Η Αρχιτεκτονική της κατοικίας της ηπειρωτικής ενδοχώρας στον Πόντο
Στην ηπειρωτική ενδοχώρα, οι αγροτικές κατοικίες στην πλειονότητά τους είναι ισόγειες και σπανίως διώροφες, με ενσωματωμένες τις περισσότερες βοηθητικές λειτουργίες –ελάχιστες ως προς τον αριθμό– στο ίδιο το βασικό τους κτίσμα.
Σαφώς διαφέρουν από εκείνες των παραλίων ως προς τη λειτουργική οργάνωση, το κατασκευαστικό σύστημα και την αρχιτεκτονική σύνθεση. Ωστόσο, στην ηπειρωτική ενδοχώρα του Πόντου υπάρχουν αγροτικές περιοχές όπου οι ιδιάζουσες κλιματικές συνθήκες και η ανάλογη γεωμορφολογία επιβάλλουν την επικράτηση των διώροφων κατοικιών με κάλυψη αμφικλινούς στέγης (π.χ. χωριά της Σάντας). Στην κατοικία της ηπειρωτικής ενδοχώρας η λειτουργική οργάνωση –συγκρινόμενη με την αντίστοιχη των παραλίων– ακολουθεί μάλλον πρωτογενή πρότυπα (συνύπαρξης ανθρώπων, ζώων και βοηθητικών χρήσεων στο ίδιο κέλυφος). Ανάλογα δε με τις εκάστοτε ισχύουσες, κατά περιοχή, συνθήκες (γεωμορφολογίας και κλίματος, τοπικής οικονομίας, κοινωνικής σύνθεσης, ασφάλειας και φυσικής οχύρωσης) παρατηρούμε τους επικρατούντες τύπους κατοικιών και τις παραλλαγές τους. Αρχιτεκτονικές ιδιοτυπίες, όπως οι συνενωμένες υπό κοινό δώμα ισόγειες κατοικίες (τύπος «αδελφικού») ή η αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα του «κρυφού δωματίου» στις κατοικίες των κρυπτοχριστιανών ερμηνεύονται συνήθως με βάση την υλική και πνευματική δομή της οικογένειας. Η ελαχιστοποίηση των φωτιστικών ανοιγμάτων –ως προς τον αριθμό και το μέγεθος– στις κατοικίες της ηπειρωτικής ενδοχώρας, που οφειλόταν όχι μόνο στις κλιματικές συνθήκες, αλλά και είχε και αμυντικό χαρακτήρα, οδήγησε στην κατασκευή του εκφορικού φεγγίτη οροφής («δρανίου»). Η διαφοροποιημένη τοπική οικονομία της περιοχής σε σχέση με αυτήν των παραλίων (περιορισμένη γεωργία και κτηνοτροφία, στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης των τοπικών και μόνο αναγκών) οδήγησε σε μικρό αριθμό συνοδευτικών προσκτισμάτων συναφών με την πρωτογενή παραγωγή και σε ενσωμάτωση των περισσότερων βοηθητικών λειτουργιών σε αυτήν της κυρίως κατοικίας.Όσο απομακρυνόμαστε από τα παράλια και οδεύουμε προς το εσωτερικό της χώρας του Πόντου, το τοπίο αρχίζει να αλλάζει. Λίγο μετά την Αργυρούπολη, στα υψώματα της Άρδασας και στην περιοχή της Ιμέρας, της Κρώμνης, του Σταυρίου, η βλάστηση ελαττώνεται σημαντικά, το κλίμα γίνεται ψυχρό και ξηρό, το έδαφος βραχώδες και άγονο, παρόλο που το διαρρέουν τακτικά υδάτινα ρέματα. Εδώ, σε αυτή την περιοχή, απαντούμε τα μικρά, δωματοσκέπαστα, εξολοκλήρου πετρόκτιστα με πωρόλιθο κτίσματα, πλατυμέτωπα και μακρινάρια, μονώροφα ως επί το πλείστον και σπανιότερα διώροφα. Βρίσκονται τοποθετημένα με την πλατιά συνήθως πλευρά τους παράλληλη προς τις ισοϋψείς καμπύλες του εδάφους και διατηρώντας την πίσω πλευρά τους συχνά λαξευμένη μέσα στο έδαφος (που τις πιο πολλές φορές είναι βραχώδες). Βεβαίως, στις περιοχές όπου ο πωρόλιθος σπανίζει (όπως αυτή της Άρδασας) δε λείπουν και τα πλινθόκτιστα κτίσματα κατοικιών με ενδιάμεσες ξυλοδεσιές που προέρχονται από τα ελάχιστα δένδρα της περιοχής. Αυτά τα τελευταία συνήθως σοβατίζονται εξωτερικά με ασβεστοκονίαμα μόνο στην κύρια όψη, σε αντίθεση με τα προηγούμενα, τα εντελώς λιθόκτιστα, που παραμένουν εξωτερικά εντελώς ανεπίχριστα. Ωστόσο, υπάρχουν και δωματοσκέπαστες κατοικίες που συνδυάζουν μικτή τοιχοποιία πέτρας και πλίνθου με ενδιάμεσους οριζόντιους, κατακόρυφους και διαγώνιους ξύλινους συνδέσμους. Αυτές τις συναντούμε πιο τακτικά στην ηπειρωτική ενδοχώρα του κεντρικού Πόντου: στις αγροτικές περιοχές Νικοπόλεως και Κολωνείας και κατά μήκος του Λύκου ποταμού.
