Το χωρίον Αγορέν - Γενή Χάν (Γιλτής). Αγορέν ή Άκ Βηράν-Akören  της Σεβάστειας του Πόντου

Το χωρίον Αγορέν - Γενή Χάν (Γιλτής) της Σεβάστειας του Πόντου (Ορθόδοξος Ιερός Ναός)Το Αγορέν, χωριό αμιγώς Ελληνικό με 80 οικογένειες βρισκόταν στην επαρχία Γενή Χάν του νομού Σεβάστειας. Είχε μια εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, δύο παρεκκλήσια της Ζωοδόχου Πηγής και της Αναλήψεως του Σωτήρος Χριστού, καθώς και ένα ελληνικό σχολείο με 40 μαθητές και έναν καλόγερο για δάσκαλο.

Το χωριό ήταν χωρισμένο σε 4 μαχαλάδες:
1. Των Τοξιδέων Τοξάν Μαχαλά
2. Των Ιντζιαδέων Ιντσάν Μαχαλά
3. Των Ερυθρουπόλεων και
4. Των Τσακαλιδέων Τσακαλά Μαχαλά
Προύχοντες του χωριού ήταν ο Τοξίδης Παναγιώτης και ο Αυκατούρ Παναγιώτης. Οι κάτοικοι βιοπορίζονταν από τη γεωργία και την κτηνοτροφία, οι ιδιοκτησίες δεν ήταν αρκετά μεγάλες, γύρω στα 100 στρέμματα κατά μέσο όρο ενώ τα ζώα που έκτρεφαν ήταν αρκετά. Κατά μέσο όρο κάθε οικογένεια είχε 15 μεγάλα ζώα (αγελάδες κτλ) και γύρω στα 50 μικρά (αιγοπρόβατα). Οι βοσκές του χωριού καταλάμβαναν έκταση 2000 στρεμμάτων. Υπήρχε κι ένα πολύ ψηλό βουνό που το έλεγαν Τσάπισλη. Παρά την καλή κατάσταση των αγροτών αρκετοί εξ αυτών προτιμούσαν να φεύγουν στη Σαμψούντα και την Πάφρα και να εργάζονται εκεί σε διάφορες χειρονακτικές εργασίες. Στο χωριό υπήρχε επίσης ένα κάστρο που το έλεγαν Πέτρα.

