Η κατάληψη του Πόντου απ' τον ρωσικό στρατό
Ένα κομμάτι απ’ το ανέκδοτο και περισπούδαστο έργο του άλλοτε ταγματάρχη του ρωσικού στρατού και τώρα δημοδιδασκάλου στην Ελασσόνα Τσέρτικ, με τίτλο : «Προ Δεκαετίας απ’ την παγκόσμια σύρραξη».
Οι τελευταίες επιχειρήσεις των ρώσων στο μέτωπο του Καυκάσου άρχισαν από τον Μάρτιο του 1916. Στην παραθαλάσσια κατεύθυνση του Εύξεινου Πόντου, ο στρατηγός Λιάχωβ αρχηγός της δεξιάς πτέρυγας της Στρατιάς, προελαύνοντας νικηφόρα, κατέλαβε τις κυριότερες πόλεις του Ελληνικού Πόντου. Στις 6 Απριλίου κατέλαβε την Αργυρούπολη και στις 14 του ίδιου μήνα την Τραπεζούντα και έφτασε ως τα Πλάτανα.
Αργότερα, τον Μάιο του 1916, το Σώμα του Τουρκεστάν, μετά από τις λυσσώδεις μάχες πάνω στο Κάπ-ντάγ και στο «2400» (μου διαφεύγει η ονομασία του βουνού, κατέλαβε το οχυρωμένο Μπαϊμπούρτ και προχώρησε πέρα απ’ την κοιλάδα Κελκίτ και Χεριάνας στον μεσημβρινό Πόντο.
Ομοίως προχώρησαν και τα δύο Σώματα του κέντρου απ’ το Ερζερούμ, συνεχίζοντας την προέλαση κατέλαβε την οροσειρά Εσιακιάρ-ντάγ αριστερά και Τσιμέν-ντάγ δεξιά. Επειδή η γραμμή των επιχειρήσεων ήταν πολύ μακριά απ’ τις κεντρικές βάσεις του εφοδιασμού του μετώπου, οι ρώσοι δούλεψαν ακούραστα για την σύσταση καταλληλότερης συγκοινωνίας, πράγμα στο οποίο υστερούσε ολότελα η Ανατολή.
Έστρωσαν λοιπόν κατά το έτος 1916 την στενή σιδηροδρομική γραμμή Σαρίκαμις – Ερζερούμ.
Οι τούρκοι κατατρομαγμένοι, περιορίστηκαν στην διατήρηση των θέσεων που κατείχαν μιας και ήταν ολότελα αδύνατο να κινήσουν. Έτρεμαν κάθε φορά που γινόντουσαν επιδεικτικές κινήσεις απ’ τις ρώσικες μαχητικές μονάδες. Στρατηγικά ήταν εξευτελισμένοι και η κούραση του πολέμου τους ανάγκαζε να αυτομολούν στο ρωσικό στρατόπεδο για να ησυχάσουν.
Τα περισσότερα ελληνικά χωριά της κοιλάδας του Κελκίτ τα βρήκαμε άδεια από κόσμο και σε μερικά μέρη όπως η Χερίανα, εκτός από καμιά δεκαριά ή πενηνταριά απομείναντες γέρους και γυναικόπαιδα που και αυτοί εμφανίζονταν-παρουσιάζονταν μετά από 2-3 ημέρες της ρωσικής κατοχής, δεν υπήρχε τίποτα άλλο που να μαρτυρούσε ότι τριγύρω υπήρχε ζωή.
Επειδή στα χωριά μέρα με την ημέρα οι οικογένειες πλήθαιναν, μας φαινόταν περίεργο το φαινόμενο, πως και από πού ξετρύπωναν. Την τρίτη ημέρα της κατοχής μας στην Χερίανα, ξαφνικά παρουσιάστηκε μια ομάδα φυγάδων αποτελούμενη από 5-6 γέρους και καμιά εβδομηνταριά γυναικόπαιδα. Οι προεστοί των φυγάδων δύο μεσήλικοι ρωμηοί παρουσιάστηκαν κατά την μάχη στον διοικητή του συντάγματός μου. Χλωμοί από φόβο, ζητώντας προστασία και άδεια να γυρίσουν στο διπλανό χωριό που το είχαμε ήδη καταλάβει.
Με ρώτησε ο συνταγματάρχης Ναχλεμπνίκωφ : περίεργο το φαινόμενο της κρυψώνας τους, πως και δεν μπόρεσε να τους παρατηρήσει-εντοπίσει κανείς ;
- Κύριε συνταγματάρχα ! (ευθύς ανέλαβε ένας απ’ τους προεστούς στη ρωσική γλώσσα). Είμαστε γραικοί, χριστιανοί ορθόδοξοι. Οι τούρκοι μόλις κατάλαβαν πως έχασαν το πολεμικό τους παιχνίδι, από οργή και μανία διέταξαν όλα τα χωριά να τους ακολουθήσουν στην οπισθοχώρηση, αρχίζοντας αλύπητα να μας εκτοπίζουν, να μας διώχνουν, να μας δέρνουν, να μας βρίζουν και να μας ατιμάζουν. Αναγκαστήκαμε να φύγουμε με τις οικογένειες μας νύχτα απ’ τα σπίτια μας και να καταφύγουμε –να ! εκεί σε ‘κείνο το δάσος, μέσα σε μία σπηλιά περιμένοντας τον ερχομό του ορθόδοξου στρατού για να μας γλιτώσει, και τελείωσε στην απλή ρωσική διάλεκτο ο προεστός εκείνος, ο Θεόδωρος Χαραλαμπίδης την αφήγηση για την τραγική περιπέτεια του χωριού του.
- Πονηρέ ρωμιέ ! είπε γελώντας ο συνταγματάρχης : Πού έμαθες να μιλάς τα ρωσικά τόσο γρήγορα και όμορφα;
- Στο Ροστόβ του Ντόν. Έκανα εκεί πολλά χρόνια αρχιτέκτονα, απάντησε ο Χαραλαμπίδης.
- Χαρασσό (καλά) – είπε ο συνταγματάρχης και διέταξε τον υπασπιστή του να διορίσει συνοδούς για την ομάδα των φυγάδων ως τα σπίτια τους.
Οι προεστοί έφυγαν ευχαριστώντας και αποχαιρέτησαν με βαθειά υπόκλιση τον διοικητή. Τα μάτια τους έλαμπαν από χαρά, αλλά η χλομιασμένη όψη τους, έδειχνε ακόμη τα ίχνη του τρόμου και της αγρύπνιας.
Ο Χαραλαμπίδης και η συνοδεία του έφυγαν, αλλά η τελευταία του φράση : «περιμένοντας τον ερχομό του ορθόδοξου στρατού για να μας γλιτώσει» με έβαλε σε συλλογισμό.
Η βασανισμένη ψυχή του Έλληνα Πόντιου έπαιρνε εκείνη την στιγμή βαθειά ανακούφιση με τον ερχομό του ορθόδοξου στρατού, γιατί του φαινόταν ότι πέντε αιώνων ταμερλάνικος ζυγός, έπεφτε απ΄το ματωμένο του σβέρκο.
Πηγή : Ποντιακά φύλλα, τεύχος 4ον -5ον