Πόλεις Περιοχές - 4ο Μέρος. Ακ Ντάγ Ματέν - Ίμερα - Νικόπολη - Τόν(γ)ια - Αρταχάν - Όφις
Ακ Δάγ Μαδέν ή Ακ Ντάγ Μαντέν - Akdagmadeni. Ιστορική γεωγραφική λαογραφική και εθνική αναφορά στην περιφέρεια του Ακ Ντάγ Ματέν. Στο απώτατο ανατολικό σημείο του Νομού Άγκυρας έκειτο ο κασαμπάς (επαρχία) Ακ Ντάγ Ματενί αποτελούμενος από 180 χωριά.
Ακ Δάγ Μαδέν (AkDagMadeni) - Ιστορία - Λαογραφία - Πολιτισμός. Είχε την έδρα του στο Μεταλλείο Ακ Δαγ Μαδέν, πόλη που απείχε 300 χλμ ανατολικά απ την Άγκυρα, περίπου 200 χλμ νοτιοανατολικά της Σαμψούντας και περίπου 100 χλμ δυτικά της Σεβάστειας. Βρίσκεται στις υπώρειες του Ακ Ντάγ (Λευκού όρους) και εκτείνεται αμφιθεατρικά παρα τον Ίρι ποταμό. Στα νοτιοανατολικά της πόλεως υψώνεται επιβλητικά ο κατάφυτος από δρύς και πεύκα, λόφος του Αγίου Γεωργίου όπου ανεγέρθη και ομώνυμο παρεκκλήσιο. Οι Ματεντζήδες της Αργυρούπολης μετά τη στείρευση των εκεί μεταλλείων, διασκορπίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας προς ανεύρεση και εκμετάλλευση άλλων μεταλλείων. Ομάδα Κιμισχαναλήδων Ματεντζήδων κατοίκησε την περιοχή του Ακ Δάγ ανατολικά του χωριού Κούνεϊλη. Το υγιεινό κλίμα του τόπου προσέλκυσε πολλούς Έλληνες, Αρμένιους και Τούρκους απ τα γύρω μέρη. Σε σημείον ώστε σε λίγο χρονικό διάστημα ο τόπος να αριθμεί 10.000 κατοίκους και πλέον από τους οποίους οι περισσότεροι ήσαν Έλληνες. Η αλματώδης αυτή πρόοδος προκάλεσε και προσέλκυσε την προσοχή του κράτους το οποίο μετέφερε την έδρα υποδιοίκηση (Καϊμακάμης) απ την Καρά-Μαγρά στο Ακ Δάγ. Επίσης συστάθηκε Ειρηνοδικείο και Πταισματοδικείο, αλλά και όλες οι υπόλοιπες κρατικές υπηρεσίες. Διοικητικά υπαγόταν στη διοίκηση Υοσγάτης του Νομού Άγκυρας ενώ εκκλησιαστικά ήταν υπο τη δικαιοδοσία του μητροπολίτη Χαλδίας και Κερασούντος. Τα κυριότερα μεταλλεύματα που εξόρυσσαν ήταν π άργυρος και ο μόλυβδος. Όταν στράφηκαν στη γεωργία καλλιεργούσαν, εμπορεύονταν και εξήγαγαν όπιο, σαλέπι, βούτυρο κ.τ.λ. Η πόλη διαιρείτο εκκλησιαστικά σε τρείς ενορίες : του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Νικολάου, και του Αγίου Χαραλάμπους του Μητροπολιτικού ναού με παρακείμενο μητροπολιτικό οίκημα. Εκτός των τριών ενοριακών δημοτικών σχολείων υπήρχε και παρθεναγωγείο δημοτικής εκπαίδευσης και μία πλήρης αστική σχολή με μία τάξη τετρατάξιου Γυμνασίου όπου φοιτούσαν όχι μόνο ντόπιοι μαθητές αλλά και από άλλες Ελληνικές επαρχίες όπως Νιξάρ (Νεοκαισάρεια), Τάσ-οβά κτλ Η αστική σχολή