Τα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς στην επαρχία Χαλδίας του Πόντου

Written by Πολατίδης Βασίλειος. Posted in Καζαμίας

Μαθητές του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας με το δάσκαλο τους, πρίν τον ξεριζωμό.Επεξήγηση και σημασιολογία των δημωδών ασμάτων.

Πολλοί έγραψαν στα περιοδικά Αρχείον Πόντου, Ποντιακά Φύλλα & Χρονικά του Πόντου, για πολλά και διάφορα θέματα που αφορούσαν σε όλες σχεδόν τις πτυχές και εκδηλώσεις της ζωής των Ελλήνων του Πόντου. Δεν έτυχε όμως ιδιαίτερης προσοχής το ζήτημα των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των εργαζομένων και των εργοδοτών τους που στα χρόνια εκείνα κυρίως ήταν αρχιμεταλλουργοί. 

Το ζήτημα αυτό έχει μεγάλη σπουδαιότητα, όπως γράφει κι ο σοφός Δ. Οικονομίδης στο Αρχείον Πόντου, μόνο στα μεταλλεία της Αργυρούπολης κατά τον 17ο αιώνα, δηλαδή την εποχή της μεγαλύτερης ανάπτυξης τους, το εργατικό δυναμικό υπολογίζεται στα 30.000 άτομα. Αριθμός που εύκολα χαρακτηρίζει μια πόλη ως εργατούπολη. Ως αντίπαλο δέος στην εργασία, στην στυγνή τυραννία του τούρκου κατακτητή, όλο το ελληνικό έθνος του Πόντου καταλάβαινε ότι έπρεπε να παρουσιάζει ένα σταθερό και αρραγές μέτωπο. Τούτο όμως δεν σήμαινε πως εργάτες και εργοδότες δεν είχαν διαφορές, άσχετο αν για τους παραπάνω λόγους δεν εκδηλώθηκαν ποτέ στάσεις και συγκρούσεις. Το ότι υπήρχαν, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί καθώς αποδεικνύεται απ’ την σωρεία των παροιμιών που φιγουράρουν στο Αρχείον του Πόντου αλλά και άλλων περιοδικών, που καυτηριάζουν την σκληρότητα του πλούτου προς την εργαζόμενη φτωχολογιά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί αρχιμεταλλουργοί όπως λ.χ. η οικογένεια των Σαρασιτών στην Αργυρούπολη, έκαναν πολύ καλή χρήση του πλούτου. Αυτό και μόνο όμως δεν μας επιτρέπει να παραδεχτούμε ανιδιοτέλεια και έλλειψη ανθρωπίνων αδυναμιών σε μια σειρά άλλους αρχιμεταλλουργούς. Ένα ντοκουμέντο που διασώζει και περιγράφει την παραπάνω κατάσταση είναι και τα Ποντιακά Κάλαντα με την ακόλουθη πλήρη παραλλαγή τους, που ψαλλόντουσαν την νύχτα της Πρωτοχρονιάς στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, την Αργυρούπολη, ως εξής :

“Αρχή Κάλαντα κι’ αρχή του χρόνου
Πάντα Κάλαντα, πάντα του χρόνου
Αρχή μήλον έν’ κι αρχή κυδώνιν,
Κι αρχή βάλσαμον το μυρισμένον
π’ εμυρίστεν ατ’ ο κόσμος ούλεν
ο κόσμος ούλεν κι ο Βασιλέας
για μυρίστ’ α̤το κι εσύ αφέντη
άϊ αφέντη, καλέ μ’ αφέντη.
Εσύ ΄ς σο ταρέζ’ κι εγώ ΄ς σην πόρταν
Φέρεν το φετήρ’ θέλω να πάω”

