Το Κότζεμαν ή Κότσεμαν στην Πουλανζάκη του Πόντου
Πριν το 1900 στο δυτικό παράλιο τμήμα της Πουλαντζάκης, μεταξύ των ποταμών Καρά Δερέ, Ιντσουγάζ και Παζάρσουϊ σε ευρεία δηλαδή έκταση καλλιεργούσαν τα όρυζα, δηλαδή το ρύζι. Τα στάσιμα δε νερά των ορυζώνων καταντούσαν ανεξάντλητη πηγή κουνουπιών κάθε γενιάς και κατηγορίας, τα οποία κατά αναρίθμητα σμήνη κατέκλυζαν όλη την πόλη και τα πέριξ. Προπάντων όταν φυσούσε νοτιάς.
Το Κότζεμαν (κότσεμαν) στην Πουλανζάκη του Πόντου. Ως εκ τούτου, το κλίμα της Πουλαντζάκης κατά τους μήνες του καλοκαιριού ήταν νοσηρότατο, η δε ελονοσία (χαβάς), ήταν πολύ βαριάς μορφής και πολλές φορές θανατηφόρος. Μάλιστα λεγόταν ότι και τα πετούμενα πουλιά έπεφταν άρρωστα κατά την διάβασή τους από τους ορυζώνες. Λόγω λοιπόν της επικίνδυνης ελονοσίας, οι κάτοικοι αναγκάζονταν επί 3 μήνες, δηλαδή από 15 Ιουνίου έως 15 Σεπτεμβρίου να εγκαταλείπουν τα σπίτια και τα κτήματά τους και να καταφεύγουν στις εξοχές στα ξακουστά παρχάρια. Ολίγοι πήγαιναν στο απέχουν 4 ώρες ελληνικό χωριό Γιώμα με εκκλησία και σχολείο και λιγοστοί στο υψηλό βουνό Άγιος Βασίλειος σε μικρή απόσταση από την ερημωθείσα Μονή όπου μόνασε ο Μέγας Ιεράρχης Βασίλειος. Αργότερα απηγορεύθηκε η ορυζοκαλλιέργεια και το κλίμα της Πουλαντζάκης μεταβλήθηκε σε δροσερό και υγιεινό. Εντός δύο εβδομάδων η Πουλαντζάκη καταντούσε έρημος πόλη. Έμεναν μόνο λίγοι φυλακές και λειτουργούσε ένας φούρνος. Φοβόταν κανείς να γυρίζει μόνο στους δρόμους της πόλης, τόσο καταθλιπτική ήτο η ερημιά της. Αυτή η ομαδική μετοικεσία ήταν για τους Πουλαντζακιώτες μια μεγάλη και χαροποιός πανήγυρις. Δύο εβδομάδες πριν αρχίσει η μετοικεσία η μοναδική ερώτηση στα χείλη των κατοίκων και προπάντων των γυναικών στην αγορά, στους δρόμους, στη βρύση, στην εκκλησία ήταν: «Πότε θα κοτσεύετε και που θα πάτε;» Γινόταν δεν το κότσεμαν όχι μοναδικό, αλλά κατά ομάδες 50 και 100 οικογενειών. Ετοιμάζονταν τα άλογα 3-4 και περισσότερα αναλόγως των μελών και των πραγμάτων της οικογένειας, φορούσαν οι νοικοκυρές στα κυριακάτικα τους ρούχα και στολίζονταν τα κορίτσια με τις μεταξωτές τους ζουπούνες, ζωνάρια, φοτάδες, φλουριά στην τάπλα της κεφαλής, πεντόλιρα και άλλα φλουριά στο στήθος. Σαν να πήγαιναν σε κάνα γάμο ή σε μεγάλη πανήγυρη. Καβαλούσαν και άρχιζαν το ξεκίνημα. Οι νέοι χαρούμενοι και γελαστοί δίπλα στις μητέρες τους, τις αδελφές ή τις νεαρές συζύγους τους παρακολουθούσαν. Οι άνδρες, οι περισσότεροι πεζοί αλλά ακούραστοι συνόδευαν την πομπή. Τα παιδιά από 9 ετών και άνω αληθινά κατσίκια, έτρεχαν μπροστά με φωνές και σφυρίγματα. Τα μικρής ηλικίας παιδάκια στα καλάθια ή στις αγκαλιές των μανάδων τους. Δεν έλειπε ο κλασικός κεμεντζές επικεφαλής της συνοδείας, ούτε οι πατροπαράδοτοι