να πάθω για τον Χριστό! Γιατί μου υπόσχεσαι δόξα, της οποίας δεν είσαι κύριος; Τι είναι αυτά που μου δίνεις, τα οποία εσύ σε λίγο θα εγκαταλείψεις; Γιατί με απειλείς με φοβερό θάνατο, ο οποίος σε σένα μάλλον θα είναι φοβερός; Διότι σε μένα είναι ευχάριστο το να είμαι με τον Χριστό, αλλά φοβερό το να χωριστώ από Εκείνον. Εάν γνώριζες την ένσαρκον οικονομία και την άπειρη συγκατάβαση του Υψίστου προς τους ανθρώπους, δε θα γινόσουν ποτέ πολέμιος των Χριστιανών τόσο ώστε να τους παραδίδεις σε φωτιά και σίδηρο, διότι αυτοί μεν έτσι θα πετύχουν των ουρανίων αγαθών και θα ευφραίνονται, εσύ δε θα βληθείς εις την γέενναν του πυρός. Δώσε λοιπόν προσοχή στα λεγόμενά μου και εγκαταλείποντας την πατρώα πλάνη σου πίστευσε στον Υιόν του Θεού, ο οποίος το πανάχραντο αίμα Του έχυσε επί του Σταυρού, για να σε λύσει από τα δεσμά της πλάνης! Αναγγενήσου λοιπόν δια ύδατος και Πνεύματος, για να τύχεις συγχωρήσεως από τις εν αγνοία πρότερες αμαρτίες σου και για να γίνεις μέτοχος των ουρανίων αγαθών. Και μη κακώς διακρίνων την αλήθειαν, σαν να έχεις αποβάλει τον κυρίαρχο νου σου, προτιμήσεις τα χειρότερα αντί των καλυτέρων, και λογικός όντας των αλόγων, από μόνος σου αποδειχθείς αλογώτερος, ώστε και του αιωνίου πυρός να γίνεις μέτοχος»! Με αυτά όμως, όχι μόνο δεν μαλάκωσε η ατίθαση ψυχή του τυράννου, αλλά τόσο περισσότερο ερεθίστηκε και παραλόγισε, ώστε γεμάτος ταραχή και οργή, διέταξε για να επιβάλλουν σκληρότατα μαρτύρια στον Άγιο Θεόδωρο τον Γαβρά. Και πρώτα μεν άπλωσαν τον τρισμακάριστο μπρούμυτα πάνω σε χιόνι και τον μαστίγωσαν πολλές φορές στη ράχη, πιστεύοντας ο τύραννος ότι έτσι ίσως τον μετέστρεφε από την ορθή και αμώμητη πίστη. Αλλά πολύ διαφορετικά είχε η κατάσταση παρά όπως νόμιζε, γιατί βρήκε τον Άγιο εντελώς μη πειθόμενο, αλλά και στεντορεία τη φωνή να κηρύσσει τον Χριστό και να λέει επικαλούμενος την εξ ύψους αντίληψη: «Σε ευχαριστώ, Βασιλεύ ύψιστε, Υιέ και Λόγε του Θεού, ότι ανάξιον όντα, με καταξίωσες να εισέλθω στο στάδιο της αθλήσεως. Ενίσχυσέ με τώρα να γίνω θυσία ευπρόσδεκτη ενώπιόν Σου, που ακόμη και πάνω στο ξύλο άπλωσες από αγαθότητα τις παλάμες σου για την δική μας Σωτηρία. Ευδόκησε, Βασιλεύ Άγιε, δια της θείας Σου αντιλήψεως, να γίνω μέτοχος της επουρανίους Σου Βασιλείας»! Καθώς είπε αυτά ο Άγιος, σε τέτοια