Τα Άδανα της Κιλικίας, της Μικράς Ασίας - Β' Μέρος
Συνέχεια από το πρώτο μέρος.
Η κοινωνική διαστρωμάτωση της ορθόδοξης κοινότητας Αδάνων
Στην πλειονότητά τους οι ορθόδοξοι του νομού Αδάνων κατοικούσαν στα τρία αστικά κέντρα του νομού. Η συγκέντρωση του πληθυσμού αυτού στα αστικά κέντρα δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Οι προοπτικές ανάπτυξης της περιοχής αποτέλεσαν δέλεαρ για την εγκατάσταση ορθόδοξων χριστιανών από άλλες περιοχές. Η κατεύθυνση της μεταναστευτικής κίνησης προς τα αστικά κέντρα προσδιόρισε σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική φυσιογνωμία της κοινότητας των Αδάνων.
Οι πρώτοι μετανάστες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ασχολήθηκαν με το εμπόριο. Πιθανή εμπορική επιτυχία τούς επιτρέπει να καλέσουν μέλη της οικογένειάς τους, προκειμένου να τους βοηθήσουν. Η μεταναστευτική κίνηση οργανώθηκε με βάση τα συγγενικά δίκτυα και οι επιχειρήσεις των ορθοδόξων στηρίχθηκαν άμεσα στη συγγένεια, έχοντας πάντα οικογενειακό χαρακτήρα. Η παρουσία συντοπιτών επέτρεψε την ανάπτυξη γαμήλιων στρατηγικών που συνέβαλαν στην οριστική εγκατάστασή τους στα Άδανα. Σταδιακά η μικρή κοινότητα της πόλης των Αδάνων στρωματοποιήθηκε κοινωνικά με τη συγκρότηση μιας κοινωνικής ιεραρχίας στην κορυφή της οποίας βρίσκονταν λίγες εκλεκτές οικογένειες, οι οποίες πλούτισαν με το εμπόριο και τη μεταποίηση του βαμβακιού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της οικογένειας Συμεώνογλου. Προερχόμενη από το Ζιντζίντερε της Καππαδοκίας, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στα Άδανα ασχολούμενη με το εμπόριο του βαμβακιού, με βάση το οποίο δημιούργησε σημαντική περιουσία. Άλλο παράδειγμα αποτελεί η οικογένεια Τρυπάνη, η οποία πρωτοστάτησε στη βιομηχανική ανάπτυξη της περιοχής. Η παρουσία πολλών εμπορικών οίκων στα Άδανα που ανήκαν σε χριστιανούς ορθόδοξους επιχειρηματίες τεκμαίρεται από πολλές πηγές και επιτρέπει να συμπεράνουμε τη δημιουργία μιας ισχυρής επιχειρηματικής ομάδας που δραστηριοποιούνταν στον εμπορικό, τραπεζικό και βιομηχανικό τομέα. Σύμφωνα με το Δελτίο του Ελληνικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στην Κωνσταντινούπολη, που εξέδιδε τακτικά ευρετήριο ομογενειακών επιχειρήσεων, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1911 υπήρχαν δεκαέξι επιχειρήσεις στα Άδανα. Συγκεκριμένα αναφέρονται οι επιχειρήσεις των Ν. & Ι. Αμπατζόγλου, Ι. Αρτέμη, Π. & Γ. Γρηγοριάδη, Ζώτου & Πατρινού, Αφών Καραγιακούπογλου, Αν. Καραϊωσηφόγλου, Δ. Κοκκινάκη, Ιορδάνη Κουζουτζόγλου, Α. Μιχαηλίδη, Ι. Πρωτόπαπα, Τρυπάνη Πατήρ & Υιού, Μ. Σεκίρογλου, Αρ. Συμεώνογλου & Σία, Συμεώνογλου & Ποδούρογλου και Φραγκάκη & Σινιόσογλου.17 Με δύο μόνο εξαιρέσεις, οι επιχειρήσεις αυτές δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο και την κατεργασία του βαμβακιού. Το εμπόριο του βαμβακιού γινόταν σε δύο διαφορετικές φάσεις. Η πρώτη αφορούσε την αγορά του προϊόντος μετά τη συγκομιδή και την πρώτη κατεργασία. Μετά το τέλος των συναλλαγών αυτών, η παραγωγή μεταφερόταν σε πιεστήρια όπου το βαμβάκι πιεζόταν σε δέματα 150-200 κιλών και έπαιρνε το δρόμο της εξαγωγής προς την Ευρώπη ή τις μεγάλες αγορές της Κωνσταντινούπολης και της Συρίας. Στην αγορά των Αδάνων δεσπόζουσα θέση είχε η γερμανική εταιρεία Deutsche Levantinische Baumwollengesellschaft, χωρίς όμως να αποκλείονται από το εμπόριο του βαμβακιού οι οθωμανικοί οίκοι.