Μήλα και Κυδώνια, τα φρούτα των ΚαλάντωνΕξηγούμαι :
Την παραμονή των Χριστουγέννων έρχεται το μικρό ποντιόπουλο, χτυπάει την πόρτα του πλούσιου αρχιμεταλλουργού και με το Χριστουγεννιάτικο τραγούδι του φέρνει την καλησπέρα του : «Καλήν εσπέραν άρχοντες» λέει, και συνεχίζοντας «αν είναι ορισμός σας, Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας…κτλ».  Προσπαθεί με το ιστορικό της γέννησης του Χριστού να συγκινήσει τον ασυγκίνητο οικοδεσπότη για να καταλήξει στο πεζό : «δότε κι εμάς τον κόπο μας» να του ζητήσει ταπεινά ελεημοσύνη. Μία εβδομάδα αργότερα, την νύχτα της πρωτοχρονιάς, ο ίδιος μικρός ξαναχτυπά την πόρτα του ίδιου μεγάρου. Κι ήταν αληθινά μέγαρα της εποχής εκείνης, οι κατοικίες των αρχιμεταλλουργών.  Δεν πρόκειται όμως για τον ίδιο ταπεινό και ζαρωμένο μικρό της περασμένης εβδομάδας. Δεν ξοδεύεται σε θρησκευτικούς λυρισμούς, ούτε την καλησπέρα του λέει. Ντόμπρα και σταράτα του εξηγεί ότι είναι πρωτοχρονιά και του ζητάει επιτακτικά (προστακτικά) κάποιο δίκαιο αίτημα του: «Φέρεν το φετήρ, θέλω να πάω».
Που οφείλεται αυτή η διαφορά στην στάση του τραγουδιστή ;
Απλούστατα, το πρώτο τραγούδι, το χριστουγεννιάτικο είναι τραγούδι της οικονομικής παρακμής το οποίο γράφτηκε όταν πια τα μεταλλεία έπαψαν να εργάζονται και δεν υπήρχαν πλέον δουλειές. Οπότε με ταπεινότητα ζητούσαν όλοι οι αδύνατοι την βοήθεια των οικονομικά δυνατών.
Το δεύτερο, το πρωτοχρονιάτικο τραγούδι γράφτηκε όταν τα μεταλλεία δούλευαν, όταν οι δουλειές φούντωναν και μαζί τους φούντωναν και οι αδικίες και κατά συνέπεια και οι αγώνες. Τούτα αποδεικνύονται και αποδίδονται ιστορικά στον 17ο αιώνα. Το συμπέρασμα αυτό εξάγεται απ’ την έρευνα της λέξεως “βάλσαμον” που εισάγει εντέχνως ο λαϊκός ποιητής μέσα στο δημώδες αυτό άσμα των εορτών. Αναφέρει η εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού : Βάλσαμον = Ο όρος βάλσαμον (balsamum) χρησιμοποιείτο ευρέως κατά τους ΙΖ’ & ΙΗ’ αιώνες δια τα λίαν οδμηρά φάρμακα (επεξ: οδμή-οδμά = οσμή, δυνατή) τα προοριζόμενα δια την καταπράυνσιν του άλγους (αναλγητικά, ηρεμιστικά). Ένας ποιητής που μεταχειρίζεται μια λέξη που κατά κάποιο τρόπο είναι της μόδας σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, εκούσια ή ακούσια προδίδει μόνος του τον χρόνο που έγραψε αυτό το έργο. Προσκαλεί λοιπόν τον πλούσιο εργοδότη να μυριστεί το βάλσαμον (αλληγορία) με άλλα λόγια να δείξει κατανόηση για να βρεθεί τρόπος να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στις δύο αυτές ακρότητες που συμβολίζουν πολύ παραστατικά το μήλον και το κυδώνιν, γιατί αυτό κάνουν άπαντες κι ο Βασιλέας = ο Θεός, αλλά κι όλος ο κόσμος “εμυρίστεν ‘ατο ο κόσμος ούλεν, να μυρίστ’ ατό κι εσύ αφέντη”. Ποιες είναι λοιπόν αυτές οι δύο ακρότητες που συμβολίζουν το μήλον και το κυδώνιν ;
Το μήλον συμβολίζει την ζωηρόχρωμη, την κοκκινομάγουλη υγεία και ευτυχία του εργοδότη (σαν τα κόκκινα μήλα που αφθονούν στην πατρίδα του ποιητή).
Το κυδώνιν με το ωχροκίτρινο του χρώμα και την στυφή του γεύση, συμβολίζει την κιτρινίλα που είναι χυμένη στο πρόσωπο του προλετάριου εργάτη αλλά και σε όλη του την ζωή. Τα κυδώνια αφθονούν επίσης στην πατρίδα του λαϊκού ποιητή και με αυτήν την εικόνα επιχειρεί να χρωματίσει τις εκφράσεις για την δυστυχία του λαού. Αφού λοιπόν τόσο παραστατικά περιγράφει την τραγική πραγματικότητα, προσκαλεί τον οικοδεσπότη να φέρει το “φετήρ”. Γιατί όμως ένας ποιητής που χειρίζεται τόσο όμορφα την ελληνική γλώσσα και γραφή και καταφέρνει να συμπυκνώνει τόσες ιδέες και συμβολισμούς μέσα στο κείμενο αυτό, εισάγει μια ξενόφερτη λέξη ; Του έλειπε ο