Η Τρίπολις του Πόντου και τα 23 Ελληνικά χωριά της. Η Ιστορία του τόπου και των ανθρώπων του.
Η Τρίπολις βρίσκεται κοντά στις εκβολές του Χαρσιώτου ποταμού, 77 χλμ. δυτικά της Τραπεζούντας και 54 χλμ. ανατολικά της Κερασούντας. Κοντά στην πόλη βρίσκονται τα βουνά Σις δάγ και Τσάλ δάγ, με ύψος 2.810 μέτρα και 1.966 μέτρα αντίστοιχα.
Οι κυριότεροι και σημαντικότεροι σταθμοί στην ιστορία της Τρίπολης είναι:
1. Η δημιουργία της πόλεως κατά τον πρώτο αποικισμό των Μιλησσίων στον Εύξεινο Πόντο κατά τον 3ο αιώνα προ Χριστού.
2. Το 1461 η Τρίπολις κατακτήθηκε από το Μωάμεθ τον Πορθητή στη διάρκεια της εκστρατείας του εναντίον των Κομνηνών της Τραπεζούντας. Μετά την κατάληψη του οικισμού από τους Οθωμανούς εγκαταστάθηκαν εκεί οι Τουρκομάνοι νομάδες. Έτσι άρχισε η ανάπτυξη του μουσουλμανικού στοιχείου στην περιοχή.
3. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις, από το 15ο έως το 18ο αιώνα η Τρίπολη αναπτύχθηκε οικονομικά ως λιμάνι αλλά δεν συναντάμε μεγάλη αύξηση του πληθυσμού.
4. Τον 18ο αιώνα αρκετοί μετανάστες μεταλλουργοί από την περιοχή της Χαλδίας εγκαταστάθηκαν στην Τρίπολη και σε άλλες πόλεις. Σε αντίθεση με άλλες πόλεις και περιοχές του Πόντου, οι κάτοικοί της Τρίπολης δεν εξισλαμίστηκαν, αλλά διατήρησαν τη θρησκευτική τους παράδοση. Η βασική αιτία ήταν η ύπαρξη των μεταλλείων όπου εργάζονταν οι κάτοικοι, οι οποίοι είχαν ειδικά προνόμια, όπως απαλλαγή από κάποιους φόρους. Η Τρίπολις του Πόντου και τα 23 Ελληνικά χωριά της. Η Ιστορία του τόπου και των ανθρώπων του.
5. Στα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας στην Τρίπολη οι κάτοικοι ήταν αποκλειστικά χριστιανοί ορθόδοξοι.
6. Μετά την κατάρρευση του Βυζαντίου, ο Πόντος περιήλθε στα χέρια των τούρκων και η Τρίπολις μαζί με όλη την ενδοχώρα της, κατέστη τιμάριο διαφόρων φεουδαρχών (ντερεπεήδων).
7. Τον 19ο αιώνα στην Τρίπολη, η οποία διοικητικά υπαγόταν στη Μητρόπολη Τραπεζούντος, υπήρχαν δύο εκκλησίες. Η μεγάλη ορθόδοξη εκκλησία της πόλης ήταν αφιερωμένη στον Αρχιστράτηγο Μιχαήλ και βρισκόταν στη συνοικία Τζαμιδά. Η μικρή βυζαντινή εκκλησία, χτισμένη σε βράχο, ήταν αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή και στα τέλη του 19ου αιώνα μετατράπηκε σε τζαμί.
8. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη χρονολογία εγκατάστασης των Αρμενίων στην Τρίπολη, αλλά πρέπει να έγινε το 19ο αιώνα.
9. Από το 1910 έως το 1912 αρκετοί ορθόδοξοι εγκατέλειψαν την Τρίπολη για οικονομικούς λόγους με προορισμό τη Ρωσία. Στα τελευταία χρόνια της ορθόδοξης παρουσίας, στην πόλη κατοικούσαν περίπου 2.500 ορθόδοξοι.