Σε πολλές περιοχές, επίσης, παρατηρούμε συνένωση δύο ή περισσότερων ισόγειων δωματοσκέπαστων κατοικιών υπό κοινό δώμα κατά τη στενή τους πλευρά. Πρόκειται για τα λεγόμενα «αδελφικά». Από μια πρώτη διερεύνηση της τυπολογικής εξέλιξης των κατοικιών διαφαίνεται ότι η πρωταρχική φάση αυτού του τύπου ήταν μάλλον ο αρχικός μονόχωρος πυρήνας χωρίς καθόλου –ή με μικροσκοπικά– ανοίγματα, εκτός από αυτό της πόρτας της εισόδου και του φεγγίτη οροφής («δρανίν»). Αρχικά επρόκειτο για χώρο κοινής διαβίωσης ανθρώπων και ζώων. Η κάλυψή του γινόταν από την αρχή με το ίδιο οριζόντιο δώμα χωμάτινης επικάλυψης. Στη συνέχεια, στη μία από τις τέσσερις πλευρές του αρχικού χώρου προστέθηκε και δεύτερος, το «σεκίν», υπερυψωμένος κατά 3-4 βαθμίδες σε σχέση με τον αρχικό πυρήνα, θολοσκέπαστος τις πιο πολλές φορές, με καπνοδόχο («ποχορίκ») στο κέντρο του θόλου. Έτσι προέκυψε ο πρώτος διαχωρισμός του χώρου των ανθρώπων από εκείνο των ζώων: το «σεκίν» για τους ανθρώπους, το «αγιάτ» –που ήταν και ο αρχικός πυρήνας– για τα ζώα. Αργότερα, πίσω από τους δύο αρχικούς χώρους «σεκίν» και «αγιάτ» προστέθηκε και τρίτος, ο οποίος είχε πρόσβαση από το «αγιάτ», ονομαζόταν «μεσοχάμ» ή «γερεβίν», αποτελούσε το χώρο της κύριας κατοικίας και φωτιζόταν από την οροφή με το «δρανίν». Η θέρμανση του χώρου γινόταν με το «κλιβεάν»: κυλινδρικό βαρέλι, τοποθετημένο κατά 3/4 του ύψους του μέσα στο έδαφος και κατά το 1/4 πάνω από αυτό. Μέσα σε αυτό έκαιγαν θερμαντική ύλη – συνήθως ξύλα, αποξηραμένη κόπρο («κουσκούρεα»), άχυρα κ.λπ.· τοποθετώντας τα στρώματα πάνω στο χωμάτινο ή πλακοστρωμένο δάπεδο γύρω από την εστία, ζέσταιναν το βράδυ τα πόδια τους.
