Το Πακίρ Ματέν του Ντιαμπεκίρ της Μεσοποταμίας και ο Ελληνισμός της περιοχής
Οι πρόγονοι μας ήταν μεταλλουργοί και κατάγονταν απ’ την Αργυρούπολη της Τραπεζούντας. Μετανάστευσαν απ’ την πατρίδα τους μαζί με άλλους μετεντζήδες (μεταλλουργούς), όταν καταργήθηκαν τα προνόμια και οι ατέλειες (φοροελαφρύνσεις) των μεταλλουργών της Χαλδίας και άρχισαν σιγά-σιγά να εγκαταλείπονται τα μεταλλεία της περιοχής εκείνης.
Εγκαταστάθηκαν στο Πακίρ Ματέν του Ντιαμπεκίρ της Μεσοποταμίας γιατί εκεί βρήκαν νέα μεταλλοφόρα εδάφη πλούσια σε κοιτάσματα χαλκού (πακίρ) και με την άδεια του διοικητή της περιοχής άρχισαν να κατασκευάζουν τα μεταλλεία και να εργάζονται σε αυτά. Το Πακίρ Ματέν του Ντιαμπεκίρ της Μεσοποταμίας και ο Ελληνισμός της περιοχής. Παρόλο που βρέθηκαν σε μια ξένη χώρα με μουσουλμανικό πληθυσμό, δεν άλλαξαν την πίστη ούτε τις συνήθειες αλλά και το γλωσσικό τους ποντιακό ιδίωμα κράτησαν για να μεταλαμπαδεύσουν θρησκεία, γλώσσα και παραδόσεις από γενιά σε γενιά. Η μόνη δε αλλαγή που συνέβη στα κατοπινά χρόνια αφορούσε στο επίθετο της γενιάς μου. Ο προπάππος μου επειδή συνήθιζε να επαναλαμβάνει την προσταγή: «κάτσον κά» οπότε οι συγχωριανοί του χωρίς καλά–καλά να το καταλάβει κι ο ίδιος, του κόλλησαν το παρατσούκλι Κάτσικας, το οποίο κληρονομήσαμε κι εμείς οι απόγονοι του. Ο πατέρας μου ήταν αρχιμεταλλουργός (Ουστάμπασης) κι εγώ σαν παιδί του τον βοηθούσα στην εργασία του. Έτσι κοντά του έμαθα την κατεργασία του χαλκού, όπως γινόταν την εποχή εκείνη (1910-1914) με τα κατάλληλα μέσα. Η περιοχή του Πακίρ Ματέν όπως είπαμε παραπάνω ήταν πλούσια σε κοιτάσματα χαλκού και είχε αρκετά μεταλλεία στα οποία οφείλει το όνομα της: Πακίρ=χαλκός, Ματέν= μεταλλείο. Σε κάθε μεταλλείο υπήρχαν οι λεγόμενοι μαγαράδες ή μαγράδες που ήταν οι υπόγειες γαλαρίες στις οποίες δούλευαν κάτω από άθλιες συνθήκες και σε ελάχιστο και αδύναμο φως (από λυχνίες) οι μεταλλωρύχοι. Έσπαζαν και μάζευαν σε μικρούς σωρούς το μεταλλοφόρο πέτρωμα το οποίο ήταν βαρύ σαν το μολύβι και το λέγαμε Ισπετρόν. Κατόπιν έρχονταν οι τσαγουλτζήδες με τα σακίδια τους, το φορτώνονταν στις πλάτες και το κουβαλούσαν σε ένα σημείο έξω απ΄τη γαλαρία. Από κει το φόρτωναν στα μουλάρια για να το μεταφέρουν σε ειδικά καμίνια που ονομάζονταν φουλικάδες στα οποία γινόταν