Περισσότερο ισχυρή ήταν η θέση των επιχειρήσεων αυτών στη μεταποίηση του βαμβακιού. Τα εργοστάσια Hamidiye, ιδιοκτησίας Τρυπάνη, και Osmaniye, ιδιοκτησίας Συμεώνογλου, διέθεταν 15.000 ατράκτους για νηματοποίηση του βαμβακιού και αποτελούσαν σημαντικές επενδύσεις στην πόλη των Αδάνων. Η παραγωγική ικανότητα του εργοστασίου Τρυπάνη έφτανε τα 800-1.000 δέματα νήματος ημερησίως. Η αντίστοιχη παραγωγική δυναμικότητα του εργοστασίου Συμεώνογλου έφτανε τα 200 δέματα ημερησίως. Δίπλα στα νηματουργεία θα έπρεπε να προστεθούν τα εκκοκκιστήρια του βαμβακιού, που μαζί με τις μονάδες βιομηχανίας ειδών διατροφής ολοκλήρωναν τη βιομηχανική υποδομή της πόλης των Αδάνων. Τα εκκοκκιστήρια της εταιρείας Συμεώνογλου & Ποδούρογλου, καθώς και της επιχείρησης του Μ. Κοκκινάκη, συμπλήρωναν τον κατάλογο των μεγάλων μονάδων της πόλης. Το ύψος της επένδυσης που αντιπροσώπευαν αυτές οι βιομηχανικές μονάδες δεν είναι γνωστό με ακρίβεια. Γνωρίζουμε πάντως ότι το μέσο ύψος επένδυσης αυξήθηκε εντυπωσιακά το διάστημα 1890-1911 : από τις 5.500 οθωμανικές λίρες την περίοδο 1893-1902, έφτασε τις 200.000 λίρες το 1907. Στις επενδύσεις αυτές συμπεριλαμβάνεται ο κεφαλαιουχικός εξοπλισμός των εργοστασίων Τρυπάνη στα Άδανα και στην Ταρσό, καθώς και του Συμεώνογλου στα Άδανα, χωρίς όμως να γνωρίζουμε το ακριβές ύψος τους. Η συνολική παρουσία των επιχειρήσεων αυτών φαίνεται στον παρακάτω πίνακα:
Πάντως δε θα έπρεπε να μείνει κανείς με την εντύπωση ότι οι ισχυρές οικονομικά οικογένειες της πόλης των Αδάνων ασχολούνταν αποκλειστικά με το εμπόριο και τη βιομηχανία. Ενδιαφέρον υπήρξε και για τη γαιοκτησία, αλλά και για τις τραπεζικές επιχειρήσεις στην περιοχή. Ο Αριστείδης Συμεώνογλου φέρεται κάτοχος τεράστιου σε έκταση τσιφλικιού που έφτανε τα 200.000 στρέμματα, ενώ μεγάλες εκτάσεις γύρω από τη Μερσίνα είχε και ο Δ. Τρυπάνης. Η ισχύς και η λάμψη της επιχειρηματικής αυτής ομάδας δεν πρέπει να συσκοτίσει την παρουσία των αφανών χριστιανών ορθοδόξων, εποίκων ή γηγενών, οι οποίοι ζούσαν στην πόλη των Αδάνων. Οι πληροφορίες που υπάρχουν για αυτούς είναι περιορισμένες και αποσπασματικές. Μεγάλο μέρος του χριστιανικού ορθόδοξου ενεργού πληθυσμού των Αδάνων απασχολούνταν στον τομέα του εμπορίου και των υπηρεσιών στελεχώνοντας είτε μικρές ατομικές είτε μεγάλες επιχειρήσεις. Σημαντικός επίσης αριθμός πρέπει να έβρισκε απασχόληση στις χειρωνακτικές εργασίες που προσφέρονταν στην πόλη των Αδάνων και στα γύρω χωριά. Οι διαθέσιμες πηγές υπογραμμίζουν ότι οι γηγενείς ορθόδοξοι κάτοικοι της περιοχής εξακολούθησαν να απασχολούνται στον αγροτικό τομέα, καθώς στην πλειονότητά τους ήταν μικροκαλλιεργητές. Δε γνωρίζουμε πώς αυτοί οι μικροί καλλιεργητές μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στα υψηλά ημερομίσθια που διαμόρφωσε η ταχύτατη επέκταση της παραγωγής βαμβακιού. Το πιο πιθανό είναι να εξαντλούσαν τις παραγωγικές δυνατότητες του νοικοκυριού τους πριν στραφούν στη ζήτηση ξένων εργατικών χεριών. Εξίσου σημαντικός τομέας απασχόλησης για πολλούς ορθόδοξους εποίκους ήταν η βιομηχανία των Αδάνων. Δε διαθέτουμε ακριβείς υπολογισμούς για το εργατικό δυναμικό της πόλης, αλλά αυτό πρέπει να προσέγγιζε τα 3.000-4.000 άτομα. Μόνο το εργοστάσιο του Τρυπάνη απασχολούσε 1.000 εργάτες και η εβδομαδιαία δαπάνη για ημερομίσθια έφτανε τα 20.000 πιάστρα, ενώ ο Συμεώνογλου απασχολούσε στη βιομηχανία του 350 άτομα σε μόνιμη βάση.