πυροβολισμοί. Φανταστείτε μια συνοδεία με 50 ή 100 άλογα, όλα με κουδούνια, τις φωνές των αγωγιατών, τα τραγούδια των νέων, τα σφυρίγματα των νεαρών, τον κανονικό κρότο από τα πέταλα των αλόγων, επάνω στα καλντερίμια και όλο το βουητό της παρατάξεως και θα έχετε πλήρη την εικόνα μιας φαντασμαγορικής μετοικήσεως. Εκείνα τα χρόνια, δηλαδή πριν από το 1900, όλοι σχεδόν ακολουθούσαν τον παλιό δρόμο προς το Πεκτάς, έτσι λεγόταν το παρχάρι και ο δρόμος δια της γέφυρας του Μποστάν ποταμού. Η απόσταση μέχρι του έκταση ήταν περίπου 60 χιλιόμετρα, αλλά οι δρόμοι ήταν καλντερίμια, ελεεινοί ώστε αναγκάζονταν να διανυκτερεύσουν στο μέσο της πορείας στην πεδιάδα του ψηλού βουνού Γιοκούς Πασέ, όλοι μαζί. Η διαδρομή από την πόλη μέχρι τον καταυλισμό ήταν κατοικημένη από τουρκικά χωριά οι κάτοικοι των οποίων ήταν γνωστοί κατά το πλείστον με τους μετοικούντας, πουλούσαν ή πρόσφεραν σε αυτούς ως δώρα αυγά γιαούρτι και διάφορα οπωρικά. Στο μέσο του δρόμου μέχρι του καταυλισμού «εχαλνούσαν» δηλαδή σταματούσε η πορεία ξεφορτώνονταν τα άλογα για ανάπαυση και τάϊσμα, ξεμούδιαζαν οι καβαλικεύοντες, έστρωναν τα τραπέζια με ποικιλία κρεάτων, τυριών και του φημισμένου ντόπιου κρασιού και του μεθυστικού ρακιού (τσίπουρου). Μια ώρα μετά ξανάρχισαν τα φορτώματα, τα καβαλικέματα, οι φωνές, τα χοροπηδήματα, οι κεμεντζέδες, τα τραγούδια και οι πυροβολισμοί, έως ότου μετά από τρεις ώρες να φτάσουν στον καταυλισμό την πεδιάδα του βουνού. Εκεί πλέον ήταν η οριστική ανάπαυση. Εξεφορτώνονταν τα άλογα και οδηγούνταν στη βοσκή. Έλυναν τα στρώματα και ετοιμαζόταν η διανυκτέρευση. Το εσπερινό φαγοπότι κατά ομάδες και παρέες ήταν πλουσιότερο του μεσημεριανού. Το γέμισμα των ποτηριών από κρασί ή ρακί αφθονότερο και η κυκλοφορία τους συχνότερη. Η ευθυμία δεν αργούσε να εκδηλωθεί και το πρώτο τοξάρι του λυριτζή χωρίς λόγια και προτροπές αναστατώνει τις καρδιές των νεαρών αρσενικών και θηλυκών και ο χορός, όχι ο αναπαυτικός, αλλά ο λαγκευτός ήταν έτοιμος σε 4-5 μέρη και διαρκούσε ώρες έως ότου κουρασμένοι και εξαντλημένοι έπεφταν στα ετοιμασμένα στρώματα τους. Σημειωτέον ότι την πανηγυρική πομπή συνόδευαν χάρη ασφάλειας τα παλικάρια της εποχής. Ο σοβαρός και ολιγόλογος Χατσίκας του Τσοχατάρ, ο ορμητικός και ατρόμητος Γιωρίκας του Σαπάρ, ο γρανίτης της παλικαριάς Νικόλας του Κοστέλ και πολλοί άλλοι θαρραλέοι νέοι, ακοίμητοι φρουροί αληθινοί μολοσσοί του λογικού ποιμνίου. Πριν ακόμη ξημερώσει καλά-καλά ετοιμάζονταν πάλι τα άλογα φορτώνονταν και άρχιζε με τη δροσιά η κουραστική ανάβαση του βουνού με τα ατελείωτα καγκέλια του, η οποία διαρκούσε μία ώρα και πλέον. Εκεί δεν είχε πλέον καβάλα, όλοι πεζοί εκτός των ασθενών και γερόντων. Μερικά άλογα εταγά̤νιζαν δηλαδή