παραφροσύνη ήλθε ο τύραννος, ώστε να προστάξει να κατακομματιάσουν τον Άγιο μάρτυρα! Έτσι, κατέκοψαν την θεορρήμονα γλώσσα του, έβγαλαν ανηλεώς τα μάτια του, έγδαραν το δέρμα του κεφαλιού, των χεριών και των ποδιών του και στο τέλος, αφού του αφαίρεσαν κάθε άλλο μέλος, τον παρέδωσαν στη φωτιά!. Και όταν η θεορρήμονα αυτού γλώσσα κοβόταν, ο Άγιος δεν σταματούσε να δοξολογεί τον Θεό, στον οποίον και την προσέφερε σαν το καλύτερο δώρο. Και όταν έβγαζαν ανηλεώς τα μάτια του έβγαλε τέτοια φωνή: «Προσφέρω τα μάτια μου θυσία στο αληθινό και θείο Φως, που έκτισε για εμάς το φως». Και όταν αφαίρεσαν το δέρμα της κεφαλή του, έλεγε : «Με όσα ο Δημιουργός θησαύρισε την κεφαλή, με αυτά να τηρήσουμε τον θησαυρό της πίστεως ασύλητο και ως οσμής ευωδίας αυτήν να προσφέρουμε στον Θεό» Όταν δε ακρωτηριαζόμενος στερήθηκε χειρών και ποδιών και όλων των άλλων μελών του σώματός του, ευχαριστώντας τον Θεό έλεγε: «Ως βότρυς (τσαμπί) ευφρόσυνος, εκ κλήματος αμπέλου αποτεμνόμενος, προσφέρομαι τω Θεώ» Όταν δε τέλος έριξαν τον Άγιο Μεγαλομάρτυρα στη φωτιά, όπως ακριβώς παλαιότερα οι Τρεις Παίδες την κάμινο εις δρόσο μετέβαλαν και δοξολογούσαν τον Θεό, έτσι και ο Άγιος, όμοια με εκείνους, καθώς βρέθηκε εν τω μέσω του πυρός, έδειξε καρτερία ως να δροσιζόταν επάνω σε άρμα μέσα σε φως ανέσπερο και παραδόξως υμνολογούσε την φιλανθρωπία του Υψίστου, προσκαλώντας ολόκληρη την κτίση προς υμνωδία και δοξολογία του Θεού, καθώς με άυλα πια μάτια έβλεπε τον φωτοδότη Χριστό, και αγαλλόμενος έψαλλε: «ευλογείτω η κτίσις πάσα τον Κύριον» Έτσι έφτασε στο τέρμα της αθλήσεως και τον αντίπαλο καταπάλαιψε, στις 2 Οκτωβρίου 1.164 μ.Χ. στην Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ). Την δε τιμίαν και θαυματουργό αυτού κεφαλή, ο τύραννος, από καταφρόνηση απάνθρωπη, την μετέτρεψε σε σχήμα ποτηριού και την περιέβαλε με χρυσό! Και αυτό γιατί θαύμασε την καρτερία του Αγίου. Και όπως λέει και το σχετικό κάθισμα (ψαλμός), ο άπιστος και βάρβαρος Τούρκος χρησιμοποιούσε αυτή την αγία κάρα του Μεγαλομάρτυρα, σε συμπόσια και πόσεις, ξεπερνώντας κάθε βαρβαρότητα: «τὴν κάραν σου σοφέ, τοῦ Χριστοῦ στρατιῶτα, ὁ τύραννος σκευήν, ποτηρίου ποιήσας, αὐτὴν εἰς συμπόσια τὰ αὐτοῦ προσεφέρετο, ἣν κατέλιπες ἐν τῷ κόσμῳ παμμάκαρ, καὶ ἀπέτεμες, τὰς κεφαλὰς τῶν ἀνόμων, Θεόδωρε πάνσοφε»!