η πρώτη κατεργασία. Μέσα στους φουλικάδες αράδιαζαν σωρούς ξύλων πάνω στα οποία έριχναν το μεταλλοφόρο πέτρωμα, κατόπιν άναβαν τη φωτιά και τη διατηρούσαν σε ψηλή ένταση για τρεις συνεχείς ημέρες. Το «έκαιγαν» επί τρείς ημέρες, όπως συνήθιζαν να λένε. Το Πακίρ Ματέν του Ντιαμπεκίρ της Μεσοποταμίας και ο Ελληνισμός της περιοχής Β ΜΕΡΟΣ. Μετά το τριήμερο κάψιμο, πέτρωμα διαχωριζόταν σε δύο υλικά : στο Τσοχάρ που ήταν το καθαυτού μετάλλευμα και στο Τσουρούφ που ήταν το άχρηστο υπόλειμμά του. Το τσοράχ μετά την ψύξη του, μεταφερόταν με μουλάρια στους χαλχανάδες για τη δεύτερη κατεργασία του. Ο χαλχανάς ήταν ένα παραλληλόγραμμο κτίσμα σαν ένα μικρό δωματιάκι ανοιχτό από πάνω. Οι τοίχοι του ήταν κατασκευασμένοι από ειδική λάσπη όμοια με τον πηλό που κατασκευάζονταν τα πιθάρια και ονομαζόνταν πάλτικα. Στον πίσω τοίχο του χαλχανά υπήρχε μια τρύπα η οποία επικοινωνούσε με ένα τεράστιο φυσερό κατασκευασμένο από χοντρό δέρμα βοδιού το οποίο λειτουργούσε με την βοήθεια μιας μεγάλης ρόδας που στρεφόταν με τη δύναμη του νερού, ακριβώς όπως λειτουργούσαν οι μεγάλες ρόδες ενός νερόμυλου. Στο εσωτερικό του χαλχανά γινόταν η στρώση των ξύλων του Τσοχάρ. Κάτω κάτω στρώνανε αρκετές σειρές ξύλων και πάνω τους έστρωναν το τσοχάρ πάνω στο οποίο έστρωναν άλλες σειρές ξύλων και αυτό το επαναλάμβαναν μέχρι να υπάρχουν τέσσερις σειρές απλωμένων ξύλων και τρείς σειρές απλωμένου τσοχάρ η μία πάνω απ΄την άλλη εναλλάξ. Άναβαν τη φωτιά στην πρώτη σειρά των ξύλων χαμηλά και με τη βοήθεια του φυσερού δυνάμωναν τη φωτιά ώστε η θερμοκρασία να ανέβει σε εξαιρετικά ψηλή βαθμίδα. Για να διατηρείται η φωτιά αλλά και η θερμοκρασία σε υψηλά μεγέθη, υπήρχε ένας ειδικός μέσα στον χαλχανά που τον έλεγαν σελεκτσή και ήταν επιφορτισμένος κάθε πέντε λεπτά να τροφοδοτεί το κοσκίν με καινούρια ξύλα. Η διαδικασία αυτή απαιτούσε 48 ώρες ολοκλήρωσης ώστε να λιώσει το μετάλλευμα. Τότε ο σελεκτσής ειδοποιούσε τον ουστάμπαση ο οποίος κατέφθανε μαζί με δύο ή τρείς εργάτες για να κάνει το τέσ̆εμαν τη χαλκού, δηλαδή το τρύπημα του καμινιού. Το τέσ̆εμαν γινόταν σε ένα απ τους τοίχους του χαλχανά με ειδικά εργαλεία που τα λέγανε Τσοχάβελε. Τα τσοχάβελε ήταν μακριά κοντάρια που κατέληγαν σε ένα μυτερό σιδερένιο άκρο μήκους περίπου ενός μέτρου. Ο Ουστάμπασης