Οι χριστιανοί κάτοικοι της Τρίπολης μιλούσαν την ποντιακή. Τα ποντιακά της Τρίπολης έμοιαζαν με αυτά της Αργυρούπολης, αλλά διέφεραν από εκείνα της Κερασούντας.10. Το 1866 στην πόλη λειτουργούσε ένα αλληλοδιδακτικό σχολείο, αλλά το 1870 συναντάμε το πρώτο ελληνικό αρρεναγωγείο, στο οποίο φοιτούσαν πολλοί μαθητές από τα γύρω χωριά. Το 1896 στο δημοτικό σχολείο της πόλης φοιτούσαν 120 μαθητές και δίδασκαν 3 δάσκαλοι. Το σχολείο περιλάμβανε επτατάξιο αρρεναγωγείο και τριτάξιο παρθεναγωγείο.
11. Τον Δεκέμβριο του 1914 ο ρωσικός στόλος βομβάρδισε την Τρίπολη. Στη διάρκεια των βομβαρδισμών σκοτώθηκαν άμαχοι, μεταξύ των οποίων και Έλληνες. Λιγότερο από ένα χρόνο μετά, στα μέσα Ιουνίου 1915, ξεκίνησε ο εκτοπισμός των Αρμένιων κατοίκων της πόλης. Το ξημέρωμα της Κυριακής της 16ης Νοεμβρίου 1916 ξεκίνησε ο εκτοπισμός περίπου 3.000 Ελλήνων ορθοδόξων από την πόλη της Τρίπολη προς το Μπρίκ της Χαλδίας. Το Αμπρίκ της Χαλδίας του Πόντου.
Σύμφωνα με την πρώτη απογραφή πληθυσμού του 1486, στο φρούριο υπήρχαν μόνο 67 νοικοκυριά χριστιανών ορθοδόξων. Είναι γνωστό ότι αργότερα στον οικισμό εγκαταστάθηκαν οι νομάδες Çepni, αλλά δε διαθέτουμε πληροφορίες για τη χρονολογία της εγκατάστασης. Το 1515 ο αριθμός των νοικοκυριών των ορθοδόξων ανερχόταν σε 271, από τα οποία τα 60 προέρχονταν από μετεγκατάσταση κατά το 16ο αιώνα χωρίς να είναι γνωστός ο αρχικός τους τόπος εγκατάστασης. Την ίδια χρονιά έχουν καταγραφεί και 4 μουσουλμανικά νοικοκυριά. Αργότερα, στις απογραφές του 1554, βρέθηκαν 16 μουσουλμανικά νοικοκυριά, 265 ορθόδοξα νοικοκυριά, 6 άγαμοι μουσουλμάνοι και 132 άγαμοι ορθόδοξοι.
12. Στην διάρκεια της Επανάστασης του 1821 η κατάσταση για τους ορθόδοξους της Τρίπολης ήταν εκρηκτική, όπως φαίνεται από το φιρμάνι που στάλθηκε από την Κωνσταντινούπολη προς τη διοίκηση της Τρίπολης στα τέλη Απριλίου 1821. Σύμφωνα με το φιρμάνι, όσοι ορθόδοξοι υποστήριζαν την επανάσταση και συμμετείχαν σε αυτή θα αντιμετώπιζαν αυστηρές ποινές.