Την 26η, του αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημήτριου του μυροβλύτη. Ο Άγιος Δημήτριος γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 260μ.Χ., οι γονείς του ήταν ευγενείς και ο πατέρας του ήταν Μακεδόνας Στρατηγός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αλλά ο Άγιος Δημήτριος δεν ξεχώρισε μόνο για την ευγενική του καταγωγή μα και για την αρετή του, την ευπρέπεια και την ευγένεια της ψυχής του και την ικανότητά του στην στρατιωτική τέχνη, που εκείνη την εποχή αποτελούσε πεδίο διάκρισης για τους νέους και θεωρούταν ιδιαίτερα δημοφιλής. Μάλιστα ο Άγιος Δημήτριος έφτασε σαν στρατιωτικός στο αξίωμα του Δούκα, ξεπερνώντας την δόξα του πατέρα του.Το 296μ.Χ. (ή σύμφωνα με άλλους μελετητές το 306μ.Χ.) ο Μαξιμιανός -ο τότε Τετράρχης και μετέπειτα Αυτοκράτορας Γαλέριος Μαξιμιανός- συνέλαβε τον Άγιο Δημήτριο και τον κρατούσε φυλακισμένο σε ένα δημόσιο λουτρό κοντά στο ιπποδρόμιο, επειδή ο Άγιος Δημήτριος πίστευε στην χριστιανική πίστη αλλά και έκανε κήρυγμα φέρνοντας κοντά στον Χριστό πολλούς ειδωλολάτρες. Στη Θεσσαλονίκη τον καιρό της σύλληψης του Αγίου Δημητρίου, γινόντουσαν αγώνες στο ιπποδρόμιο για να εορταστεί η νίκη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ενάντια στους Σκύθες. Εκεί ο Λυαίος, ένας ειδωλολάτρης παλαιστής, περηφανευόταν για το μέγεθος του σώματός του και την δύναμή του και προκαλούσε τους θεατές του σταδίου να παλέψουν μαζί του. Ο Νέστωρ, ένας νεαρός στρατιώτης που γνώριζε τον Άγιο Δημήτριο, επισκέφθηκε τον Άγιο στην φυλακή και του ζήτησε την ευλογία του για να παλέψει με τον Λυαίο και ο Άγιος Δημήτριος τον σταύρωσε, δίνοντάς του έτσι την ευλογία του. Μέσα στο στάδιο ο Νέστορας είπε «Ο Θεός Δημητρίου, βοήθει μοι!» και πάλεψε με τον Λυαίο. Αφού νίκησε ο μικροκαμωμένος Νέστορας τον γίγαντα Λυαίο και ο Γαλέριος Μαξιμιανός έμαθε τι είχε συμβεί, διέταξε να σκοτωθεί ο Άγιος Νέστορας με το ίδιο το ξίφος του έξω από την Χρυσή Πύλη (ή Χρυσή Πόρτα), και να θανατωθεί με λόγχες ο φυλακισμένος στο δημόσιο λουτρό Άγιος Δημήτριος. Γράφουν μάλιστα οι συναξαριστές ότι ο Άγιος Δημήτριος, όπως είχε σηκώσει το δεξί του χέρι, έλαβε τον πρώτο λογχισμό στην δεξιά πλευρά όπως ο Εσταυρωμένος Χριστός.Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι ο Λούπος, ένας υπηρέτης του Αγίου Δημητρίου, έχρισε το πανωφόρι και το δαχτυλίδι του Αγίου στο μαρτυρικό του αίμα κι έκανε με την βοήθεια του Θεού πολλά θαύματα. Όταν το έμαθε αυτό ο Αυτοκράτορας, διέταξε την σύλληψη του και ο Άγιος Λούπος πέθανε μαρτυρικά στην περιοχή Τριβουνάλιο. Το σώμα του Αγίου Δημητρίου ενταφιάστηκε κρυφά από κάποιους πιστούς Χριστιανούς στον τόπο του μαρτυρίου του. Σ' εκείνο το δημόσιο λουτρό, ξεκίνησε