χτυπούσε πρώτος με το οξύ άκρο του τσοχάβελε τον τοίχο του χαλχανά υποδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο το σημείο που έπρεπε να γίνει το τέσ̆εμαν. Στο ίδιο σημείο στόχευαν και χτυπούσαν κατόπιν και οι άλλοι εργάτες ώστε να το τρυπήσουν πέρα για πέρα. Από την τρύπα που ανοιγόταν με τα χτυπήματα άρχιζε να τρέχει (να ρέει) ο λιωμένος και παχύρευστος χαλκός μέσα σε έναν λάκκο ο οποίος βρισκόταν σε μικρή απόσταση κάτω απ’ αυτήν. Μόλις σχηματιζόταν μέσα στο λάκκο ένα ορισμένου πάχους στρώμα ρευστού χαλκού, το οποίο το υπολόγιζαν ως χρόνο συνεχούς ροής στα τρία λεπτά της ώρας, τότε το σκέπαζαν αμέσως με άφθονη άμμο, ώστε το δεύτερο στρώμα του υγρού και παχύρευστου χαλκού να πέσει πάνω στην άμμο και όχι πάνω στο πρώτο στρώμα χαλκού. Αυτό γινόταν ώστε να γίνει όλος ο χαλκός ένας συμπαγής όγκος μέσα στο λάκκο και να είναι αδύνατη η μεταφορά του. Αφού λοιπόν σχηματίζονταν με τον παραπάνω τρόπο τρείς χοντρές πλάκες χαλκού που χωρίζονταν μεταξύ τους από άμμο, βούλωναν (σκέπαζαν) το λάκκο πάλι με ειδική λάσπη ζυμωμένη που την είχαν έτοιμη από πριν, αυτό λεγόταν «πάγωμα». Η διαδικασία του παγώματος είχε ως εξής : Με ειδικά κοντάρια που τα λέγανε «τσοχάδες» που διέφεραν απ’ τα τσοχάβελε που περιγράψαμε παραπάνω, καθόσον αντί να καταλήγουν σε μυτερό σιδερένιο άκρο κατέληγαν σε ειδικούς σιδερένιους γάντζους, γαντζώνανε απ’ τις άκρες τις πυρωμένες πλάκες χαλκού που είχαν σχηματιστεί μέσα στον πρώτο λάκκο και τις μεταφέρανε ρίχνοντας τες μέσα σε έναν δεύτερο λάκκο γεμάτο νερό. Εκεί τις άφηναν μέχρι να κρυώσουν. Όταν τελείωνε αυτή η διαδικασία έρχονταν οι χαμάληδες με τα σαμάρια τους, τις φόρτωναν και τις μετέφεραν στο εργοστάσιο όπου θα γινόταν στη συνέχεια το σπάσιμο τους. Το σπάσιμο γινόταν με έναν απλό τρόπο. Υπήρχε στο εργοστάσιο ένα πανύψηλο πυραμοειδές τετράποδο ή τρίποδο από χοντρούς δοκούς με την κορυφή του προς τα πάνω. Στο κέντρο και ακριβώς κάτω απ’ την κορυφή της πυραμίδας υπήρχαν δύο χοντροί σιδερένιοι παράλληλοι δοκοί καλά στερεωμένοι στη γη που απείχαν αρκετά μεταξύ τους. Πάνω σ αυτές τις δοκούς στερέωναν οριζόντια τις δύο άκρες της χάλκινης πλάκας ώστε το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας της να βρίσκεται ψηλά απ’ τη γη χωρίς καμία υποστήριξη από κάτω.