13. Στις ημέρες μας, η Τρίπολις αριθμούσε πληθυσμό περίπου 14,000 εκ των οποίων οι 4.500 ήταν Έλληνες και οι 2.000 Αρμένιοι. Είχε μεγάλη αγροτική ενδοχώρα με 128 χωριά και πληθυσμό περίπου 60.000 κατοίκων. Απ’ τα 128 χωριά τα 23 ήταν Ελληνικά και αποτελούσαν ισάριθμες κοινότητες ενώ ο πληθυσμός τους ανερχόταν στις 13.000. Παραθέτω τις ονομασίες των χωριών αυτών:
1.Ισραήλ Ματενί
2.Καράκαγια Ματενί ή Κουσκουλί
3.Ασλαντσούκ
4.Τέβεκλη
5.Έσπιε Ρούμ
6.Νιάλ
7.Καράρικ
8.Κιρλίκ Ματενί
9.Αγαλούκ Ματενί
10.Κουζούκ Καγιά ή Αγ κιοϊ Ρούμ
11.Λαχανά Ματενί
12.Παλακλού Ρούμ
13.Κόζπικη
14.Κεπέκλησα
15.Παλκάν
16.Ερμενί κιογί
17.Πελετζούκ
18.Κιούρτ πελή
19.Καρά κιουνεγί
20.Κουράν
21.Τσαράκ
22.Γενί κιογί &
23.Τσελαλού ή Εμεξάν
Όλα αυτά τα χωριά αποτελούσαν ανθούσες ελληνικές μικρές κοινότητες, διατηρούσαν σχολεία και εκκλησίες. Ανήκαν εκκλησιαστικώς στην Μητρόπολη Χαλδίας, ενώ η πόλις της Τριπόλεως ανήκε στην Μητρόπολη Τραπεζούντος. Αυτό, ίσως να οφείλετο στο γεγονός ότι οι πληθυσμοί αυτών των χωρίων ήλκον την καταγωγή τους απ΄ την Αργυρούπολη και η μετοίκηση τους τα παλαιότερα χρόνια έγινε περιοδικά. Η μοναδική καλλιέργεια που γινόταν σε τέτοιες ποσότητες ώστε να αποδίδει αξιόλογα εισοδήματα στους κατοίκους της Τρίπολης ήταν η κάνναβη. Από τα δημητριακά ευδοκιμούσε μόνο το καλαμπόκι. Επίσης υπήρχε παραγωγή σε φασόλια, ρύζι, καρύδια και μαύρα λάχανα. Τα αμπέλια τους ήταν γνωστά, όπως επίσης και το κρασί τους, το οποίο εξαγόταν. Περί τα μέσα του 19ου αιώνα το σημαντικότερο εξαγωγικό προϊόν της Τρίπολης ήταν το μπρούσκο κρασί. Αργότερα, όταν παρατήρησαν ότι το φουντούκι απέδιδε μεγαλύτερο κέρδος, ξερίζωσαν τα αμπέλια και καλλιέργησαν φουντουκιές. Με την ανάπτυξη της ναυτιλίας τα φουντούκια εξάγονταν και σε μακρινές αγορές, όπως η Αλεξάνδρεια και η Μασσαλία. Το 19ο και τον 20ό αιώνα αρκετοί ψαράδες από την Τρίπολη πήγαιναν ως οικονομικοί μετανάστες στη Ρωσία και συγκεκριμένα στα παράλια της Κριμαίας. Εργάζονταν με μισθό και ποσοστό σε ψαράδικα εργοστάσια, όπου πάστωναν ψάρια. Εγκατέλειπαν τις οικογένειες τους το Μάρτη και επέστρεφαν το Σεπτέμβρη. Το χειμώνα δεν εργάζονταν. Η πλειοψηφία των ξενιτεμένων δεν ήξερε καμία τέχνη. Οι ορθόδοξοι που έμειναν στην πόλη είχαν καταστήματα και οι περισσότεροι ήταν αρτοποιοί. Υπήρχαν όμως και τεχνίτες χτίστες, μαραγκοί, ακόμα και μάγειροι. Μοιρολόγια της Τρίπολης του Πόντου.