να αναβλύζει μύρο από τον τάφο του Αγίου Δημητρίου κι έτσι ο Άγιος πήρε το προσωνύμιο Μυροβλύτης. Κι ένας στίχος από την Ποντιακή Μούσα αναφερόμενος στον Άγιο Δημήτριο: "Ο Άγιος Δημήτριος εμέντσεν τοι ποπάδες, όντες θα θάφνε τ' έμορφους, να μή παίρ'νε παράδες". Και στον Πόντο οι πατέρες μας τιμούσαν ιδιαίτερα τον άγιο Δημήτριο. Όπως μας παραδίδει ο Οδυσσέας Λαμψίδης για τον Άγιον Δημήτριο καθώς και για τον Άγιο Γεώργιο δεν υπάρχει τόπος στον Πόντο που να απουσιάζει εκκλησία ή εκκλησάκι τους. Τον άγιον τούτον μάλιστα τιμώσιν οι Έλληνες ως ποιούσι και δια τον Άγιον Γεώργιον ούτως ώστε ολίγοι θρησκευτικοί τόποι υπάρχουσιν ένθα λείπει εκκλησία ή παρεκκλήσι ότι αφιερωμένον εις την τιμήν τούτων των δύο αγίων. Ο Γ. Κ. Χατζόπουλος μας δίνει αρκετές πληροφορίες για τον Άγιο Δημήτριο. Ο Άγιος Δημήτριος ή Σέλμια κατά τους τούρκους καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και μαρτύρησε το 303 μ.Χ στην εποχή του αυτοκράτορα Μαξιμιανού. Οι κάτοικοι του χωριού Άνω Αντρεάντων Αμισού τον τιμούσαν πολύ και τον είχαν πολιούχο τους, γι αυτό και ίδρυσαν προς τιμή του ωραιότατο Ναό γιατί εμφανίστηκε στο όνειρο κάποιου από τους κατοίκους και του το ζήτησε. Η σχετική παράδοση γι αυτόν έχει ως εξής από το ακριβές κείμενο του Γ. Κ. Χατζόπουλου, όπως του το διηγήθηκε ο παππούς του: "Αε Δημήτρης τ’ εμέτερον έτον σ’ ένα ορμίν άκραν κεικά. Έναν ημέραν έβρεξεν κι έρθεν πολλά σέλ’ να παίρ’νεν κι επέν’νεν την εγκλεσίαν. Αε Δημήτρης ερωματίασεν τη Χατζιάντων τον Γιώρ’ κι είπεν ατόν: «Απαδακά α σκώετ’ εμεν κι ’α χτίζετε την εγκλεσία μ’ κι άλλο πλάν». Ας ση Ασάραγατσ̌ης το ποιρούμ (βράχο) έκοψαν λιθάρα̤ για ντιρέκια κι έχτισαν τον Αε Δημήτρην σ΄ Απάν’ τ’ Αντρεάντων. Ας έχτισαν ατόν κι ύστερα ΄κ̌ εδέβεν πολλά καιρός κι ερωματίασεν τ’ εγκλεσίας τοι μουτεβελίτ’ς (εκκλησιαστικό συμβούλιο) κι είπεν ατσεν: «Το παλό̤ν τ’ οσπίτι μ’ α τσ̌εβιρεύετε ‘το. Αποπέσ’ πουλίν πα ‘κ̌ι α δαβαίν». Έλεγαν ότι το ταφίν ατ’ πα εκεί έτον. Οι χωρέτ’ επήαν έναν ημέραν κι ετσ̌εβίρεψαν α με τη πελετί’ (δρυός) τα ξύλα. Ο ποπα Νικόλας επέν’νεν κι έφτηνεν την καντήλαν ατ’ όλον τον χρόνον, εξόν αν έτον βαρυχ̌ειμωνία". Την ημέρα της γιορτής του Αγίου γινόταν μεγάλο θρησκευτικό και εμπορικό πανηγύρι, στο οποίο κατέφθαναν χριστιανοί από τα χωριά ΣΤσ̌ινίκ, Τσ̌ινάρογλου Όξες κ.ά. ακόμα και τούρκοι. Την ημέρα αυτή τον ναό πλαισιώνουν με την παρουσία τους και οι εφημέριοι από τα άλλα χωριά. Πολλοί ήταν αυτοί που είχαν το όνομα του Αγίου και την ημέρα αυτή έφερναν μέσα σε κάνιστρο ψωμί, κρασί και λάδι. Με την φροντίδα του εκκλησιαστικού συμβουλίου παρασκεύαζαν φαγητά για τους ξένους και κυρίως το αγαπημένο φαγητό των Ελλήνων του Πόντου το κεσ̌κέκ (πλιγούρι με κρέας). Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας στο προαύλιο του Ναού γινόταν παλαιστικός αγώνας. Το έπαθλο για τον νικητή ήταν ένα πρόβατο ή ένα μοσχάρι που το έλεγαν κουλέσ̌ μπαξ̌ισί, δηλαδή βραβείο πάλης. Τέλος. Ακολουθούσαν χοροί όλη την ημέρα από όλους με νταούλι κεμεντζέ και κλαρίνο. Επίσης κοντά στην εκκλησία βρισκόταν και τ’ Αϊ Δημήτρη το Άϊσμαν (το αγίασμα του Αγίου Δημητρίου). Στα Κοτύωρα τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου τη θεωρούσαν και γεωργική γιορτή, κυρίως για καλλιέργεια και σπορά, ακόμη και αυτοί οι τούρκοι που τη λέγανε κασήμ. Σχετικά με τον καιρό πίστευαν ότι και ο Άη Δημήτρης είχε την κακοκαιρία του που τη λέγανε Τ’ Αε Δημήτρη η φουρτούνα. Τέλος, όσοι γιόρταζαν του Αγίου Δημητρίου στα Κοτύωρα έβαζαν τα χειμερινά στρωσίδια από τη μέρα αυτή και βέβαια αναλόγως του καιρού. Σχετικές επίσης με τον Άγιο Δημήτριο είναι δυο παραδόσεις από το Καρακούρτ της περιοχής του Κάρς. Στη μία που μοιάζει με συναξαρικό παραμύθι, ο Αϊ Δημήτρης, αφού έχασε τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά του, βρέθηκε στη φυλακή όπου εξηγούσε όνειρα. Κάποτε ερμήνευσε και ένα όνειρο της βασίλισσας και αυτή ευχαριστημένη από την ερμηνεία ανταμείβοντας τον, τόν έκανε αξιωματικό. Με την πάροδο του χρόνου και λόγω της θέσεώς του αναγνώρισε ανάμεσα στη φρουρά του και τα δυο παιδιά του που τα θεωρούσε χαμένα. Στη δεύτερη παράδοση «Το θάμαν τ’ Αε Δημητρή» είναι προφανής η ομοιότητα με άλλες παραδόσεις των Ελλήνων του Πόντου, όπου αντί του Αγίου Γεωργίου το θαύμα το κάνει ο Άγιος Δημήτριος και κατορθώνει ώστε ο τούρκος να πιστέψει και να βαπτιστεί χριστιανός. Σχετικά με τον Άγιο Δημήτριο είναι. Κι ένα άσμα της Ίμερας και της Κρώμνης στο οποίο μια μάνα καταριέται το παιδί της που θα φεύγει στην ξενιτιά. Εκείνο γεμάτο παράπονο της λέει πως όταν του Αγίου Δημητρίου πάει στην εκκλησία και δει άδειο το στασίδι του, όμως δει εκεί και τους συνομήλικούς του, τότε θα καεί η καρδιά της:
"Ευχέθ μάνα, ευχέθ’ μάνα, ευχέθ’ μη καταράσαι
πουρνά έν τ΄Αε Δημήτρη θα πας σην εγκλεσίαν
θ’ ελέπ΄ς και τα συμπαίδα μου, θα καίεται η καρδιά σ’".
Οπότε η μάνα αλλάζει την κατάρα και του εύχεται:
«Υιέ μ’ ευχ̌ή μ’ και Θεού και πάντων των Αγίων».
δηλαδή γιε μου έχε την ευχή μου, την ευχή του Θεού και όλων των Αγίων.
Σε κάποιο δίστιχο του χωριού Σταυρίν ο νεκρός δίνει παραγγελίες στους δικούς του να του χτίσουν κοιμητήρι και να βάλουν επάνω τις εικόνες του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Νικολάου:
Χτίσον το κοιμητήρι μου βάλεν απάν’ εικόνα,
τον Άγιον Δημήτριον και τον Άε Νικόλαν»
Ενώ αλλού έλεγαν:
Ο Άϊος Δημήτριος εμέντσεν (παρήγγειλε) τοι ποπάδες,
όνταν θα θάφτ’νε τ’ έμορφους να μη παίρ’νε παράδες».