Από την κορυφή της πυραμίδα περνούσε ένα πολύ χοντρό σχοινί, η μια άκρη του οποίου έφτανε στο έδαφος και ήταν δεμένη σ΄ έναν ειδικό γάντζο που περνούσε από έναν κρίκο μιας μεγάλης και συμπαγούς σιδερένιας σφαίρας. Η άλλη άκρη του ήταν δεμένη σ’ ένα κάθετο βαρούλκο το οποίο είχε στο κάτω μέρος 3-4 ή και 5 μακριές οριζόντιες λαβές από χοντρό ξύλο, τις οποίες συγκρατούσαν σφιχτά με τα χέρια τους και έσπρωχναν, γυρίζοντας γύρω-γύρω 3-4 ή και 5 άνθρωποι. Όσο λοιπόν έσπρωχναν και γύριζαν οι εργάτες τόσο περισσότερο σχοινί περιτύλιγαν γύρω από το βαρούλκο, οπότε ανάλογα τόσο πιο ψηλά ανέβαινε η σιδερένια σφαίρα στην άλλη άκρη του σχοινιού. Όταν πια έφτανε στην κορυφή, δηλαδή γύρω στα δέκα μέτρα ύψος, απαγκιστρωνόταν ο γάντζος της με ένα ειδικό μοχλό και έπεφτε απότομα πάνω στη μέση της χάλκινης πλάκας με την κομμάτιαζε. Από κει και πέρα ο χαλκός ήταν εμπορεύσιμος. Τον φόρτωναν σε καμήλες και τον έστελναν για πούλημα στη Μαλάτια ή σε άλλες πόλεις.Ο πατέρας μου σαν Ουστάμπασης που ήταν, εκτός από τα χρήματα που έβγαζε από την δουλειά του, έπαιρνε από την τουρκική κυβέρνηση δωρεάν κάθε χρόνο 30 κότε σιτάρι. Το κότ ήταν ένα ξύλινο δοχείο χωρητικότητας 24 οκάδων σιταριού. Με λίγα λόγια η τουρκική κυβέρνηση επιδοτούσε τον πατέρα μου με 720 οκάδες σιτάρι κάθε χρόνο. Κοντά στους μαγαράδες του χωριού μας υπήρχε μια ιαματική πηγή απ’ την οποία ανέβλυζε χλιαρό νερό το οποίο ονομαζόταν ρόζ και θεράπευε την ψώρα αλλά και άλλες αρρώστιες. Οι τούρκοι έβαζαν εκεί τα σπαθιά τους τα οποία μονομιάς έπαιρναν το χρώμα του μπακιριού, θαρρείς και κάποιος τα άβαφε. Οι σπουδαιότεροι μετεντζήδες του χωριού μας ήταν: ο Λαζάρ’ αγάς, ο Χαμούσαγης, ο Γαλετέντσ’, ο Γιορδάμ’ αγάς, ο Τάραλης Ουστάμπασης, ο Κάτσιμας Θεόδωρος (ο πατέρας μου), τη Τσουρούφ ο Θωμάς, ο Σελεκτσής ο Βενιαμίν, ο Χρύσων και μερικοί άλλοι. Το Πακίρ Ματέν ήταν κωμόπολη με 5.000 κατοίκους περίπου και είχε γύρω στα 1.000 σπίτια από τα οποία περίπου 300 ήταν ελληνικά. Το χωριό ήταν χωρισμένο σε μαχαλάδες, σπουδαιότεροι απ’ τους οποίους ήταν: Τη Κοτσίκ τη μαχαλά, το Αρπά μεϊτανί, το Ταγάδε, το Ρακάν, τη Πέραν η μαχαλά, τα Μετσαλούδε κ.α. Υπήρχαν αρκετές βρύσες ή πεγάδε από τα οποία υδρεύονταν οι κάτοικοι και είχαν τις ονομασίες : τη Κοτσίκ το πεγάδ’, τη Ταγάλε το πεγάδ’, τη Μεζαλαρή το πεγάδ’, τ’ Αρπά μεϊτανί το πεγάδ’, τη Ανάληψης το πεγάδ’, τη Πέραν τη μαχαλά το πεγάδ’΄, τη Τσιφτέ η βρύση που βρίσκονταν σόν τεβόν του κοβαλκίκ, όπου ήταν οι στρατώνες των τούρκων κ.α.