Πλην των παραπάνω χωρίων, ήσαν και τα: Εσελή Ματέν και Σιατού με πληθυσμό περί των 2.000 κατοίκων, τα οποία διατηρούσαν σχολεία και εκκλησιές υπαγόμενα διοικητικώς στην επαρχία Ελεβής. Το Εσελή Ματέν ήταν περίφημο μεταλλείο εξ’ αιτίας των άφθονων κοιτασμάτων σε χαλκό. Οι κάτοικοι του που είχαν εξειδίκευση στο επάγγελμα του μεταλλωρύχου, ήταν περιζήτητοι και μάλιστα ξενιτεύονταν στην Ρωσία όπου εύκολα έβρισκαν εργασία στα μεταλλεία του Καυκάσου. Αυτές οι μεταναστεύσεις Ελλήνων ποντίων μεταλλωρύχων πύκνωσαν κατά πολύ τις τάξεις των εν Καυκάσω διαμενόντων Ελλήνων και αύξησαν κατά πολύ την εκεί ελληνική κοινότητα. Όλη η περιφέρεια των μεταλλείων ανήκε στο δημόσιο το οποίο προκειμένου να προσελκύσει νέους φιλόδοξους εργάτες, τους αναγνώριζε δικαίωμα οικοδομής οικιών και αργότερα τους παραχωρούσε και την κυριότητα επί των κτισμάτων αυτών αλλά και επί της καλλιεργήσιμης γης. Πιο βαθιά στην ενδοχώρα έκειντο τα χωρία του Τορούλ, Σίμικλη, Δέσμενα, Σαρίκσιαπαν κλπ, των οποίων οι περισσότεροι κάτοικοι από καιρού εις καιρόν άφηναν τα άγονα και ορεινά χωριά τους και κατέβαιναν προς την παραλία και κυρίως στα χωρία: Έσπιεν, Κάραρικ, Νιάλ, Ελεβήν, ολίγοι εξ αυτών προτιμούσαν την Τρίπολη, και επανέρχονταν έπειτα στις θερινές τους κατοικίες όπου κατά κόρον απολάμβαναν το άριστο κλίμα και τα ασύγκριτα είδη που παρήγαγε η ευλογημένη γενέθλιος και ιδιαιτέρα τους πατρίδα. Προτού προβάλλει ο χειμώνας, ξεχειλισμένοι από χαρά και υγεία κατέβαιναν προς την παραλία σε σχηματισμούς καραβανιών για να ξεχειμωνιάσουν. Για την προϊστορία της Τριπόλεως λίγα είναι γνωστά. Μετά την κατάρρευση του Βυζαντίου, ο Πόντος περιήλθε στα χέρια των τούρκων και η Τρίπολις μαζί με όλη την ενδοχώρα της, κατέστη τιμάριο διαφόρων φεουδαρχών (ντερεπεήδων). Ο τελευταίος απ’ αυτούς, ο Κεχτούτ Ζαδές Μεχμέτ Αγάς, κοινώς αποκαλούμενος Κεχαγιόγλους, το 1810 ήρθε σε ρήξη με τον διοικούντα την Τρίπολιν Μπέην. Στην συνέχεια επέδρασε απ’ το Γιαγλί – Τερέ με 300 οπλισμένους φίλους και συγγενείς του κατά της πόλεως, φόνευσε τον Μπέην και κατέλαβε την Τρίπολιν καταλαμβάνοντας την Αρχή. Αφού πέτυχε τον εξευμενισμό και την διασκέδαση της οργής του πασά της Τραπεζούντας, του αναγνωρίσθηκε η αυθαίρετη κατάληψη της Αρχής (εξουσίας), ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα στην άσκηση των καθηκόντων του. Παγίωσε την τάξη στην Τρίπολη με δρακόντια μέτρα και αιματηρές κυρώσεις. Επέβαλε βαρύτατους φόρους, ενώ με την καθιέρωση συστήματος συνεισφορών σε εργασία δημιούργησε πολλά δημόσια έργα χρησιμοποιώντας ως τεχνικούς Έλληνες της περιοχής. Μεταξύ των Αγαλούκ και Τάπιας ανήγειρε σύμπλεγμα λαμπρών οικοδομών