Αρκετές ήταν και οι εκκλησίες στον Πόντο αφιερωμένες στη μνήμη του Αγίου Δημητρίου. Μια τέτοια εκκλησία ήταν στο χωριό Χαλτογιαννάντων στην Ίμερα. Στη Σάντα υπήρχε παρεκκλήσι στη μνήμη του Αϊ Δημήτρη πάνω από το χωριό Τσ̌ιακαλάντων. Τέλος στο χωριό Άνω Αντρεάντων της Αμισού υπήρχε η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, στην οποία ήταν χαραγμένη στα τουρκικά η εξής επιγραφή: Που αζίμ εκλήσα, ισμί Άγιος Δημήτριος ολαρακτάν μπιν σεκίζ γιουζ κουρκτά χουτάν πουλουντού» δηλαδή η Ιερή αυτή η εκκλησία που το όνομά της είναι Άγιος Δημήτριος, χτίστηκε κατά το έτος 1840. Στο Πόντο κατά διάφορες εποχές εμφανιζόταν ο γουρζουλάς, δηλαδή οι θανατηφόρους επιδημία πανώλης, προσωποποιημένη. Επειδή δεν υπήρχαν γιατροί και φάρμακα η επιδημία τυραννούσε και αποδεκάτιζε τον πληθυσμό. Ο λαός έπαιρνε διάφορα μέτρα. Μια παράδοση του λαού μας διασώζει ότι τον γουρζουλά τον κατέβαλε, τον νίκησε ο Άγιος Δημήτριος και πίστευαν ότι ο μαχητής που εικονίζεται μαζί του στην εικόνα και τον λογχίζει ο Άγιος Δημήτριος είναι ο γουρζουλάς. Επίσης στα εξορκιστικά γητέματα που λέγανε για να φύγει το κακό ή ο κίνδυνος από αυτόν που πειράχτηκε, συχνή ήταν η επίκληση της βοήθειας διαφόρων αγίων, μεταξύ των οποίων και του Αγίου Δημητρίου, όπως φαίνεται από το δίστιχο που ακολουθεί.
Αέρ’ (Άγιε Γεώργιε) και Αε Δημήτρη, Αε Θόδωρε κι Αε Νικόλα,
τ΄ ομμάτ ντ’ ομματά̤ζ’ να σπάν’ και να τσ̌ακλίζ’» δηλαδή το μάτι που ματιάζει να κομματιαστεί και να πλαντάξει.
Τέλος, στην Τραπεζούντα είχαν τα Αγιοδημητριάτικα λουλούδια που ανθίζουν τον Οκτώβριο, δηλαδή το μήνα που γιορτάζει ο Άγιος Δημήτριος με την ονομασία Τ’ Αε Δημητρί’ τσ̌ιτσ̌έκια. Στον Πόντο ο Χειμώνας άρχιζε κατά τον Τρυγομηνά (Οκτώβριο). Τον μήνα αυτό άρχιζαν να πέφτουν χιόνια στις βουνοπλαγιές, στα παρχάρια, στα χωριά. Έτσι όλοι έκαναν τις προμήθειές τους νωρίτερα και δεν πήγαιναν σε υπαίθριες δουλειές. Το δίστιχο που ακολουθεί δίνει παραστατικά την κατάσταση αυτή: Τρυγομηνά χ̌ειμός καιρός και χ̌όνα σα ραχ̌ία, πολλά χ̌όνα̤ εσ̌κέπασαν παρχάρ̤α και χώρια».
Του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα στις 30 Νοεμβρίου Από την ημέρα αυτή κατά την κοινή δοξασία άρχιζε το κρύο να αντρειεύει, αλλού έλεγαν: να αντρεύκεται η νύχτα, (βλέπε στο Αρχείον του Πόντου Τόμοες Γ’ σελ.195). Το λαϊκό ρητό που παρακολουθεί και ορίζει τις μετεωρολογικές αλλαγές των ημερών αυτών, λέει επιγραμματικά:
Αγιαντρέα φυσά, Αϊ Βαρβάρα βρέξον,
Αε Σάββα χ̌όντσον, Αε Νικόλα βοήθα ή άνοιξον.
Αλλού το μετεωρολογικό (ας το πούμε) αυτό τετράστιχο απαντά ως τρίστιχο:
Αε Βαρβάρα φύσα, Αε Σάββα χ̌όντσον, Αε Νικόλα άνοιξον ή στοίβαξον.
Στην Τραπεζούντα κάτω από τον μεγάλο βράχο που στήριζε τα θεμέλια του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Γρηγορίου μέσα σε μια μικρή χτισμένη σπηλιά ήταν το εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα στα κράσπεδα της ακρογιαλιάς, συνδεόμενο με θρύλους γύρω από το ταξίδι του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα στον Πόντο, όπου υπήρχε και αγίασμα.
Πηγή για τα λαογραφικά των μηνών του έτους αποτελεί η ανεπανάληπτη εργασία της κυρίας Έλσας Γαλανίδου - Μπαλφούσια, έκδοση της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών του Αρχείου του Πόντου, (παράρτημα 19, Αθήνα 1999), υπό τον τίτλο Ποντιακή Λαογραφία "Οι Τέσσερις Εποχές και οι μήνες τους".
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com