Τα βουνά του Πακίρ Ματέν ήταν ψηλά και αποτελούσαν μεγάλους ορεινούς όγκους. Τα σπουδαιότερα δε απ’ αυτά ήταν: Τ’ Αη Θόδωρον, Το Μεχράπ, Τη Χοσαφτσέα, ο Αη Γιάννες και άλλα. Οι ποταμοί που υπήρχαν ήταν οι δύο γνωστοί της Μεσοποταμίας, ο Τίγρης και ο Ευφράτης, οι οποίοι ενώνονταν στο Ντιαρμπεκίρ. Εκτός αυτών υπήρχε και μια μεγάλη λίμνη με νόστιμα ψάρια η οποία ονομαζόταν Γκελτσίκ. Υπήρχαν ακόμα και εκτεταμένα δάση καθώς και απέραντες δεντροφυτεμένες εκτάσεις όπως Τη Σασκαλή ο μπαχτσές, Τη Σερίφ εφέντη ο μπαχτσές, Το Μεχράπ που ήταν κατάφυτο από βυσσινιές, κερασιές, βερικοκιές κ.ά., αλλά βοσκές αξιόλογες δεν υπήρχαν καθώς οι κάτοικοι δεν ασχολούνταν με την κτηνοτροφία. Τα ελληνικά μαγαζιά που υπήρχαν στο Πακίρ Ματέν πουλούσαν απ’ όλα τα είδη μπακαλικής, ψιλικά, σχοινιά, φτυάρια, κατράμι κλπ. Τα σπουδαιότερα ήταν τη Μανεφσέ τη γιού, τη Τάραλη, τη Κοσίκ, & τη Μουχτάρ που ανήκαν στον Πανίκα τη Χατζηστοφόρ’ κ.α. Η σπουδαιότερη και αρχαιότερη εκκλησία (πάνω από 300 ετών) ήταν του Αγίου Γεωργίου στην οποία υπήρχε αγίασμα και ήταν κτισμένη με πλακάκια. Υπήρχε και το μοναστήρι της Παναγίας Αργινής (Οσμανία) το οποίο διέθετε και ξενώνες ενώ στα πανηγύρια ψήνανε στα καζάνια τραγιά και άλλα φαγητά τα οποία προσέφεραν δωρεάν στον κόσμο. Εκτός όμως απ’ τις εκκλησίες είχαμε και αρκετά παρεκκλήσια όπως τη Μεχράπ η Παναγία, ο Άγιος Παύλος, ο Άγιος Θεόδωρος, ο Άγιος Γιάννες, ο Άγιος Ονούφριος και η Ανάληψη. Για όλα αυτά είχαμε έναν εφημέριο το παπα Πέτρο και έναν ψάλτη τον Κούντζον ο οποίος ήξερε τις γραφές και τις έψελνε απ’ έξω χωρίς να τις διαβάζει. Όταν δε έρχονταν τα Χριστούγεννα, ο Χρύσον ο Τζαγκόϊς γυρνούσε πόρτα-πόρτα με μια μαγκούρα τις χτυπούσε και μας ξυπνούσε για να πάμε στην εκκλησία. Είχαμε ένα σύλλογο τον οποίο ονομάζαμε Τζεμιέτ στον οποίο κάθε γιορτή του Αγίου Βασιλείου, τα μέλη του ντύνονταν καρναβάλια και γυρνούσαν τα σπίτια. Το δε Πάσχα εσύρναμε οβά ακόμα και με τους τούρκους. Δηλαδή βάζαμε στο πόδι ένα αυγό και το πετούσαμε ώστε όποιος το έριχνε πιο μακριά να κερδίζει. Το ελληνικό σχολείο του Πακίρ Ματέν ήταν απ’ τα πιο καλά σχολεία. Οι δάσκαλοι του προέρχονταν απ’ την Τραπεζούντα, όπως λ.