στεγαζόταν σε ιδιόκτητο καλλιμάρμαρο οίκημα το οποίο οικοδομήθηκε και ανεγέρθη με τις φροντίδες του αρχιερατικού επιτρόπου Οικονόμου Παπα Κύριλλου Καρατζά του Σταυριώτου και με τη συνεισφορά των εθνικών ευεργετών Μαυρόπουλου και Κουπτσίδη των Σταυριωτών. Κατά τα έτη 1917-18 η φιλότιμη πόλη περισυνέλεξε πάνω από 100 ορφανά πολέμου και προσφύγων και συνέστησε το πρώτο ορφανοτροφείο με τις άοκνες προσπάθειες του τότε αρχιερατικού επιτρόπου Οικονόνου Παπαγεωργίου Παπαδόπουλου και των συνεργατών του κ.κ. Ι Χαμαλίδη, Σ. Παπαδάκη, Ι. Σαρασίτη, Ι. Τσακαλίδη κλπ. Τη γενική τους εθνική δράση οι Άκ ταγλίδες Ματεντζήδες δε μπόρεσαν να τη συνεχίσουν και στην Ελλάδα γιατί διασκορπίσηκαν απ τον Έβρο ως την Ήπειρο και απ την Γεύγελη ως την Πελοπόννησο. Κωμόπολη της ομώνυμης επαρχίας του Ακ Ντάγ Ματέν. Διοικητικά υπαγόταν στην Άγκυρα, ενώ εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Χαλδίας Είχε 8 000 κατοίκους απο τους οποίους 5 000 Έλληνες. Προέρχονταν απο την Αργυρούπολη και η γλώσσα του λαλούσαν ήταν το ιδίωμα της Χαλδίας με λίγες παραλλαγές. Είχε τέσσερις μεγάλες ενορίες: α) Άνω μαχαλά ή Ταχμαζάντων - β) Σταμπούλογλού μαχαλάς -γ) Γατσάγ - δ) Τσάρση μαχαλάς. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη μεταλλουργεία, τη χαλκουργία, το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Η επαρχία Ακ Ντάγ Ματέν είχε 30 ελληνικά χωριά πολύ ανεπτυγμένα σε τέχνες και γράμματα. Η μετανάστευση των αργυρουπολιτών στην περιοχή του Ακ Ντάγ Ματέν έγινε στα 1832 λόγω οικονομικών δυσκολιών και επιβίωσης, που αντιμετώπιζαν στην Αργυρούπολη. Μαζί τους ήρθαν αρκετές οικογένειες και απο το Σταυρίν που ήταν κρυπτοχριστιανοί. Κατα την περίοδο 1920-1921 το Ακ Δαγ Ματέν ήταν το στρατηγείο των κεμαλικών και στην πόλη αυτή δικάστηκαν και καταδικάστηκαν οι αντικεμαλικοί, μεταξύ των οποίων ο Δήμαρχος του Ακ Δαγ Ματέν Σουκρή Εφέντης. Τα δεινοπαθήματα των Ελλήνων του Ακ Ντάγ Ματέν άρχισαν το 1876 όταν κάποιοι Σταυριώτες κρυπροχριστιανοί φανέρωσαν την πίστη τους. Τότε άρχισαν οι συλλήψεις, οι φυλακίσεις, οι εξορίες, τα βασανιστήρια, οι σφαγές, οι αρπαγές των περιουσιών, οι ατιμάσεις των γυναικών. Ακ Νταγ Ματέν, η επαρχία με τις τραγικές μνήμες από τα απερίγραπτα μαρτύρια του ελληνισμού ανάμεσα στο 1876 και το 1922. Ονομαστά είναι τα παλικάρια του Ακ Ντάγ Ματέν που αγωνίστηκαν μπροστάρηδες για την ελευθερία: Πεχλιβάνεν Γεώργιος Αμαραντίδης, Νικόλ' Εφέντης, και Πούλος. Η