ενώ για δική του χρήση κατασκεύασε ένα ωραιότατο μέγαρο όπου και εγκαταστάθηκε μαζί με το χαρέμι του που αποτελείτο από 40 γυναίκες. Έχτισε τζαμιά, δρόμους, βρύσες κτλ. Αυτός έχτισε το “Ξωπέγαδον” την βρύση με το περίφημο κρύο νερό την οποία ονόμασε Σελήμ αγά τσεσμεσή, προς τιμή του υιού του, Σελήμ. Αργότερα, επί των ημερών του Σουλτάν Μαχμούτ του μεταρρυθμιστού, πραγματοποιήθηκε η εξόντωση των φοβερών Γενιτσάρων και όλων των ατίθασων Ντερέπεηδων, κλήθηκε και ο Κεχαγιόγλους για υπηρεσιακούς δήθεν λόγους στο Σεμπίν Καρά Χισάρ (Νικόπολιν) όπου με δηλητηριασμένον καφέ πέτυχαν την εξόντωση του. Από τότε η Τρίπολις υπαχθείσα στον νομό Τραπεζούντας, ανακηρύχθηκε σε υποδιοίκηση (Καϊμακαμλίκι). Με την νέα τροπή των πραγμάτων, οι κληρονόμοι του Κεχαγιόγλου έφυγαν απ’ την Τρίπολιν και εγκαταστάθηκαν στην Τραπεζούντα, προηγουμένως πούλησαν όλα τα οικοδομικά τους συγκροτήματα και επαύλεις στις πλούσιες οικογένειες των Ελλήνων : Μαυρίδη, Καπίδη, Κυριακίδη, Παναγιωτίκα, Χατζηθεοδώρου, ενώ την πιο λαμπρή απ’ όλες και την μεγαλοπρεπέστατη αγόρασε ο ΧατζηΓεώργης Μαυρίδης. Αυτή η μεταξύ των ενοριών Αγαλούκιν – Ρούδι – Τσιμίδα – Σαλόνιν – Τάπιαν και Παραπόρτιν τοποθεσία, η οποία αποτελούσε την δεσπόζουσα πανοραμική προεξοχή της πόλεως εντός της θαλάσσης, συμπληρωθείσα με εκατοντάδες μικρές και μεγάλες οικοδομές, αποτέλεσε την ομάδα των αμιγώς ελληνικών ενοριών “Το ιτσερί – ρούμ μεχαλεσί” όπως ονομαζόταν χαρακτηριστικά υπό των τούρκων έως την περίοδο προ της καταστροφής και γενοκτονίας.
Τον 19ο αιώνα στην Τρίπολη, η οποία διοικητικά υπαγόταν στη Μητρόπολη Τραπεζούντος, υπήρχαν δύο εκκλησίες. Η μεγάλη ορθόδοξη εκκλησία της πόλης ήταν αφιερωμένη στον Αρχιστράτηγο Μιχαήλ και βρισκόταν στη συνοικία Τζαμιδά. Η μικρή βυζαντινή εκκλησία, χτισμένη σε βράχο, ήταν αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή και στα τέλη του 19ου αιώνα μετατράπηκε σε τζαμί. Κάθε δύο ή τρία χρόνια ο μητροπολίτης περιόδευε στην περιφέρειά του. Ο αντιπρόσωπος του μητροπολίτη ήταν υπεύθυνος για την έκδοση των αδειών γάμου και άλλων εγγράφων. Στην εκκλησία το ευαγγέλιο διαβαζόταν στην ποντιακή. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη χρονολογία εγκατάστασης των Αρμενίων στην Τρίπολη, αλλά πρέπει να έγινε το 19ο αιώνα. Το 1901 ο αριθμός των οικογενειών των ορθοδόξων ανερχόταν σε 250, όμως το 1903, σύμφωνα με τις πληροφορίες του μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθου, αυξήθηκαν σε 350. Ο Χρύσανθος αναφέρει ότι ο συνολικός πληθυσμός των ορθοδόξων ήταν 3.000 άτομα, αριθμός που φαίνεται μάλλον υπερβολικός. Από το 1910 έως το 1912 αρκετοί ορθόδοξοι εγκατέλειψαν