Δείτε το βίντεο για το Αγορέν - Γενή Χάν της Σεβάστειας του Πόντου

Σεβάστεια. Ο κυβερνήτης Καλίντ Ριφάτ πασά (δεξιά) και ο αδελφός του Χουσεΐν Αβνί bey, στη δεκαετία του 1920Στο Αγορέν όπως και στα υπόλοιπα ελληνικά χωριά τριγύρω έγιναν πολλές δημεύσεις περιουσιών, βασανισμοί, λεηλασίες και φόνοι υπο των τούρκων. Το 1917 πέντε ήταν τα πρώτα θύματα της τουρκικής θηριωδίας. Όταν το 1917-1918 άρχισαν να αγριεύουν οι τούρκοι και να βασανίζουν τους Έλληνες. Εξήντα παιδιά του χωριού που είχαν δέκα όπλα στην κατοχή τους, αποφάσισαν να φύγουν στο βουνό και κατέβαιναν μόνο το βράδυ στο χωριό. Ακολούθησαν αυτή την τακτική για αρκετούς μήνες. Ένα πρωί καθώς ήταν στο βουνό παρατήρησαν από απόσταση μια κουστωδία τούρκων χωροφυλάκων να σύρουν περίπου 40 συγχωριανούς τους στην εξορία. Τους έβλεπαν αλλά ήταν διστακτικοί. Αναρωτιόνταν : να επιτεθούμε και να τους γλιτώσουμε απ τα χέρια των τούρκων; Και που να τους πάμε; Τι να τους κάνουμε; Ήταν γυναικόπαιδα και γέροι. Με μόνο 10 όπλα θα μπορούσαν να απωθήσουν τους τούρκους; Και πως θα συντηρούσαν τόσα άτομα; Αποφάσισαν λοιπόν να μην επέμβουν και να αφήσουν τους συγχωριανούς τους να συρθούν στην εξορία προς τη Μαλάτια. Αποσύρθηκαν λοιπόν στο βουνό και συνεδρίασαν αποφαινόμενοι ότι θα έπρεπε να εφοδιαστούν με περισσότερα όπλα για να έχουν ικανότητα και ισχύ δράσης και επέμβασης σε παρόμοια γεγονότα. Πολύ γρήγορα κατάφεραν να εξοπλίσουν 50 νέους. Όλη η ομάδα είχε εξοπλιστεί εκτός από δέκα άτομα. Κυριάρχησε η ιδέα να πάρουν απ τους τούρκους τα όπλα που υπολείπονταν. Έτσι λοιπόν τράβηξαν για το Τόπ Ντάγ. Εκεί συνάντησαν τον Κοτζά Αναστάς ο οποίος είχε τότε 400 παλληκάρια. Έμειναν μαζί τους για περίοδο δύο μηνών κι ύστερα επέστρεψαν στα λημέρια τους. Ήταν χωρισμένοι σε δύο ομάδες. Στη μία ήταν αρχηγός ο Κώστας Αντωνιάδης και στην άλλη ο Παναγιώτης Τουμανίδης (γαμπρός ο πρώτος και νονός ο δεύτερος αντίστοιχα του συγγραφέα Ιωάννη Τοξίδη). Οι δύο αυτές ομάδες μετά από ένα ατυχές γεγονός χώρισαν μεταξύ τους. Απ' την πρώτη ομάδα υπο τον Κώστα Αντωνιάδη, μετά από μία έφοδο τους σε τούρκους όπου έκαψαν κάτι κάρα με στάχυα, σκοτώθηκαν στη συμπλοκή έξι παλληκάρια.