αντίστοιχη ελληνική ;  Όχι ! Το έκανε για να χρωματίσει τον ποιητικό του λόγο. Επέλεξε μια μουσουλμανική για να ταπεινώσει τον χριστιανό σκληρό μεταλλουργό εργοδότη, που όπως λέει η παράδοση : καβάλα πήγαινε στην εκκλησιά τις Κυριακές για να λειτουργηθεί. Σαν να θέλησε να τον τοποθετήσει σε χαμηλότερο κοινωνικό σκαλοπάτι από εκείνο που συνήθιζαν να τοποθετούν τον άδικο κατακτητή οι ραγιάδες χριστιανοί. Το φετήρ είναι παραφθορά της αραβικής λέξης φιτρέ. Ο κ. Ι. Χλωρός στο τουρκο-ελληνικό λεξικό του, εξηγεί ως εξής την λέξη. Φιτρέ = η υποχρέωση που έχει κάθε μουσουλμάνος, την παραμονή (αριφέ) του μπαϊραμιού, κάθε χρόνο, να χωρίζει το δέκατο όλης της περιουσίας του, κινητής και ακίνητης, να το ρευστοποιεί και να το μοιράζει στους φτωχούς γιατί σύμφωνα με το κοράνι ανήκε σ’ αυτούς.
Είναι λοιπόν σαν να λέει στον εργοδότη : Είναι πρωτοχρονιά, αρχή του χρόνου, στρώνουν οι λογαριασμοί, ας στρώσουμε και τους δικούς μας. Η ευτυχία σαν κόκκινο μήλο λάμπει στο πρόσωπο σου, ενώ εγώ απ’ την κακοπέραση κατάντησα κίτρινος σαν το κυδώνι. Χρειάζεται κατανόηση για να γεφυρωθεί το μεταξύ μας χάσμα που σαν βάλσαμο θα δώσει τέλος στο άλγος που προκαλεί αυτή η αντινομία. Τόσο ο Θεός όσο και όλος ο κόσμος, αυτό κάνουν. Κοίτα κι εσύ στις εταζέρες (ταρέζια), στις αποθήκες σου, όλα του κόσμου τα αγαθά ! κι εγώ ξεροσταλιάζω στην πόρτα σου. Φέρε μου το δίκιο μου, φέρε μου το φετήρ που ακόμα και ο νόμος των απίστων (τούρκων) μου παραχωρεί, γιατί βαρέθηκα και θέλω να φύγω.
Ομάδα ομογενών λαϊκών παραδοσιακών οργανοπαικτών στη Γεωργία το 1912 Αν προσέξουμε λίγο την φρασεολογία του ποιήματος, την εντυπωσιακή λέξη που μεταχειρίζεται, θα βρούμε την ιδιότητα του ποιητή, αν όχι το όνομα του.
Όπως γράφει στον Ε’ τόμο του Αρχείου του Πόντου το σοφός μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος, πολλοί ιερωμένοι του μητροπολιτικού θρόνου της Χαλδείας, κατά καιρούς εμόναζαν στα μαναστήρια της Ιερουσαλήμ. Ήρχοντο εκεί σε επαφή με αραβόφωνους ορθοδόξους. Αναφέρονται και κληρικοί της Χαλδίας που έγραψαν στην αραβική γλώσσα την θεία λειτουργία για την χρήση των αραβόφωνων ορθοδόξων. Ένας απ’ αυτούς θα πρέπει να είναι ο ποιητής του πρωτοχρονιάτικου μας άσματος. Κάποιος που γνώριζε καλά την αραβική γλώσσα για να κάνει χρήση της λέξεως φετήρ. Ένα παιδί του λαού. Κάποιος κοντά στον λαό, που ζούσε και ένιωθε τον πόνο του λαού ώστε να μπορέσει να γράψει το αριστούργημα αυτό. Εκείνο το ”καλέ μου” που πλέκεται τόσο όμορφα με το “αφέντη” επαναλαμβανόμενο δύο φορές στην φράση : “Άϊ αφέντη, καλέ μ’ αφέντη”, συνδεδεμένο με κείνο το επιφώνημα “ άϊ “ είναι το ειρωνικό του αρχαίου ελληνικού λόγου = καλέ καγαθέ άνερ = και με αυτή την ειρωνική αποστροφή λέει τον εργοδότη του καλόν.
Μόνο ένας που κατέχει καλά την αρχαία ελληνική και αραβική θα μπορούσε να περιπλέξει και να ζωγραφίσει αυτά τα θαυμάσια αραβουργήματα του ποιητικού λόγου μέσα στα πλαίσια του ποντιακού ιδιώματος.  Σημειώνει κλείνοντας ο κ. Μουζενίδης : ο φίλος μου ο Π. Σαλλαπασίδης στα Ποντιακά Φύλλα ως φετήρ εξήγησε κάποτε ένα είδος πλακούντα με την ερμηνεία αυτή διαφωνώ καθώς τέτοιο όνομα δεν είχαμε ποτέ στην πατρίδα. Σε μια άλλη παραλλαγή που σημειώνει ο κ Μελανοφρύδης, αντί του τελευταίου στίχου προτάσσει τον στίχο “χά τζιρόπα χά μηλόπα”. Πρόκειται για προσθαφαιρέσεις των κατοπινών χρόνων όταν πια δεν υπήρχε λόγος να ζητηθεί το Φετήρ και οι τραγουδιστές περιορίζονταν στο να ζητούν τσιρόπα και μηλόπα.

Πηγή : Χρονικά του Πόντου, Τεύχη 21-22 - Π.Δ. Μουζενίδης

Ποντιακή Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com 

Print