Άγιος Μεγαλομάρτυρας Τρύφωνας
Την 1η του μηνός Φεβρουαρίου γιορτάζει ο άγιος μεγαλομάρτυρας Τρύφων. Στον 3ο αιώνα έζησε, εκεί στην Λάμψακο της Φρυγίας. Στα χρόνια του Γορδιανού του Β', όπου έβοσκε χήνες. Γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς και πιστούς.
Κι εκεί, καθώς έβοσκε χήνες και προσευχόταν και χαιρόταν, έλαβε το Πνεύμα το Άγιο. Το Πνεύμα της θαυματουργίας. Ανήκει και αυτός στους αγίους Αναργύρους. Θεράπευε αρρώστους, εκεί που ήταν με τις χήνες. Έβγαζε δαιμόνια. Και κάποια φορά, αρρώστησε η θυγατέρα του Γορδιανού του αυτοκράτορα. Ένα δαιμόνιο τη βασάνιζε τόσο πολύ, που ο αυτοκράτορας δεν ήξερε τί να κάνει. Πώς να την φροντίσει. Και φώναξε μια μέρα το δαιμόνιο μέσα απ' την κόρη: «Μόνο ο Τρύφων μπορεί να με βγάλει, αν έλθει εδώ.» Ήταν στη Ρώμη ο αυτοκράτορας. Έβαλε κι έψαξαν, να βρουν τον Τρύφωνα. Και τον βρήκαν. Και τον πήραν από την Λάμψακο της Φρυγίας, κοντά στον Ελλήσποντο, και τον έφεραν δεκαπεντάχρονο παιδάκι στη Ρώμη. Κι εκεί προσευχήθηκε και βγήκε ο δαίμονας. Κι ο αυτοκράτορας χάρηκε, δεν έκαμε διωγμούς, έδωσε στον Τρύφωνα πολλά δώρα και σπουδαία, εκείνος τα πήρε, για να μην τον στενοχωρήσει, και στο δρόμο, μέχρι να φτάσει στη Λάμψακο, τα μοίραζε στους πτωχούς και αναγκεμένους. Και συνέχισε το έργο του. Να βόσκει χήνες! Όταν ήλθε, όμως, ο Δέκιος, ο φοβερότερος διώκτης του χριστιανισμού, 249-251, τότε οι ειδωλολάτρες κατέδωσαν στον διοικητή της Λαμψάκου, στον διοικητή της Νικομήδειας της Βιθυνίας, τον άγιο Τρύφωνα, ως χριστιανό. Μόλις τ' άκουσε αυτός, σηκώθηκε μόνος του και πήγε. Και του λέει: «Εγώ είμαι ο Τρύφων. Τί θέλεις; Τί συμβαίνει;» Κι εκείνος του λέει: «Είσαι χριστιανός;» «Ναι», λέει. «Άμα ήξερες κι εσύ πόσο καλό είναι να 'σαι χριστιανός, θα γινόσουν αμέσως. Και θα με έβαζες να στα πω όλα, να γίνεις και καλύτερος από μένα.» Αλλά εκείνος, όμως, δεν ήταν γη καλή και αγαθή. Και αφού προσπάθησε με κολακείες ν' αλλάξει τον άγιο Τρύφωνα, κι εκείνος δεν άλλαζε, τον υπέβαλε σε φρικτότατα βασανιστήρια. Τόσα πολλά, που λίγοι μάρτυρες υπέστησαν τέτοια δεινά και τέτοια κολαστήρια. Και κατά την ώρα των μαρτυρίων, έλαμπε η μορφή του. Και χαιρόταν, παρότι πονούσε αφόρητα. Η πίστη του η μεγάλη και προπαντός η χάρη του Θεού τον ενίσχυε. Και τον έκανε αήττητο και υπεράνθρωπο. Και τελικά βγήκε απόφαση, αφού κανένα μαρτύριο και βασανιστήριο δεν ίσχυσε να τον αλλάξει και να κάμψει το φρόνημά του, να τον αποκεφαλίσουν. Και καθώς τον πήγαιναν στον τόπο του μαρτυρίου του, η ψυχούλα του δεν ήθελε να λάβουν το κρίμα στον λαιμό τους οι δήμιοι. Και λέει: «Χριστέ μου, πάρε με τώρα. Ας μη φορτωθούν κι αυτοί με τον δικό μου θάνατο. Αφού είδες την πίστη μου, δοκίμασες την αγάπη μου, και με βοήθησες και βγήκα πέρα, πάρε με, Χριστέ.» Και καθώς πήγαινε, παρέδωσε το πνεύμα του στον φιλάνθρωπο Χριστό. Ήταν 1η του μηνός Φεβρουαρίου. Και μάλιστα, οι κάτοικοι εκεί της Νικομήδειας της Βιθυνίας, θέλησαν να τον πάρουν και να τον έχουν και να τον θάψουν. Και παρουσιάζεται μπροστά τους ολοζώντανος και τους λέει: «Όχι. Στην πατρίδα μου θα με πάτε. Στην Λάμψακο. Εκεί θα μείνω εγώ και θα κάνω θαύματα σε όλους σας. Να μη στενοχωρείστε.» Και τον πήγαν εκεί και θαυματουργεί, μέχρι σήμερα, σ' όλη την οικουμένη. Άγιος Μεγαλομάρτυς Τρύφωνας - Έθιμα & δοξασίες στον Πόντο
Πηγή: Αρχιμ. Ανανίας Κουστένης, «Χειμερινό συναξάρι», τ. Β΄
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com