Αυτό το τελικό σχήμα λειτουργικής οργάνωσης της κάτοψης «αγιάτ» – «σεκίν» – «μεσοχάμ», ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες, όπως αυτές ίσχυαν κατά περιοχή, κατέληξε σε διάφορες τυπολογικές παραλλαγές. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις παραλλαγών του ίδιου βασικού τύπου, τα κτίσματα στα οποία αναφερόμαστε είναι ως επί το πλείστον μονώροφα, με κάλυψη οριζόντιου χωμάτινου δώματος. Αυτό το τελευταίο κυλινδριζόταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα με πέτρινο κύλινδρο, το «κυλίντρ'», ώστε να είναι συμπαγές. Στο μέσο του δώματος υπήρχε πάντοτε το άνοιγμα του φωτιστικού φεγγίτη κατασκευασμένο εκφορικά. Στη συνέχεια και με την εξέλιξη της αγροτικής κατοικίας, στους αρχικούς βασικούς χώρους της προστίθενται και άλλοι βοηθητικοί. Μεταξύ αυτών ιδιαίτερη θέση, ιδίως στις κατοικίες της Χαλδίας, στην Ιμέρα, την Κρώμνη ή στο Σταυρίν, κατείχε το «κρυφό δωμάτιο» –συνήθως πίσω από το κελάρι– ως χώρος προσευχής των κρυπτοχριστιανών. Εκεί ήταν συγκεντρωμένα όλα τα σύμβολα της χριστιανικής λατρείας. Σε πολλές περιοχές, ιδίως στις ενορίες της Κρώμνης, ο χώρος αυτός ήταν συνήθως υπόγειος και επικοινωνούσε μέσω ξύλινης καταπακτής με το ισόγειο. Με δεύτερη είσοδο στο ίδιο επίπεδο μπορούσε να επικοινωνήσει με αντίστοιχο χώρο άλλης κατοικίας. Οι τοίχοι του «κρυφού δωματίου» συνήθως δεν έφεραν εσωτερικά κανένα ιδιαίτερο μόνιμο διάκοσμο και σπάνια διακοσμούνταν με λαϊκότροπες αγιογραφίες. Εκτός όμως από τις ισόγειες δωματοσκέπαστες κατασκευές αγροτικών κατοικιών στην ηπειρωτική ενδοχώρα, υπάρχουν και οι διώροφες, συχνά δε και τριώροφες αντίστοιχες. Στις διώροφες το ισόγειο χρησιμοποιείται για αποθηκευτικές και άλλες βοηθητικές λειτουργίες της οικογένειας, ενώ ο όροφος αποτελεί την κυρίως κατοικία με τους χώρους διαβίωσης, ύπνου και φιλοξενίας. Στον αγροτικό αυτό χώρο της ορεινής ηπειρωτικής ενδοχώρας, οι διώροφες κατοικίες συνήθως αποτελούν την εξαίρεση, εκτός από ορισμένους οικισμούς, όπως για παράδειγμα εκείνοι της επτάκωμης Σάντας, όπου η επικράτηση αυτού του είδους κατοικίας, που είναι επιβεβλημένη κυρίως από ενδογενείς-τοπικές παραμέτρους, επέτρεψε τη δημιουργία οικιστικών συνόλων με ιδιαίτερα (κοινά) τυπολογικά γνωρίσματα. Τα αίτια που οδηγούν στην κατασκευή των διώροφων αγροτικών σπιτιών είναι σαφώς διαφορετικά για κάθε περιοχή. Η επικράτηση των ισόγειων κατοικιών στους περισσότερους από τους οικισμούς αναφοράς μας και η επιλεκτική παρουσία των διώροφων είναι μάλλον αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής σε έναν δεδομένο ιστορικό-γεωγραφικό περίγυρο με ορισμένες κατ' εξαίρεση διαφοροποιήσεις, κυρίως του κοινωνικού και οικονομικού status.