χ. ο Κορνήλ’ς, ο Θόδωρον και ο Μιχάλ’τς. Γενικά όλοι οι Έλληνες ζούσαμε καλά και τα κελάρια μας ήταν γεμάτα με πουλούλε (πήλινα πιθάρια) που είχαν απ’ όλα τα ζαχρά (τρόφιμα) τσόρτανε, από πασκιτάν ξερό, μπουλγούρι κτλ΄. Τα τσορτάνε τα βάζαμε μέσα στο Καρσάν (είδος ξύλινης σκάφης από ξύλο οξιάς) ρίχναμε ζεστό νερό, τα διαλύαμε και με το παχύρευστο διάλυμα τη τσορτανή κάναμε τα νένε σουρβά με χαράτσι. Το χειμώνα συνηθίζαμε πολύ να μαγειρεύουμε λέζε. Τα λέζε ήταν κεφαλάκια από κατσίκια ή αρνιά τα οποία ψήναμε, τα αποξηραίναμε και το χειμώνα να βράζαμε και τα κάναμε πατσά. Από τους προύχοντες οι πιο αξιόλογοι ήταν : ο Ταραλής Γεώργιος, ο Λαζάρ Αγάς και ο Ιγνάτιος, από δε τους πιο μορφωμένους ο Δαμιανός Διαμαντόπουλος, ο Δαμιανός Κοσικίδης, ο Θωμάς Εφέντης, τη Τελέμ ο γιόν ο οποίος ήταν δικαστικός, τη Γαρίπ ο Δαμιανόν, ο Σωκράτης Χαραμουσαράς ο οποίος υπήρχε αξιωματικός του Ελληνικού στρατού και πέθανε το 1914 στην Ύδρα, ο Κιρική εφέντης και ο Χατζηνικόλας (τη Γαρίπ ο Νικόλας). Οι γνωστότεροι μουσικοί του χωριού μας ήταν τη Τελέμ ο Θωμάς που ήταν δικαστικός και έπαιζε το βιολί, ο Ελέμ’ς ο οποίος έπαιζε επίσης βιολί, ο λυριτζής ο Σάββας και ο γράφων που έπαιζε βιολί και ταούλ. Όταν ήμουν 16 ετών, το 1914 κηρύχθηκε το πρώτο σεφερμπαϊλίκ, ο πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος. Μετά από δύο χρόνια, το 1916 γίνηκαν οι σφαγές των Αρμενίων. Από κεί και πέρα άρχισαν να καταφθάνουν στο Ντιαρμπακίρ και στο Πακίρ Ματέν οι Έλληνες απ’ όλα τα μέρη του Πόντου. Από κείνους πληροφορηθήκαμε τα βασανιστήρια, τις ταλαιπωρίες και τους σκοτωμούς που υπέστησαν. Το 1922 είχαν εγκαταστήσει στο χωριό μας 300 ελληνοπόντιους εξόριστους. Τους δεχτήκαμε όλους στα σπίτια μας αφού πρώτα τους είχαμε μοιράσει ανά δύο-δύο ή τρείς-τρείς. Υπήρξαν τυχεροί που κατέληξαν στα χέρια μας καθώς έτυχαν πολύ καλής φιλοξενία και ήταν σίγουρο ότι διαφορετικά θα δεινοπαθούσαν και μάλλον θα τους σκότωναν οι τούρκοι. Μαζί με την ομάδα των 300 εξόριστων ήταν και δύο συμπατριώτες μας ο Σάββας Ασλανίδης και ο Χρυσόστομος Δημητριάδης τους οποίους φιλοξενήσαμε στο σπίτι μας. Μετά την ανταλλαγή, τον πρώτο τον συνάντησα στην Αθήνα (ήταν ο γραμματέας της ανέγερσης παμποντιακού ηρώου στην Καλλιθέα), από κείνον έμαθα τη διεύθυνση και του Χρυσοστόμου Δημητριάδη ο οποίος βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη τον οποίο τον συνάντησα μετά από 57 ολόκληρα χρόνια.
