Γουρπάν πουλί μ’ σ’ εσόν’ την χρά̤ - Δημοτικό τραγούδι Ματσούκας Πόντου
Γουρπάν πουλί μ’ σ’ εσόν’ την χράν τ’ έν’ άμον τα χασ̆χάσ̆α̤,
εσέν’ π’ ελέπ’ τ’ αχούλ’ ατ’ χάν’ κρούει πιδα̤βαίν’ τα ράχ̆α.
Γουρπάν πουλί μ’ σ’ εσόν’ την χρά̤ , Σάββας Πετρίδης - Χρύσανθος Θεοδωρίδης
Για το πόϊ σ΄ ντο να λέγω; θεά ζωγραφισμέντ’σσα,
είδαν ατο τ’ ομματόπα μ’ και αμάν εκατέντζαν.
Λεξιλόγιο:
• γουρπάν = θυσία
• χρά̤ αλλά και ηχρά, χράς, ηχράδα =απ’ το αρχαίο ουσιαστικό χροιά που δηλώνει το χρώμα (όψι) του ανθρωπίνου δέρματος. Παράδειγμα: «Η χρά του εγέντον άμον πανίν» δλδ έγινε κατάχλομος. «Εδέβεν η χρά ‘τ’ ή Έλλαξεν η χρά τ’» δλδ χάθηκε το χρώμα του, κιτρίνισε. Χράν ‘κ̆’ έχ̆ει» δλδ Δεν έχει όψιν, ζωηράδαν. «Εξ̆ύεν η χρά ‘τ’» δλδ Έχασε το χρώμα του, «Χράν δι’ και χράν παίρει» δλδ αλλάζει χρώματα από αγωνία, κτλ. Στο τραγούδι μας ο λαικός ποιητής και ερμηνευτής Χρύσανθος Θεοδωρίδης θέλει να εξυμνήσει τη νέα κοπέλα προσδίδοντας της χρώμα κόκκινο σαν της παπαρούνας. Εξάλλου το κόκκινο χρώμα στο πρόσωπο της γυναικείας ομορφιάς έχει υμνηθεί απ’ όλες τις τοπικές παραδόσεις στον Ελλαδικό χώρο. Αναφέρω ενδεικτικά το δημώδες άσμα : μήλο μου κόκκινο, κτλ
• άμον = ωσάν – σαν
• χασ̆χάσ̆ιν- χασ̆χασ̆ίτα, απ’ το αράβικο hachhach = βρώσιμο πολύχρωμο φυτό (λουλούδι του παρχαριού) όμοιο της παπαρούνας, το φυτό μήκων. Η Μήκων η υπνοφόρος είναι είδος παπαρούνας από το οποίο παρασκευάζεται το όπιο. Το όπιο είναι πηγή πολλών ναρκωτικών συμπεριλαμβανομένης της μορφίνης (και της παράγωγης της, ηρωίνης). Η επιστημονική της ονομασία Μήκων η υπνοφόρος αναφέρεται στις υπνωτικές ιδιότητες των οπιούχων ουσιών.
• ελέπ’ = βλέπει
• αχούλ’ & ακούλ’ = τούρκ,λέξη = μυαλό-λογική.
• χάν’ = χάνει, {χάνω τ’ αχούλι μ’ = χάνω τα λογικά μου} - κρούει πιδα̤βαίν’ (χρησιμοποιείται ως στερεότυπη έκφραση) = ξεπερνά – περνά δια μέσου. Στην παρούσα έκφραση το ρήμα κρούω χάνει τη σημασία του χτυπώ και λειτουργεί δίνοντας έμφαση στο κύριο ρήμα πιδα̤βαίνω (περιδιαβαίνω-ξεπερνώ), ολόκληρη η έκφραση “κρούει πιδα̤βαίν’ τα ράχ̆α” σημαίνει ότι έχει χάσει τα λογικά του από έρωτα και πήρε τα βουνά.
• ραχ̆ί = βουνό
• πόϊ = μπόϊ – κορμοστασιά
• άμαν = αμέσως
• κατενί = απ’ το ρήμα κατενίζω. Σημαίνει καθαρό, διαυγές. Αναφέρει το σχετικό δημοτικό άσμα : «Ευρίσκω κατενίν λιμνίν, θολών’ ατο και πίνω». Κατενίζω = καθαρίζω. Εκατέντζαν = καθάρισαν. Λέγεται για υγρά στοιχεία : Κατενόν νερόν, κρασίν, δάκρυν. Επίσης για τον εξ αμιγούς σίτου προερχόμενο ή παρασκευαζόμενο : Κατενόν αλεύριν, ψωμίν κτλ. Τέλος χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει άνθρωπο άδολο: Η καρδία μ’ κατενόν έν’.
Στο παραπάνω βίντεο μπορείτε να ακούσετε το δημώδες αυτό άσμα που αποτελεί μέρος (απόσπασμα) απο ένα μουχαμπέτι (μυσταγωγία) παλιάς ζωντανής ηχογράφησης, στην οποία παίζει λύρα ο Σάββας Πετρίδης και τραγουδά ο Χρύσανθος Θεοδωρίδης. Το δημοτικό αυτό τραγούδι είναι τοποθετημένο πάνω στον στητό, όρθιο χορό Τίκ. Η χρονική αγωγή είναι αργή.
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com