καταβάλλονταν από την κούραση και τότε μέρος του φορτίου τους διαμοιραζόταν στα άλλα άλογα που ήταν ελαφρότερα φορτωμένα. Με βήμα σιγανό και σιωπηλοί, ανέβαιναν, ανέβαιναν και οι νοικοκυρές και οι ηλικιωμένοι κουρασμένοι και συχνά καθήμενοι ατένιζαν την κορυφή, η οποία όλο και πλησίαζε ώσπου ανοιγόταν μπροστά στα μάτια του κόσμου ο μακρύς και ομαλός πλέον ως το τέλος δρόμος ανάμεσα σε αιωνόβια έλατα. Σταματούσαν εκεί οι πεζοπορούντες, στεναγμός ανακούφισης έφευγε από τα στήθη τους και αχόρταγα ρουφούσαν τη μυρωμένη ατμόσφαιρα. Καβαλίκευαν πάλι και το καραβάνι πλέον έμπαινε στην κανονική πορεία του, αλλά τώρα άρχιζε άλλη ιστορία. Το μεθυστικό άρωμα από τα έλατα, το πολύ οξυγόνο του αέρα, τα γλυκά κελαϊδήματα, το άπειρο πλήθος των πτηνών, τα κουδουνίσματα των αλόγων, τα χρεμετίσματά τους, ο ρυθμός των πατημάτων τους, όλο το περιβάλλον πλημμύριζε τα στήθη του ταξιδεύοντος κόσμο με τόση ευθυμία και τόση αγαλλίαση, ώστε ο καθένας ζητούσε να ξεσπάσει κάπως και ιδού ο λυριτζής άρπαζε τη λύρα του και άρχισε το μελωδικό κελάηδημά του, οι νέοι τα τραγούδια τους, ο παλαίμαχος ιεροψάλτης και διδάσκαλος Χαράλαμπος το δοξαστικόν, τα μικρά παιδιά σφύριζαν και χοροπηδούσαν και ο αντίλαλος του δάσους πολλαπλασίαζε το γενικό θόρυβο. Μια ανόθευτη αγαλλίαση και ειλικρινής χαρά πλημμύριζε τα στήθη όλων. Ένας οίστρος ακάθεκτος κάπου έσπρωχνε τον παραληρούντα αυτόν κόσμο και το παραλήρημά του. έβρισκε διέξοδο στην πρωτοβουλία του πρώτου λυράρη, ο οποίος άνοιγε το χορό Κοτσαγκέλ….και χορός και δρόμος. Όταν ακουγόταν το τραγούδι: «Ένα καράβι κρητικό που πλέει το Γιαλό-Γιαλό, έπαρ’ κι εμέν’ γραμματικό, δός και σε μένα μερτικό,» ενώ ο δεύτερο συνέχιζε με το: «ε γιαμόλα, ε γιαμό» και ο τρίτος προγονολάτρης τραγούδησε το: «Ένας μικρός τουρκίτσος Ρωμηογυ - Ρωμηογυριστός το κάστρον τριγυρίζει και μοιρολογά», με τη σειρά ο τέταρτος και ο πέμπτος λυράρης. Κορίτσια και αγόρια αυθόρμητα έδωσαν τα χέρια και το πανδαιμόνιο αυτό εξακολουθούσε επί ώρες. Ο τραγοπόδαρος θεός των δασών Πάνας τελούσε τους γάμους του με την ωραία θεά Νύμφη και παρακολουθούσαν την τελετή όλες οι θεότητες και οι νηρηίδες του δάσους. Στις δασώδεις και δαιδαλώδεις ατραπούς του μεγάλου δάσους οι δικοί μας νυμφίοι και οι χαριτόβρυτες νύφες συναγωνίζονταν τους μυθικούς Πάνες και τις μυθικές Νύμφες. Έτσι με φωνές και αλαλαγμούς φθάσαμε στην ανοιχτή πλέον πεδιάδα το χάνι του Εφέντογλου. Από κει αρχίζουν οι γιαγλάδες και η ευωδία του Θύμπηρου (θυμαριού) του τόπου που πλημμύριζε την ατμόσφαιρα. Η απόσταση μέχρι του Πεκτάς είναι μόλις τρεις ώρες. Ως εκ τούτου, πολλοί νέοι συνέχισαν τον δρόμο τους βιαζόμενοι να φθάσουν νωρίτερα. Το Πεκτάς ήταν αληθινή καλοκαιρινή πόλη με πλήρη αγορά, μαγαζιά όλων