την Τρίπολη για οικονομικούς λόγους με προορισμό τη Ρωσία. Στα τελευταία χρόνια της ορθόδοξης παρουσίας, στην πόλη κατοικούσαν περίπου 2.500 ορθόδοξοι. Οι χριστιανοί κάτοικοι της Τρίπολης μιλούσαν την ποντιακή. Τα ποντιακά της Τρίπολης έμοιαζαν με αυτά της Αργυρούπολης, αλλά διέφεραν από εκείνα της Κερασούντας. Πάνω στο φρούριο του γραφικού κάστρου από τα παλιότερα χρόνια είχε ανεγερθεί μία εκκλησία προς τιμήν της Παναγίας. Την ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής γινόταν πολύ μεγάλη πανήγυρις. Το 1870 ο ανώτερος τούρκος στρατιωτικός διοικητής της περιοχής αντελήφθη ότι το συγκεκριμένο σημείο ήταν μεγάλης στρατιωτικής σημασίας και αποφάνθηκε ότι ήταν ανάγκη να καταληφθεί. Οι τούρκοι απέφυγαν να προβούν σε βίαιη κατάληψη του φρούριου, για τον φόβο τυχών διπλωματικών επεμβάσεων, αλλά σκηνοθέτησαν μια παρωδία δίκης με την οποία πέτυχαν θετική για την πλευρά τους, απόφαση του Κατή (δικαστή). Έβαλαν δύο υπέργηρους τούρκους ψευδομάρτυρες να καταθέσουν ότι από πολύ παλιά η εκκλησία αυτή τους ανήκε. Έτσι η ελληνική κοινότητα ως ασθενέστερη και υπάρχουσα υπό ζυγόν…δεν τόλμησε να αντισταθεί, αλλά παρέδωσε τα κλειδιά στον εντεταλμένο ιμάμη. Από τότε, η εορτή της Ζωοδόχου Πηγής εορτάζετο με μεγάλη λαμπρότητα στο προάστειο της Παναγίας “στο Κλεισέπουρουν”, όπου πάνω σε γραφικό ακρωτήρι έκειτο η ομώνυμη εκκλησία. Το έδαφος του προαστείου έφτανε ως τα όρια της Πεκιλλάς ψηλότερα ως την Καλλίπολη και κατέληγε στην παραλία της Καρνατσάς. Όλη αυτή η έκταση ήταν πνιγμένη στην βλάστηση, ανήκε προνομοιακώς από της Αλώσεως, στην ελληνική κοινότητα και κατοικούνταν κυρίως από Έλληνες αγρότες μόνο. Το 1866 στην πόλη λειτουργούσε ένα αλληλοδιδακτικό σχολείο, αλλά το 1870 συναντάμε το πρώτο ελληνικό αρρεναγωγείο, στο οποίο φοιτούσαν πολλοί μαθητές από τα γύρω χωριά. Το δημοτικό σχολείο της πόλης χτίστηκε μάλλον στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Κυριάκο Ξενόπουλο. Το κτήριο βρισκόταν κοντά στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής. Το 1896 στο δημοτικό σχολείο της πόλης φοιτούσαν 120 μαθητές και δίδασκαν 3 δάσκαλοι. Το σχολείο περιλάμβανε επτατάξιο αρρεναγωγείο και τριτάξιο παρθεναγωγείο. Από την 4η τάξη οι μαθήτριες παρακολουθούσαν κοινά μαθήματα με τα αγόρια. Στο κτήριο του δημοτικού σχολείο στεγαζόταν και το νηπιαγωγείο. Το 1905 με εισφορές της κοινότητας Τρίπολης ιδρύθηκαν τα Μαυρίδεια Εκπαιδευτήρια. Τότε πρόεδρος της κοινότητας ήταν ο Μαυρίδης, ο οποίος προσπάθησε να ονομαστεί το σχολείο στο όνομά του, κάτι που δεν αποδέχθηκαν οι ορθόδοξοι της πόλης με συνέπεια να δημιουργηθεί αναταραχή. Τα Μαυρίδεια Εκπαιδευτήρια