Κοινοτική ζωή
Η κοινοτική ζωή των ορθοδόξων δεν είχε στατικό αλλά δυναμικό και συνεχώς μεταβαλλόμενο χαρακτήρα. Ο μικρός αριθμός των ορθοδόξων δεν εμπόδισε τη συγκρότηση κοινότητας, η οποία επιφορτίστηκε με τη διαχείριση της εκπαίδευσης και της Εκκλησίας. Στα 1875 δημιουργήθηκε η κοινότητα των Αδάνων, την οποία επόπτευε εξαμελής δημογεροντία σε συνεργασία με το μητροπολίτη Ταρσού Αδάνων. Ο κανονισμός της κοινότητας εγκρίθηκε στα 1900 και διασώζεται σε χειρόγραφη μορφή στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ). Η δημογεροντία αναγνωριζόταν από το οθωμανικό κράτος ως η πολιτική αρχή της κοινότητας. Τα μέλη της εκλέγονταν ανά τριετία και ήταν υπεύθυνα για την εξεύρεση πόρων για τη λειτουργία των σχολείων, τη διαχείριση της περιουσίας της κοινότητας, ενώ είχαν και δικαστικές αρμοδιότητες. Η δημογεροντία διατηρούσε βιβλία στα οποία καταγράφονταν τα πρακτικά της, οι εισπράξεις και οι δαπάνες της Εκκλησίας, όπου και κρατούνταν το ληξιαρχείο της κοινότητας. Τα βιβλία, που βρίσκονται συγκεντρωμένα στα ΓΑΚ, είναι γραμμένα στα καραμανλίδικα και τα ελληνικά. Η οικονομική ευρωστία της κοινότητας αντικατοπτρίστηκε στην κατασκευή σύγχρονων σχολικών εγκαταστάσεων που οικοδομήθηκαν το 1875, καθώς και στο μεγαλοπρεπή ναό του Αγίου Νικολάου που ανεγέρθηκε το 1845. Η δημιουργία σχολείων για τους χριστιανούς ορθοδόξους στα Άδανα έγινε με σχετική καθυστέρηση, κατά τη δεκαετία του 1870. Το πρώτο σχολείο που ιδρύθηκε επί μητροπολίτη Γερμανού στην πόλη ήταν αρρεναγωγείο, ενώ το 1891 λειτούργησε και παρθεναγωγείο. Το 1910 ιδρύθηκε νηπιαγωγείο έπειτα από δωρεά της οικογένειας Συμεώνογλου. Ακριβή στοιχεία για την ετήσια φοίτηση δεν υπάρχουν, πλην αποσπασματικών πληροφοριών που αφορούν τη δεκαετία του 1900. Σύμφωνα με αυτές, στα 1904 ο αριθμός των μαθητών ήταν 235 και το 1909 έφτανε τους 350. Το 1923 ο συνολικός αριθμός μαθητών και μαθητριών που φοιτούσαν στα σχολεία της κοινότητας φέρεται να έφτασε τους 800. Η κοινότητα φρόντισε για την εξασφάλιση μόνιμων πόρων για τη λειτουργία των σχολείων, οι δαπάνες των οποίων άγγιζαν τις 300 οθωμανικές λίρες. Τα κοινοτικά καταστήματα εξασφάλιζαν πάγιους ετήσιους πόρους 150 λιρών, ενώ τα υπόλοιπα έξοδα καλύπτονταν από τα δίδακτρα των εύπορων μαθητών (100 λίρες) και τα έσοδα από θεατρικές παραστάσεις και λαχειοφόρους αγορές που οργάνωνε η κοινότητα. Η πορεία των σχολείων στα Άδανα ακολούθησε μια γνωστή κατεύθυνση. Η παροχή εκπαίδευσης ήρθε να συγκεράσει τις εκπαιδευτικές ανάγκες μιας διευρυνόμενης μεσαίας τάξης, που έβλεπε την εκπαίδευση ως αξία και μέσο κοινωνικής ανόδου, με την ανάγκη της αποτελεσματικής αντιμετώπισης της ιεραποστολικής δραστηριότητας άλλων χριστιανικών δογμάτων. Η δημιουργία σύγχρονων εκπαιδευτηρίων από προτεσταντικές και καθολικές αποστολές στην Κιλικία που απευθύνονταν κυρίως σε Αρμενίους και ελληνορθοδόξους θεωρήθηκε από τις εκκλησιαστικές Αρχές και την ηγεσία της κοινότητας μέσο προσηλυτισμού των μαθητών. Στα Άδανα λειτουργούσαν από τα τέλη του 19ου αιώνα σχολεία που τα είχαν ιδρύσει καθολικοί ιεραπόστολοι και σε αυτά φοιτούσαν περισσότεροι από 200 μαθητές. Η έλξη που ασκούσαν τα σχολεία αυτά στις αστικές οικογένειες των Αδάνων φαίνεται πως οφειλόταν στην καλή διδασκαλία ξένων γλωσσών και στον περισσότερο σύγχρονο, σε σχέση με τα ορθόδοξα σχολεία, προσανατολισμό του προγράμματος σπουδών.