Σεβάστεια Πόντου, σημερινή άποψη της πόληςΗ δεύτερη ομάδα βρισκόταν σε ένα λημέρι που έφερε την ονομασία Τγαπούτπελι. Μια μέρα έπεσαν πάνω σε ένα σύνταγμα μεταβατικό με 2.500 άντρες περίπου, το οποίο διέθετε πολυβόλα και κανόνια. Οι Έλληνες αντάρτες ήταν μόνο 25. Μπλέχτηκαν σε μια σφοδρή μάχη απέναντι στους 2.500 τούρκους. Μάχονταν όλη την ημέρα και κατάφεραν πλήγμα 85 νεκρών τούρκων ενώ η Ελληνική δύναμη δεν είχε χάσει ούτε έναν άντρα. Το βράδυ οι σφαίρες και τα πολεμοφόδια είχαν πια τελειώσει και οι Ελληνική δύναμη δεν ήταν πλέον σε θέση να συνεχίσει τον αγώνα. Αποφάσισαν να γεμίσουν για τελευταία φορά τα όπλα, να δώσουν μια γερή παταριά στους τούρκους ώστε να ανοίξουν δίοδο διαφυγής πριν εξολοθρευθούν ολοκληρωτικά. Είπαν μεταξύ τους : αν δεν τα καταφέρουμε να ανοίξουμε δρόμο για να ελευθερωθούμε, να πάρουμε τα όπλα αγκαλιά και να κατρακυλήσουμε κάτω στο ρέμα .... κι όποιον πάρει ο χάρος !
Στάθηκαν όμως πολύ τυχεροί. Κατάφεραν να ανοίξουν δίοδο, ξέφυγαν και το έσκασαν στο βουνό όπου κρύφτηκαν σε ένα ασφαλές και σίγουρο μέρος. Ο τουρκικός στρατός πέρασε από δίπλα τους αλλά δεν τους αντιλήφθηκε. Καθώς περνούσαν κουβέντιαζαν μεταξύ τους λέγοντας : Τόσοι λίγοι γκιαούρηδες και να μη μπορέσουμε να σκοτώσουμε ούτε έναν; !!!  Ήταν ευκαιρία να επιτεθούν εκ νέου και να τους καταφέρουν μεγαλύτερο πλήγμα, αλλά αφενός τους είχαν τελειώσει τα πυρομαχικά και αφετέρου ήσαν θεονήστικοι και εξαντλημένοι απ' τη μάχη. Αφού έφυγε ο τουρκικός στρατός, οι Έλληνες αντάρτες περνώντας από μια μάντρα πήραν 2 πρόβατα τα οποία έσφαξαν κι έφαγαν. Συνέχισαν την πορεία τους και κατέληξαν σε ένα Τσερκέζικο χωριό που το έλεγαν Πάνμαντας. Εκεί χρημάτισαν έναν Τσερκέζο χωρικό ώστε να τους προμηθεύσει σφαίρες από τους τούρκους. Αφού αποσύρθηκαν σ ένα ύψωμα όπου λημέριασαν όλη τη νύχτα, το πρωί ο τουρκικός στρατός κύκλωσε το Τσερκέζικο χωριό κι ο πονηρός χωρικός έπαιξε καλά το ρόλο του. Τον ρωτούσαν: έχετε όπλα; τους απαντά αυτός: όπλα έχουμε, σφαίρες δεν έχουμε, περνούν από δω οι γκιαούρηδες και δε μπορούμε να τους χτυπήσουμε. Μετά από κείνη την απάντηση και με λίγη δωροδοκία του επέτρεψαν να μαζέψει αρκετές σφαίρες απ' τους στρατιώτες. Έτσι ούτε λίγο ούτε πολύ μάζεψε ένα τσουβάλι σφαίρες. Αφού πήραν τις σφαίρες οι Έλληνες αποσύρθηκαν στα λημέρια τους. Εκεί συνάντησαν την πρώτη ομάδα απ' την οποία είχαν αποχωριστεί και τότε έμαθαν για την απώλεια των 6 ανδρών. Όταν η πρώτη ομάδα άκουσε ότι στην προηγούμενη συμπλοκή με τους τούρκους, νίκησαν οι Έλληνες χωρίς την παραμικρή απώλεια, αγκαλιάζονταν και φιλιόνταν δίνοντας της υπόσχεση να μη ξαναχωρίσουν. Ένα χρόνο περίπου έμειναν σ εκείνα τα μέρη ώσπου ήρθε η είδηση της ανταλλαγής. Κάποιοι κατέβηκαν κοντά στη θάλασσα ώστε με την πρώτη ευκαιρία να περάσουν απέναντι στη Ρωσία. Τέσσερις άοπλοι πια έμειναν πίσω μαζί με τον Παναγιώτη Τουμανίδη. Μπήκαν στη Σεβάστεια κι άρχισαν να εργάζονται με βαρύ χτυποκάρδι. Μια μέρα αναγνωρίστηκαν από έναν τούρκο ο οποίος κάλεσε τις αρχές για να τους συλλάβουν. Αυτό στάθηκε αφορμή να ξεσηκωθούν γρήγορα και να πάρουν το δρόμο για Ζάρα, Σού Σεχήρ, Καρεϊσάρ κι από κει στην Κερασούντα. Εκεί έμαθαν ότι οι τούρκοι