περιλάμβαναν επτατάξια αστική σχολή αρρένων και πεντατάξιο παρθεναγωγείο, 6 δασκάλους και 350 μαθητές. Τα σχολεία συντηρούνταν από την κοινότητα, η οποία διόριζε τον έφορο του σχολείου και τους δασκάλους. Από τα πιο σημαντικά θρησκευτικά έθιμα των χριστιανών ορθόδοξων κατοίκων της Τρίπολης ήταν το χατζηλίκι. Οι προσκυνητές ξεκινούσαν το ταξίδι τους πριν από την Καθαρά Δευτέρα για να βρίσκονται στους Αγίους Τόπους τη Μεγάλη Εβδομάδα. Το ταξίδι προς τους Αγίους Τόπους γινόταν μέσω της θαλάσσιας οδού. Διέσχιζαν τον Εύξεινο Πόντο, το Αιγαίο Πέλαγος και τη Μεσόγειο. Περνούσαν από την Κωνσταντινούπολη, τα Δωδεκάνησα και την Κύπρο, αγκυροβολούσαν στη Σκάλα Βηρυτού, κοντά στη Γιάφα, και από εκεί προχωρούσαν με τα πόδια προς τα Ιεροσόλυμα. Μόνο οι ευκατάστατοι Τριπολίτες πραγματοποιούσαν αυτό το ταξίδι, καθώς ήταν πολυέξοδο. Επίσης υπήρχαν γυναίκες προσκυνήτριες, τις οποίες αποκαλούσαν χατζάδες ή χατζίνες. Επέστρεφαν στην πατρίδα τους στο διάστημα από την Κυριακή του Θωμά μέχρι τα μέσα της εβδομάδας μετά από αυτήν. Όταν επέστρεφαν οι προσκυνητές, έπρεπε να δώσουν διάφορες δωρεές σε φίλους και συγγενείς και να ενισχύσουν τους φτωχούς. Είχαν επίσης την υποχρέωση να φιλοξενούν τους ξένους που έρχονταν στην Τρίπολη. Οι πατέρες μας, μας διηγούντο πως όταν ξέσπασε στην Ελλάδα η επανάσταση του 1821, οι τούρκοι εκμανέντες, συνέλαβαν όλους τους ενήλικες Έλληνες ομογενείς και τους έκλεισαν μέσα σε ένα χάνι, ενώ απειλούσαν την ζωή τους με θάνατο. Τότε, χάρις στην παρέμβαση του τότε Μπέη της Τριπόλεως, Σιατήρογλου, άπαντες ελευθερώθηκαν και ξέφυγαν από βέβαιο θάνατο. Τούτα τα στοιχεία περί της Τριπόλεως συγκέντρωσε ο κ. Γεώργιος Η. Σακκάς απ τον διακεκριμένο Τριπολίτην κ . ΧατζηΓεώργιον Δημητριάδην. Μετά την έναρξη του Α' Παγκόσμιου πολέμου και την είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε αυτόν η κατάσταση στην πόλη άλλαξε άρδην. Το Δεκέμβριο του 1914 ο ρωσικός στόλος βομβάρδισε την Τρίπολη. Στη διάρκεια των βομβαρδισμών σκοτώθηκαν άμαχοι, μεταξύ των οποίων και Έλληνες. Λιγότερο από ένα χρόνο μετά, στα μέσα Ιουνίου 1915, ξεκίνησε ο εκτοπισμός των Αρμένιων κατοίκων της πόλης. Το ξημέρωμα της Κυριακής 16 Νοεμβρίου 1916 ξεκίνησε ο εκτοπισμός περίπου 3.000 ορθοδόξων από την πόλη της Τρίπολης. Οι ορθόδοξοι χριστιανοί οδηγήθηκαν στο χωριό Μπρικ, ένα εγκαταλειμμένο Αρμενοχώρι όπου κάποτε ζούσαν 500 οικογένειες. Τέσσερις μήνες μετά την εγκατάστασή τους εκεί, σημειώθηκε επιδημία. Αργότερα προχώρησαν προς τη Ρωσία, όπου παρέμειναν περίπου 9 μήνες. Τελικά τον Απρίλιο του 1919 αρκετοί από τους Τριπολίτες εγκατέλειψαν τη Ρωσία και κατευθύνθηκαν προς την Ελλάδα.