πόλη αυτή δεν συμπεριλαμβανόταν στα όρια του διεκδικούμενου Πόντου, ασφαλώς όμως αποτελούσε ποντιακό οικισμό. Το όνομα της σημαίνει, το μεταλλείο του Ακ Νταγ δηλαδή του Λευκού Όρους και βρισκόταν στο μέσον πεδιάδας, βόρεια του συγκεκριμένου βουνού. Αποικίστηκε το 1832 από ελληνικές οικογένειες της Αργυρούπολης και Σταυρίν μετά την παρακμή των εκεί μεταλλείων. Οι κάτοικοι αρχικά εργάστηκαν στα μεταλλεία της περιοχής, αλλά όταν και αυτά σταμάτησαν να λειτουργούν (1880) στράφηκαν στη γεωργία και το εμπόριο. Στο Ακ Νταγ Μαντέν κατοικούσαν 1.200 οικογένειες Ελλήνων, 200 Τούρκων και 80 Αρμενίων. Εκκλησιαστικά, υπάγονταν στο Μητροπολίτη Χαλδίας Το Ακ-Νταγ-Μαντέν είναι γνωστό για τους κρυπτοχριστιανούς της περιοχής (Σταυριώτες) και το Σταυριωτικό Ζήτημα. Μετά την κήρυξη του Συντάγματος του 1876 οι Κρυπτοχριστιανοί τόλμησαν να φανερώσουν τη χριστιανική τους πίστη και να ζητήσουν την επίσημη αναγνώριση τους. Αποτέλεσμα ήταν οι βίαιες αντιδράσεις των τουρκικών αρχών και τα μαρτύρια των Σταυριωτών μέχρι την πλήρη δικαίωση τους το 1910. Το μεταλλείο του Ακ Νταγ Ματέν δημιουργήθηκε στην περιοχή μεταξύ της Υοσγάτης και της Σεβάστειας (Δυτικός Πόντος), από μια ομάδα Ρωμιών μεταλλωρύχων που μετανάστευσαν με διάταγμα του Σουλτάνου Μαχμούτ του ΄Β. Η μετανάστευση άρχισε το 1826-28 και συνεχίστηκε μέχρι το 1850. Οι μεταλλωρύχοι κατάγονταν από την ευρύτερη περιφέρεια της Αργυρούπολης (Κιμισ̌χανάς). Τους μεταλλωρύχους μετανάστες ακολούθησαν και αρκετοί κρυπτοχριστιανοί από το χωριό Σταυρίν της Αργυρούπολης και έτσι σιγά-σιγά αναπτύχθηκαν γύρω από την κωμόπολη του Ακ Νταγ Ματέν 32 ελληνικά χωριά με πνευματικό και εμπορικό κέντρο την ομώνυμη πόλη και 7.000 κατοίκους από τους οποίους οι 5.000 ήταν χριστιανοί. Με τη ανταλλαγή των πληθυσμών οι κάτοικοι του Ακ Δαγ Ματέν εγκαταστάθηκαν στην πλειοψηφία τους στην Αριδαία του νομού Πέλλας. Ακ Δάγ Μαδέν επίσης Το Ακ Δάγ Μαδέν και τα πέριξ αυτού χωρία
Ίμερα. Κωμόπολη του Πόντου στην περιοχή της Αργυρούπολης. Ήταν συνεχόμενη με την Κρώμνη και βρισκόταν στα ΒΑ της Τραπεζούντας. Χτισμένη στους πρόποδες του όρους Θήχης σε υψόμετρο 1.500 μέτρα απο όπου οι μύριοι του Ξενοφώντα αντίκρισαν τη Θάλασσα, τα δε βουνά της αποτελούν συνέχεια των βουνών της Ζύγανας. Είχε υγιεινό κλίμα και πλούσια βλάστηση. Λέγεται ότι χτίστηκε απο φυγάδες που ήρθαν στην περιοχή μετά την άλωση της Τραπεζούντας. Οι κάτοικοί της ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Λόγω