Η ορθόδοξη κοινότητα των Αδάνων υπαγόταν στο Πατριαρχείο Αντιοχείας και η πόλη των Αδάνων ήταν η έδρα του μητροπολίτη της επαρχίας Ταρσού και Αδάνων. Η θέση αυτή ενέπλεξε την κοινότητα των Αδάνων, όπως και αυτές της Μερσίνας και της Ταρσού, στο Αντιοχικό ζήτημα. Από τις μητροπόλεις που υπάγονταν στον πατριαρχικό θρόνο Αντιοχείας, η μητρόπολη Ταρσού και Αδάνων πρωτοστάτησε στην άρνηση αποδοχής του πατριάρχη Μελετίου, καθώς και στη μη αποδοχή του νέου μητροπολίτη Αλεξάνδρου Ταχάν, ο οποίος υπήρξε επιλογή του πατριάρχη. Το Αντιοχικό ζήτημα υπήρξε καταλύτης στην αναδιάταξη της ορθόδοξης κοινότητας της πόλης. Η πλειονότητα των ορθοδόξων που αντέδρασε στην εκλογή του πατριάρχη Μελετίου ήρθε σε αντιπαράθεση με τη μειοψηφία των ορθοδόξων που τον υποστήριζαν. Η διαμάχη αυτή είχε αποτέλεσμα την πολιτικοποίηση πολιτισμικών γνωρισμάτων που μέχρι εκείνη την περίοδο δεν είχαν ιδιαίτερη σημασία. Η γλωσσική διαφοροποίηση αραβόφωνης μειονότητας και τουρκόφωνης και ελληνόφωνης πλειονότητας ανάχθηκε σε εθνική αντιπαράθεση ανάμεσα σε Άραβες και Έλληνες. Η γλώσσα του εθνικισμού και η οικειοποίησή της στο πλαίσιο της διαμάχης αυτής μετέτρεψε μια εκκλησιαστική διαμάχη σε πολιτική διαφορά εθνικού χαρακτήρα. Η παρέμβαση του ελληνικού υποπροξενείου και της ελληνικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη επέδρασε ιδιαίτερα στην ένταση της διαμάχης. Η μητρόπολη Ταρσού και Αδάνων συνέχισε να χηρεύει μέχρι και την αποχώρηση των ορθόδοξων κατοίκων των Αδάνων στα 1923. Η ορθόδοξη κοινότητα των Αδάνων συνέδεσε την τύχη της με την έκβαση της μεγάλης αντιπαράθεσης που ακολούθησε τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο στην περιοχή. Η συνθήκη των Σεβρών παραχώρησε την Κιλικία στη Γαλλία, αλλά μετά τη συνθήκη της Άγκυρας τον Οκτώβριο του 1921, κατά την οποία η Γαλλία συμφώνησε να αποχωρήσει από την περιοχή, άρχισε μαζική έξοδος των χριστιανών, οι οποίοι φοβήθηκαν τα αντίποινα των μουσουλμάνων. Με βάση τη συνθήκη της Άγκυρας η τουρκική διοίκηση αναγνώριζε τα δικαιώματα των μειονοτήτων και εγγυήθηκε πολιτική αμνηστία. Όμως, ούτε οι όροι αυτοί ούτε η προσωπική παρουσία και οι συνεχείς προτροπές του διπλωμάτη και πολιτικού Franklin-Bouillon, ο οποίος υπέγραψε εκ μέρους της Γαλλίας τη συνθήκη της Άγκυρας, δεν εξασφάλισαν την εμπιστοσύνη των χριστιανών, κυρίως των Αρμένιων κατοίκων της Κιλικίας, που άρχισαν να εκκενώνουν την περιοχή από τα παράλια. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών που επέβαλε η συνθήκη της Λωζάννης, οι εναπομείναντες χριστιανοί της επαρχίας Αδάνων, περίπου 10.000, μετακινήθηκαν οριστικά στην Ελλάδα.
Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια του Μείζονος Ελληνισμού.
Ποντιακή Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com