έχουν προβεί σε απίστευτες αγριότητες κατά των Ελλήνων και αποφάσισαν να διανύσουν δύο ημέρες ακόμη με τα πόδια ώστε να φτάσουν τελικά στην Ορντού (Κοτύωρα). Ιερός Ορθόδοξος Ναός στη Σεβάστεια (Sivas) του Πόντου Εκεί έπιασαν δουλειά και έμειναν περίπου 6 μήνες. Έπειτα παρουσιάστηκαν στην επιτροπή της ανταλλαγής όπου με μεγάλη τους έκπληξη πληροφορήθηκαν ότι ο δήμαρχος Ορντούς απαιτούσε όλοι οι ανταλλάξιμοι να φεύγουν απ το λιμάνι της Κερασούντας. Είχαν μαζευτεί εκεί περί τους 400 αντάρτες και φυγόστρατοι. Αποφάσισαν λοιπόν και παρουσιάστηκαν οι ίδιοι τους στον δήμαρχο της Ορντούς. Τον έπιασαν κυριολεκτικά απ τον γιακά και τον απείλησαν καθώς κινδύνευε η ζωή τους. Ήρθε κατόπιν η επιτροπή ανταλλαγής και τους καθησύχασε λέγοντας τους : Να μείνετε παιδιά. Πάμε σ' ένα καφενείο να μιλήσουμε. Πήγαν σε ένα μεγάλο καφενείο και τους λένε : Θέλετε παιδιά να φύγετε αμέσως; τότε θα δώσετε 8 μπαγκανότες (χάρτινη τουρκική ή αιγυπτιακή λίρα) και θα έρθει ένα πλοίο απ τη Ρωσία για να σας πάρει. Μετά απ αυτό η επιτροπή μας έβγαλε 400 διαβατήρια, πλήρωσε τις 8 παγκανότες στην υπηρεσία και έφυγε για την Κερασούντα. Τα πλοία αυτά που τους είπαν ήταν τρία και περνούσαν κάθε βδομάδα, αλλά ο βαλής (διοικητής/νομάρχης) της Ορντούς δεν τους έδινε άδεια να επιβιβαστούν. Αναγκάστηκαν λοιπόν να τηλεγραφήσουν στην επιτροπή ανταλλαγής η οποία είχε έδρα στην Σαμψούντα. Μετά λοιπόν την αυστηρή παρέμβαση της επιτροπής επετράπη η επιβίβαση των 400 παλληκαριών σ' ένα καράβι και ξεκίνησαν αρχικά για Σαμψούντα κι έπειτα για Κωνσταντινούπολη, Μυτιλήνη, Σμύρνη και Χίο. Εκεί βγήκαν και πήγαν στην εκκλησία να ανάψουν ένα κερί. Άλλοι φορούσαν παϊλίκια κι άλλοι φέσια. Τους τα πήραν και τα πέταξαν στη θάλασσα και τους έδωσαν άλλα καπέλα. Ξαναμπήκαν στο καράβι και ξεκίνησαν πάλι, τώρα πια για την Αθήνα, τον Αι-Γιώργη, για καραντίνα. Φτάνοντας στην καραντίνα βάλανε μπρος τον Κεμεντζέ και τους χορούς κι επειδή πεινούσαν φώναζαν δυνατά: Ψωμί .... Ψωμί ... !!! Ακούγοντας τις φωνές τους οι αρμόδιοι τους έδωσαν ψωμί λέγοντας: αυτοί δεν είναι άρρωστοι, να τους στείλουμε στον Πειραιά. Έτσι λοιπόν βρέθηκαν στον Πειραιά. Εκεί από μόνοι τους μπήκαν σε κάτι βαγόνια που βρήκαν κοντά τους. Πλησίασε ένας χωροφύλακας λέγοντας τους να κατέβουν, αλλά αυτοί σαν βουνίσιοι που ήταν και τραχείς δεν πειθάρχησαν. Ήρθε ύστερα ένας ενωμοτάρχης και τους λέει: Παιδιά όποιος ξέρει ελληνικά να έρθει μαζί μου να ετοιμάσουμε τα χαρτιά σας για να φύγετε για τη Θεσσαλονίκη. Ένας-ένας λοιπόν πήγε μαζί του κι ετοίμασαν τα χαρτιά. Με πλοίο τους στείλανε στη Θεσσαλονίκη. Ο συγγραφέας πληροφοριοδότης Ιωάννης Τοξίδης αναφέρει: Απ' τη Θεσσαλονίκη πήγαμε στο Βερτικόπ (Σκύδρα) και στη συνέχεια στη Σουσάνδρα κι από κει στην Αριδαία όπου άνοιξε βιβλιοπωλείο και ζεί από τότε. Ο κ. Ιωάννης Τοξίδης γεννήθηκε το 1902 στο Αγορέν του Γενή Χάν και κατοικεί έκτοτε στην Αριδαία Πέλλης.

Πηγή : Ποντιακή Ηχώ, Τεύχος 11ον, Αθήναι 1983 - Ιωάννου Τοξίδη εξ' Αριδαίας Αλμωπίας Πέλλης.  

Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com 

Pin It

Print

Add comment


Security code
Refresh

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