της δυσμορφίας του ορεινού όγκου όμως συχνά αναγκάζονταν να ξενιτευτούν. Εκκλησιαστικά η Ίμερα ανήκε στη μητρόπολη Χαλδίας. Η Ίμερα ή Γήμερα της Τραπεζούντος του Πόντου Πρίν τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο είχε 300 ελληνικές οικογένειες. Πριν τη μετανάστευση στη Ρωσία οι κάτοικοί της έφταναν τις 500 περίπου οικογένειες. Χωριζόταν σε πέντε ενορίες : Τσακαλενάντων - Ζητράντων - Καθημερεσίων - Γιαννάντων - Ζουβατσάντων, και σε άλλες τρεις λίγο απομακρυσμένες απο το κέντρο της : Μανδριά - Λειβάδι - Θωμάντων. Κάθε ενορία είχε δικό της ναό. Λίγο πιο επάνω απο την κωμόπολη ήταν το βυζαντινό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη που ήταν και τόπος παραθερισμού των κατοίκων της Τραπεζούντας αλλά και καταφύγιο των χριστιανών όταν τους εκδίωκαν οι τούρκοι. Οι κάτοικοι της Ίμερας ήταν εξαιρετικά φιλοπρόοδοι. Γεωγραφικό & Ιστορικό Λεξικό επαρχίας Χαλδίας Θέμπεδα, Ικί Σουϊν, Ίμερα, Γήμερα.
Νικόπολη (Γαράσαρη - Sebinkarahisar) Απο την Καβάλα στη Γαράσαρη - Γεωργίου Κιουρκενίδη. Ποντιακή Εστία Θεσσαλονίκη 1954. Αρχαία πόλη του πόντου που οι Ελληνοπόντιοι ονόμαζαν Γαράσαρη. Παλαιότερα ονομαζόταν και Μαυρόκαστρον. Χτίστηκε απο τον Πομπήιο το 66 π.Χ., σε ανάμνηση της νίκης του επι του Μιθριδάτη του Στ΄, όπως αναφέρει ο Στράβωνας Το 1870 αριθμούσε 500 ελληνικές οικογένειες. Στο χωριό Λίτσασα της Νικόπολης, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που σώζεται ως σήμερα, ακόμα είναι γραμμένα τα ονόματα των Ελλήνων στους τοίχους, στο γυναικωνίτη και στο ιερό. Ονόματα και ημερομηνίες. Τα έγραψαν για να αφήσουν τα ίχνη τους, λίγο πρίν την ανταλλαγή. Χορός Τιτιρεμέ της Νικοπόλεως απ τον ζουρνατζή Σπύρο Γαλετσίδη. Παραθέτω την παρακάτω στατιστική για τον Πόντο, πριν τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Έχουμε 697.000 Έλληνες Χριστιανούς που κατοικούσαν σε 11 πόλεις, 41 κωμοπόλεις και 1.013 χωριά. Στην εκπαίδευση διατηρούσαν 7 ημιγυμνάσια, 3 γυμνάσια, 1 λύκειο, 1.047 σχολαρχεία και δημοτικά σχολεία, με 75.950 μαθητές και ακόμη 1.236 δασκάλους και καθηγητές. Την Ορθοδοξία υπηρετούσαν 1.459 κληρικοί ο δε αριθμός των εκκλησιών ανήρχετο στις 1.131. Τέλος στις μεγάλες πόλεις οι Ρωμιού διατηρούσαν φιλανθρωπικά ιδρύματα, φιλόπτωχες αδελφότητες και πολλά άλλα κοινωφελή ιδρύματα, τα οποία προσέφεραν τις υπηρεσίες τους αδιακρίτως σε Έλληνες και ξένους. Σπύρος Γαλετσίδης Οτουράγ Καϊτεσί Ασού Κερέμ - Άλλη η Κολωνεία και άλλη η Νικόπολις του Πόντου (Γεωργίου Στρουθόπουλου) & Νικόπολη - Επαρχία Κολωνείας (Sebinkarahisari) Playlist