Το διώροφο σπίτι, όταν εμφανίζεται περιστασιακά στους αγροτικούς οικισμούς της περιοχής αναφοράς μας, προκύπτει: α) είτε ως μετεξέλιξη του αρχικού ισόγειου σπιτιού, οπότε η εσωτερική λειτουργική δομή του μπορεί να είναι συμπληρωματική της ήδη υπάρχουσας, αλλά και πλήρης μετασκευή της αρχικής, β) είτε ως εξαρχής αυτοτελής κατασκευή, επηρεασμένη περισσότερο απ' ό,τι η προηγούμενη περίπτωση από εξωγενείς πολιτισμικούς παράγοντες και από αστικά πρότυπα. Πρόκειται για τις κατοικίες που χτίζονται κυρίως από περιστασιακούς κατοίκους του συγκεκριμένου αγροτικού χώρου. Κατασκευάζονται μάλλον ως κατοικίες εποχικής χρήσης, κυρίως θερινής διαμονής. Η τακτική εμφάνιση, ωστόσο, διώροφων κατοικιών στα χωριά της Σάντας και σε ορισμένους ακόμη από τους ορεινούς μεσόγειους αυτούς αγροτικούς οικισμούς (π.χ. Αυλίαινα, Άε-Φωκάς), οφειλόμενη, όπως προαναφέραμε, σε καθαρά ενδογενείς παραμέτρους (τοπικές κλιματικές συνθήκες, γεωμορφολογία της περιοχής), μας υποχρεώνει να αναγνωρίσουμε σε αυτούς τους οικισμούς την επικράτηση ενός συγκεκριμένου τύπου διώροφης κατοικίας. Οι κατοικίες στην ενδοχώρα του Πόντου, ισόγειες ή διώροφες, χτίζονται συνήθως με πέτρα, υπόλευκο πωρόλιθο («σπογγίτα»), ο οποίος λαξεύεται εύκολα και είναι ανθεκτικός στις καιρικές συνθήκες. Αυτή η πέτρα κυρίως χρησιμοποιείται στα μεσόγεια ορεινά χωριά της Αργυρούπολης και της Τραπεζούντας. Ειδικά στην περιοχή της Χαλδίας, εκτός από τους εξωτερικούς τοίχους, στη φέρουσα κατασκευή συμμετέχουν ως στατικοί φορείς και τα ενδιάμεσα εσωτερικά λίθινα τόξα. Με αυτά, εκτός άλλων, επιτυγχάνεται και ο λειτουργικός διαχωρισμός του εσωτερικού χώρου της κατοικίας σε διάφορες ενότητες. Το τόξο, ως χαρακτηριστικό κατασκευαστικό αλλά και μορφολογικό στοιχείο της περιοχής, συναντάται εσωτερικά εκτός άλλων στην πλαισίωση της εστίας, αλλά και εξωτερικά ως υπέρθυρο της εισόδου ή των παραθύρων. Χαρακτηριστικός επίσης είναι και ο τρόπος κατασκευής του δώματος στις αγροτικές αυτές κατοικίες. Τη βασική φέρουσα κατασκευή του αποτελούν οριζόντια ξύλινα δοκάρια (τα «δόκεα»). Αυτά στηρίζονται πάνω στους εξωτερικούς φέροντες τοίχους, αλλά και στα εσωτερικά πέτρινα τόξα ή στο κεντρικό υποστύλωμα, το «βασιλοστούλαρο». Πάνω στα «δόκεα» εδράζονται τα «μαρτάκεα» –ξύλινα δοκάρια μικρότερης διατομής– και στη συνέχεια πάνω στα «μαρτάκεα» τα «πλακία», δηλαδή λίθινες πλάκες για την τελική επίστρωση πάνω σε αυτές του ασβεστοπυριτοχώματος («κατακάρ'»). Το δώμα είναι σχετικά υπερυψωμένο στις άκρες του. Οι «σεμερλεμέδες» (ακραίες λίθινες πλάκες σε προεξοχή) βοηθούν στην καλή απορροή των όμβριων υδάτων. Στο μέσο του επίπεδου δώματος και πάνω από το χώρο της κυρίως κατοικίας κατασκευάζεται εκφορικά φωτιστικός φεγγίτης, το «δρανίν», άλλοτε με ξύλινα δοκάρια και άλλοτε με λίθινες πλάκες. Ο φεγγίτης εσωτερικά κλείνει με ξύλινο κάλυμμα, το «κουκούλ». Συγκριτικά με τις αγροτικές κατοικίες των παραλίων, στις αντίστοιχες της ηπειρωτικής ενδοχώρας τα βοηθητικά προσκτίσματα είναι ελάχιστα ως προς τον αριθμό και το μέγεθος και συχνά ενσωματωμένα στην κυρίως κατοικία. Σε αυτό συντείνει και η αγροτική οικονομία των περιοχών αυτών, ως επί το πλείστον κτηνοτροφική και μάλιστα περιορισμένης κλίμακας.
Πηγές:
1. Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού
2. Γαβρά Ελένη, Αγροτικός χώρος και κατοικία στον Πόντο από τον 19ο αι. έως τις αρχές του 20ού. Ορεινοί οικισμοί στις περιοχές Αργυρούπολης και Τραπεζούντας (Θεσσαλονίκη 1998)
3. Ιωαννίδης Σάββας, «Τα παρχάρια της Μούζενας», Αρχείον Πόντου 38 (1984), σελ. 203.
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com