Συνάντησα επίσης και τον συγχωριανό μας τον Κοσμά τη Λεπατζή ο οποίος μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών βρέθηκε στην Αθήνα (οδός Κυδαθηναίων 12) ο οποίος υπηρέτησε στον πόλεμο του 1940-41 σαν φρούραρχος κι αποστρατεύτηκε μεταπολεμικά με το βαθμό του ταξίαρχου. Λέγεται Κοσμάς Κωνσταντινίδης και σήμερα μένει στην οδό Φιλελλήνων. Στην περίοδο του Α’ παγκοσμίου πολέμου οι τούρκοι είχαν επιτάξει το σχολείο μας και δε μας επέτρεπαν να διαβάζουμε ελληνικά, αλλά μόνο τούρκικα. Τα ελληνικά βιβλία μας είχα λείψει παντελώς και κρυφά διαβάζαμε με λαχτάρα οποιοδήποτε ελληνικό έντυπο έπεφτε στα χέρια μας. Την ίδια εποχή όλοι οι Έλληνες υποχρεώθηκαν να δηλώσουν τους φούρνους τους. Τον Χατζηθεοδώρ’ αγά που ήταν διακεκριμένος Έλληνας, τον σκοτώσανε οι τούρκοι ενώ τους υπόλοιπους επιφανείς τους καλούσαν κρυφά στα δικαστήρια όπου εκεί τους ξυλοφόρτωναν άγρια, όπως τους άλλους διακεκριμένους, τον βουλευτή τη Πουσαλά τον Γιωρίκα, τη Κοσίκ τον Δαμιανό που εκτελούσε χρέη γραμματέα στο τριμελές δικαστήριο και τον δικαστή Θωμά εφέντη ο οποίος εγκαταστάθηκε στη Βέροια μετά την ανταλλαγή. Στην Αθήνα είχε εγκατασταθεί και ζούσε ο Πέτρος Κοτσικίδης που ήταν αστυνομικός, επίσης ζούν και τα παιδιά του αδερφού του Κωνσταντίνος και Δημήτριος, ενώ ο τρίτος ο Ιορδάνης πέθανε πριν από 6 ή 7 χρόνια. Γενικά αν εξαιρέσουμε τον Χατζηθεοδώρ’ αγά που τον σκότωσαν οι τούρκοι και τους άλλους επιφανείς μας που τους έδειραν αγρίως, οι υπόλοιποι κάτοικοι δεν υποφέραμε απ’ τις αγριότητες των τούρκων ούτε καταλάβαμε τίποτα απ’ τα μαρτύρια που υπέστησαν οι άλλοι ομογενείς μας Έλληνες στον Πόντο. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών εγκαταλείψαμε το Πακίρ Ματέν. Πήγαμε στο Ντιαμπεκίρ, στην Όρφα (Ισχανά), Τράπαλο, Άδανα, Ταρσό, Μερσίν, κι από κει με το καράβι Λέσβος ήρθαμε άλλοι στην Ύδρα κι άλλο στο Ναύπλιο. Εμάς απ’ το Ναύπλιο, μας πήγαν στην Αθήνα κι από κεί στη Θεσσαλονίκη, ενώ η οικογένεια μου επέστρεψε στην Αθήνα στη Νέα Ιωνία όπου εγκατασταθήκαμε και ζούμε μόνιμα ως σήμερα. Φεύγοντας απ’ την πατρίδα πήραμε μαζί μας τον επιτάφιο της εκκλησίας, τα στέφανα των γάμων και τους προύντζινους σαντάδες (μανάλια – μανουάλια)που στηρίζονταν σε πόδες που είχαν το σχήμα ποδιών σκύλου (ή ίσως και λέοντος), τα εξαπτέρυγα, άμφια, ευαγγέλια κλπ τα οποία παραδώσαμε στην αστυνομία του Ναυπλίου.
Πηγή: Παύλος Κάτσικας, Ν. Ιωνία Αθήνα, πρόεδρος της Ένωσης Ποντίων Ν. Ιωνίας «Η Ζωοδόχος Πηγή». Οι δύο φωτογραφίες των λαϊκών οργανοπαικτών έχουν ως πηγή: HALKLARIN DEĞİL COĞRAFYANIN MÜZİĞİ
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com