των ειδών και εμπορευμάτων, καφενεία, φούρνους, εκκλησία ευρύχωρη και σχολείο. Το σχολείο της Πουλαντζάκης λειτουργούσε και εκεί επί ένα μήνα και πλέον. Ο κάθε κάτοικος της Πουλαντζάκης είχε και εκεί το ξύλινο σπιτοκαλυβάκι του με μάντρα για τις αγελάδες ή το βουβάλι του το γαλακτοφόρο αυτό ζώο ήταν πολύ σε χρήση στις πλούσιες σε χόρτα πεδιάδες των γιαγλάδων. Η διαμονή στο παρχάρι ήταν ένα διαρκές γλέντι. Εκεί που έπινες ήσυχος τον καφέ σου άκουγες την γάργαρη μελωδία του κεμεντζέ και ηλεκτριζόταν όλο το κορμί σου και θέλοντας και μη σερνόσουν προς το χορό. Το κλίμα, η αμεριμνησία, η ευθυμία, τόνωναν τα νεύρα των ανθρώπων και η χαρά ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Ακούραστος, ο γιος της Αφροδίτης, πολλαπλασίασε τα θύματά του. Ως εκ τούτου, οι γάμοι στην εξοχή ήταν συχνότεροι και η πανηγυρικότεροι. Κάθε Παρασκευή γινόταν εμποροπανήγυρης στο Κανλήτας. Ένας τεράστιος αερόλιθος ήταν πεσμένος στο μέσο μιας μεγάλης πεδιάδας που επείχε μία ώρα περίπου από τα Πεκτάς. Εκεί μαζεύονταν όλα τα γύρω χωριά και παρχάρια και από τη Νικόπολη (Καραχισάρ), ακόμα έμποροι και μεταπωλητές. Εκεί επωλούντο τρόφιμα σε φθηνές τιμές, διά τούτο όλοι σχεδόν οι Πουλαντζακιώτες από εκεί προμηθεύονταν τα γαλακτερά προπάντων είδη βούτυρα, τυριά αλλά και πλιγούρια και σιτάρι. Κατά τα μέσα του Αυγούστου κατέβαιναν πολλοί στο λευτοκαροσώρεμαν. Ωρίμαζαν τα λεπτοκάρυα (τα φουντούκια), τα οποία τα μάζευαν, τα αποθήκευαν και πάλι επέστρεφαν στο παρχάρι. Πολλοί όμως αρρώσταιναν από την ελονοσία (το χαβά) και κινδύνευαν. Από την 1η Σεπτεμβρίου δειλά-δειλά άρχισε η παλιννόστηση στην Πουλαντζάκη ή στα γύρω τουρκικά χωριά μεμονωμένα και σιωπηλά, χωρίς τραγούδια και ξεφαντώματα, έως ότου μέχρι την 15η Σεπτεμβρίου άρχιζε η νέα πολυτάραχη ζωή.
Αλησμόνητα χρόνια - πολυπόθητες αναμνήσεις. Νικόλαος Θειόπουλος.
Το Κότζ̆εμα ‘ς σο Πουλαντζάκη του Νικολάου Θειόπουλου. Πηγή: Ποντιακή Εστία τεύχος 43 Θεσσαλονίκη, Ιούλιος 1953.
Λεξιλόγιο:
Κότζ̆εμαν ή Κότσ̆εμαν = μετοίκηση . Κοτσ̆εύω, από το τουρκικό koc itmek = κάνω μετοίκηση, μεταναστεύω, μετοικώ. Εξ’ ου και η παροιμία: Άλλο γαϊδα͜ρον πα ‘κ̆ι θα έχωμε να κοτσ̆εύωμε (μήτε γαϊδαρο δε θα έχουμε για να μετοικήσουμε. Την έλεγαν ειρωνικά σε περίπτωση κακού γείτονα. // Γιαγλά = Παρχάρι (τουρκική λέξη) // Λευτοκαροσώρεμαν = μάζεμα των φουντουκιών
Για την Πουλαντζάκη του Πόντου προτείνω να δείτε και τα ακόλουθα αφιερώματα μου: 1) Η Πουλαντζάκη του Πόντου και ο Μέγας Βασίλειος. Ιωάννη Π . Ελευθεριάδη Τραπεζούντα 1903. 2) Χριστούγεννα στην Πουλαντζάκη του Πόντου το 1892 3) Σκιαγραφία της Πουλαντζάκης του Πόντου 4) Πόθεν το όνομα της Πουλαντζάκης του Πόντου
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com