Μπάλτζανα (Πάλτζανα)
Χωριό στα βόρεια και ανατολικά της Νικόπολης κατοικούμενο απο 100 περίπου οικογένειες, με πλήρες δημοτικό σχολείο και 2 εκκλησίες. Λαογραφικά Μπάλτζανας Νικοπόλεως Πόντου. Βρισκόταν τα βορειοανατολικά της Νικόπολης (Γαράσαρης) κοντά στην δημόσια οδό που συνέδεε την Νικόπολη με την ενδοχώρα μέχρι το Ερζερούμ (Θεοδοσιούπολη) και πέρα. Στην δημόσια αυτή οδό βρισκόταν η νεόδμητος Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου η οποία ανηγέρθη κατά το 1900 αφενός από τον θεοσέβαστο πατέρα Κύριλλο Μαυρομάτη που τον έλεγαν: της Μπάλτσανας ο καλόγερον και αφετέρου με την ενεργητικότητα και την δράση των κατοίκων του χωριού ως και των περιχώρων. Αριθμούσε περίπου εκατό σπίτια. Διατηρούσε πλήρες δημοτικό σχολείο και είχε δύο ακόμη εκκλησίες και τρείς ιερείς. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την γεωργία την κτηνοτροφία την μελισσουργία και τη υλοτομία. Οι περισσότεροι άντρες ξενιτεύονταν στην Κωνσταντινούπολη και στην Καβάλα όπου εργάζονταν στα καπνομάγαζα. Μάλιστα στην Καβάλα είχαν ιδρύσει αδελφότητα η οποία συνέδραμε και συνείσφερε υπέρ της ίδρυσης της προαναφερθείσας Μονής της Θεοτόκου. Το χωρίον Μπάλτζανα της Νικοπόλεως του Πόντου
Τόνγια (Θοανία - Tonya) Περιοχή στα ΝΔ της Τραπεζούντας στα νότια των Πλατάνων πέρα απο τον ποταμό Καλάνεμα. Πρίν την ανταλλαγή κατοικούσαν 2000 ελληνόφωνες εξισλαμισμένες οικογένειες Τίκ - Ασήν Τόνγιαν έρχουμαι - Δημώδες άσμα των Ελλήνων της Τόνγιας του Πόντου επίσης Τόνια, Τόν(γ)ια, Tonya, Η αρχαία Θοανία του Πόντου
Αρταχάν Η Εγκατάσταση των Ελληνοποντίων του Κάρς στην Ελλάδα του Δημητρίου Νικοπολιτίδη - Υποδιοίκηση Αρταχάν
Πόλη του δυτικού Καυκάσου σε απόσταση 60 χλμ από το Κάρς. Ως το 1878 ανήκε στην οθωμανική αυτοκρατορία και κατόπιν πέρασε στα χέρια των Ρώσων με τη συνθήκη του Βερολίνου. Ελληνικοί πληθυσμοί μετοίκησαν στην περιοχή του Αρταχάν από τον πόντο μετά το 1878 όπου δημιούργησαν ακμαίες κοινότητες. Η περιοχή του Καυκάσου και του Κάρς είχε επιλεγεί από τους Έλληνες σαν τόπος μετανάστευσης λόγω της υπαγωγής των περιοχών αυτών στην ομόθρησκη Ρωσία. Εκπατρισμοί άρχισαν για τους Έλληνες και στο Αρταχάν την περίοδο 1917-1925 λόγω του Ελληνοτουρκικού πολέμου και της Οκτωβριανής επανάστασης. Οι Ελληνικές οικογένειες του Αρταχάν εγκαταστάθηκαν στην Πολίχνη Θεσσαλονίκης, στα Πορόϊα Συντικής Σερρών, στην Αθήνα και στη Μυτιλήνη. Ήταν Ιανουάριος του 1919 και κράτησε ως τον Δεκέμβριο του 1920. Κάρς (Γάρς) & Καύκασος. Ιστορία - Λαογραφία - Πολιτισμός