Οι διαθέσιμες πληροφορίες για τη δομή της πόλης αφορούν τα μέσα του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού, πριν από την εγκατάλειψη της πόλης από τον ορθόδοξο πληθυσμό. Στα μέσα του 19ου αιώνα οι συνοικίες της πόλης ήταν οι εξής: Cintaşi, Hammam, Yeniköy, Çarşı, Kumyalı, Puçuklu, Kurtköyü, Gelibolu, Çatalçeşme, Çarşıbaşı ή Çarşı, İçeri και Mataracı. Η συνοικία Çarşıbaşı ήταν κέντρο εμπορικής δραστηριότητας και βρισκόταν στο λιμάνι της πόλης. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα οι αμιγώς χριστιανικές συνοικίες ήταν το Παραπόρτιν, το Σαλόνιν, η Τσιμιδά, το Ρούδιν και το Αγαλούκιν. Οι μεικτές συνοικίες, όπου κατοικούσαν ορθόδοξοι και μουσουλμάνοι, ήταν οι συνοικίες Εγκίκιοϊ, Μαχμούτιν, Καραμάν Γιαλουσού και Σαργανά, στις οποίες οι ορθόδοξοι κατοικούσαν κοντά στην παραλία και οι Τούρκοι στο βάθος. Στο Αγαλούκιν η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν ορθόδοξοι, ενώ υπήρχαν και ελάχιστοι Αρμένιοι. Στη συνοικία Σαργανά κατοικούσαν 40 οικογένειες ορθοδόξων και ελάχιστοι μουσουλμάνοι. Στη συνοικία του Καραμάν Γιαλουσού ή Καραμάν Γιαλού η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν μουσουλμάνοι και υπήρχαν μόνο 36 οικογένειες ορθοδόξων. Η συνοικία του Ρούδιν βρισκόταν δεξιά από το λιμάνι της πόλης και εκεί κατοικούσαν μόνο 42 οικογένειες ορθοδόξων. Στο Παραπόρτι κατοικούσαν 47 και στο Μαχμούτιν 42 οικογένειες ορθοδόξων. Στη μεικτή συνοικία του Εγκίκιοϊ ζούσαν 45 οικογένειες ορθόδοξων χριστιανών. Στο Σαλόνι έμεναν 23 οικογένειες ορθοδόξων. Σημαντικότερη ορθόδοξη συνοικία της πόλης ήταν η Τσιμιδά, με 70 οικογένειες. Σε αυτή τη συνοικία βρισκόταν η εκκλησία του Αρχιστράτηγου Μιχαήλ και η Αστική Σχολή. Στα τέλη του 19ου αιώνα στην πόλη υπήρχαν 8 τζαμιά, 2 ορθόδοξες εκκλησίες, μία αρμενική εκκλησία, 350 καταστήματα, 2 χάνια, ένα χαμάμ, 15 φούρνοι και 8 μύλοι. Στην Τρίπολη υπήρχαν δύο πλατείες: το Τσιν-Τασί (Πέτρα της Νεράιδας) και η πλατεία προς το λιμάνι, που ονομαζόταν Λιμένι. Υπήρχαν επίσης ωραία πέτρινα σπίτια με κεραμίδια. Είναι αδύνατο να σκιαγραφηθεί το πώς έζησαν και έδρασαν οι πατέρες μας την τελευταία αυτή περίοδο της δουλείας, πως κατόρθωσαν με ασυναγώνιστη εργατικότητα και αδάμαστη θέληση παραμερίζοντας όλα τα εμπόδια να φτάσουν σε ύψη και αίγλη και στο τέλος να τύχουν τύχη μαρτυρική, να αποδεκατιστούν από μια αναπάντεχη δεινή συμφορά στους δρόμους της εξορίας, ως εξιλαστήρια θύματα της καταχθόνιας επιβουλής των νεοτούρκων.
Πηγές: • Γεωργίου Η. Σακκά - Ποντιακά φύλλα - Τεύχος 37ον • Τρίπολις - Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού
Η Λαογραφία, εκτός την επιστημονική αντικειμενική αξία της, ειδικά για τους ξενιτεμένους ή οριστικά ξεπατρισμένους, καλή η ώρα - σαν κι εμάς, έχει και μία άλλη αξία και σημασία σοβαρή, θεραπεύει μια ψυχική ανάγκη, μια δίψα εσωτερική, τη γλυκιά νοσταλγία που φυσικά δοκιμάζει κάθε άνθρωπο για τον γενέθλιο τόπο, θεραπεύει ξέχωρα και ικανοποιεί μια απ τις ευγενέστερες περιέργειες των επερχόμενων γενεών μας. Και αποτελεί τη χρυσή αλυσίδα που θα ενώσει κι εμάς και τις μελλοντικές γενιές με τις αξέχαστες αρχοντικές μας εστίες. Ξενοφών Άκογλου (Ξένος Ξενίτας) 1895-1961. Στρατιωτικός και συγγραφέας.
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com