Όφις Τραπεζούντας (Of Trabzon)
Η Οφία ή ο Οφιούς. Περιοχή περί τον Όφι ποταμό, ανατολικά της Τραπεζούντας. Κύριο χαρακτηριστικό του πληθυσμού της ήταν ο ομαδικός εξισλαμισμός του κατά το 17ο αιώνα καθώς και η καθαρότητα και αρχαιοπρέπεια του γλωσσικού ιδιώματος που μιλούσαν οι Οφλήδες. Ο Όφις ή Οφιούντα του Πόντου. Η έλλειψη μοναστηριών στην περιοχή συντέλεσε με την σειρά της σε αυτή την τραγική για τους Οφλήδες κατάληξη, να εξισλαμισθούν μετά απο βασανιστήρια διώξεις και αλλεπάλληλες δοκιμασίες. Τον Όφι διαρρέουν οι ποταμοί Καλοπόταμος και Μπαλτατζή Ντερέ (Ψυχροπόταμος). Η περιοχή χαρακτηρίζεται από λόφους, βουνά, χαράδρες και λαγκάδια. Ο Όφις αποτελείτο από 65 χωριά που τα κατοικούσαν Έλληνες χριστιανοί που εξισλαμίστηκαν στα μέσα του 17ου αιώνα δια της βίας. Περί το 1866 οι Οφλήδες κάτοικοι του Όφι έφταναν τις 15.000 ψυχές. Τα ονόματα των χωριών τους μαρτυρούν την γνήσια Ελληνική τους καταγωγή: Αληθινός, Κοντού, Μεσοχώρι, Ξένος, Γοργορά, Όκαινα, Παλαχώρι (Παλαιοχώρι), Σαχάρω, Υψηλή, (απο όπου καταγόταν η οικογένεια των Υψηλάντηδων της Ελληνικής Επανάστασης) και Φωτεινός. Τα δε επώνυμα των Οφλήδων δηλώνουν επίσης της αρχαιοελληνική τους καταγωγή: Αντώνογλου, Γιάννογλου, Φώτογλου, Παπάζογλου, Μαντάνης, Μερτζάνης κ.ά Οι εξισλαμισθέντες Οφλήδες διατήρησαν μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών την ποντιακή τους λαλιά και τα πατροπαράδοτα έθιμα τους. Φύλαξαν με σεβασμό κειμήλια όπως, ευαγγέλια, ιερά βιβλία, ιερά άμφια, χειρόγραφα, θυμιατήρια, σταυρούς και εκκλησιαστικά σκεύη. Όφεως Πόντου - Λαογραφικά γλωσσικά Σύμμεικτα Διέφεραν κατά πολύ και απο όλους τους άλλους μουσουλμάνους τόσο στον χαρακτήρα όσο και στον πολιτισμό. Οι Οφλήδες ήταν ήρεμοι άνθρωποι και ασχολούνταν με τα γράμματα και τις τέχνες με ιδιαίτερη κλίση στις θεολογικές σπουδές. Οι μουσουλμανικές ιερατικές σχολές του Όφι ήταν απο τις καλύτερες. Σε παλιά χειρόγραφα οι περιοχές Κάνεως και Όφεως σημειώνονται ως επισκοπές Τραπεζούντος. Συνολικά εξισλαμίστηκαν περί τις 65.000 Έλληνες Οφλήδες. Η Μουσικοχορευτική παράδοση των Ελλήνων Οφλήδων - Όφις - Οφιούς - Οφιούντα του Πόντο. Ιστορία, Λαογραφία, Πολιτισμός, Γεωγραφία, Ήθη, Έθιμα, Γλώσσα.
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com