Το χωριό Σαλούτ του Κυβερνείου Κάρς της Διοίκησης Αρταχάν, της Υποδιοίκησης Κιόλιας. (Του εκπαιδευτικού Γιάννη Κασκαμανίδη).
ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Το πλήρες όνομα του χωριού ήταν Σαλούτ, ενώ σπάνια συναντάται και ως Σαλιούτ. Δεν υπάρχουν προφορικές μαρτυρίες σχετικές με την ετυμολογία του ονόματος. Στις ξενόγλωσσες πηγές απαντάται ως Salut και προφέρεται ομόηχα με τη γαλλική λέξη Salut η οποία έχει τις εξής έννοιες: σωτηρία (ουσ.)/ ο σωτήρας/ η διαρκής ευδαιμονία/ χαιρετισμός.
Γαλλική παρουσία στα εδάφη του Κυβερνείου δεν μαρτυρείται, συνεπώς θα πρέπει να αναζητηθεί η ετυμολόγηση του ονόματος σε λέξεις των καυκασιανών γλωσσών. Το Χωρίον Σαλούτ του Κυβερνείου Κάρς της περιφέρειας Αρταχάν Κιόλιας - Πρώτο Μέρος. Ο κάτοικος του χωριού λεγόταν Σαλουτλής ή Σαλουτλούς (πληθ. Σαλουτλήδες ή Σαλουτλούδες). Ως προσδιοριστικό της περιοχής -Κιόλια- όπου κατοικούσαν χρησιμοποιούσαν το Κιόλιαλης (πληθ. Κιόλιαληδες) και ως προσδιοριστικό της εθνικότητάς τους την ονομασία Ρωμαίοι. Με την ονομασία Σαλούτ υπήρχε κι άλλο χωριό στο Κυβερνείο του Καρς, που ανήκε στην Υποδιοίκηση Σογανλούκ. Επίσης και στο νοτιοανατολικό Πόντο στην περιφέρεια Χεροιάνων υπήρχε χωριό με την ονομασία Σαλούτ ή Τσάπουτλη. Η σημερινή ονομασία του χωριού είναι Dereyolu.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ – ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ
Το Κυβερνείο του Καρς βρισκόταν στην περιοχή του Αντικαυκάσου, νότια του όρους Καύκασος, σε ορεινή με μεγάλο υψόμετρο περιοχή και σε μεγάλη απόσταση από τη θάλασσα.Το Σαλούτ βρισκόταν στο βορειοδυτικό μέρος του Κυβερνείου Καρς και στη νοτιοδυτική πλευρά του οροπεδίου της Κιόλιας, σε υψόμετρο 2280 μ. Το χωριό είχε ανατολικό προσανατολισμό και μπροστά του περνούσε η επαρχιακή οδός Καρς – Αρταχάν. Απείχε από το Καρς, 70 χμ. και 43 χμ. από το Αρταχάν. Ανατολικά του χωριού απλωνόταν η πεδιάδα του οροπεδίου της Κιόλιας και δυτικά μια χαμηλή λοφοσειρά που εκτεινόταν από βορρά προς νότο. Ανατολικά και λίγα μέτρα από την επαρχιακή οδό έρεε ένα μικρό ποτάμι που σχηματιζόταν από τα νερά του ρέματος του νερόμυλου και πολλές πηγές. Ανατολικότερα, σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων υπήρχε ένα μικρό ποτάμι με το όνομα Κάναβαν και λίγο μακρύτερα ο ποταμός Αράπαλη, παραπόταμος του Κύρου (Κura) ποταμού. Τα ποτάμια αυτά, καθώς και άλλα, πήγαζαν όλα από τα όρη και τους λόφους της Κιόλιας και χύνονταν λίγο έξω από το χωριό Ταχτά-Γραν, στο κέντρο περίπου του οροπεδίου, στον Κύρο ποταμό που κατευθυνόταν βόρεια προς το Αρταχάν. Βορειοδυτικά του χωριού και πίσω από τη λοφοσειρά υπήρχε το βουνό Σιρίν Νταού, που είχε πλούσιο δάσος, παρακλάδι της οροσειράς Σογανλούκ και εκτεινόταν από το Μουζαράτ προς το Τουρκιασέν. Βόρεια υπήρχε το στενό πέρασμα που άφηναν οι λόφοι και οδηγούσε στην πόλη του Αρταχάν και νότια χαμηλοί λόφοι που βαθμιαία έφταναν ως το όρος Αλλάχ Εκμπέρ. Νοτιοδυτικά, πίσω από το Σιαράφ και προς το Μουζαρέτ ήταν το λιβάδι Αρπά Τσαϊρ. Στην περιφέρεια της Κιόλιας υπήρχαν συνολικά δεκατρία χωριά με αμιγή ελληνικό πληθυσμό. Τα κοντινότερα στο Σαλούτ ήταν: Σιαράφ, Μερτινίκ, Μουζαράτ, Κιασιάρ και Κογκ. Σε μεγαλύτερη ακτίνα ήταν τα χωριά: Ντεμίρ Καπού, Βαργενές, Ούτς Κιλσέ, Ταχτά-Γραν, Ζιαμζιαλέκ, Τουρκιασέν και Τιόρτ Κιλσέ. Στην περιοχή υπήρχαν και πολλά χωριά Κούρδων, κυρίως, Τούρκων, Αρμενίων και Μαλακάνων, όπως το κουρδικό Ζιβίν, το Όχτσι πριν το Μερτινίκ όπως ερχόμαστε από Καρς, το αρμένικο Ρούτ μετά το Κιασιάρ και το τουρκικό Σενέτ προς το Μουζαρέτ. Κάρς (Γάρς) & Καύκασος. Ιστορία - Λαογραφία - Πολιτισμός.
ΚΛΙΜΑ
Στο οροπέδιο της Κιόλιας, που βρισκόταν σε υψόμετρο 2250 μ., τα καιρικά φαινόμενα ήταν πολύ έντονα. Κυριαρχούσαν οι βόρειοι – βορειοδυτικοί άνεμοι, τα πολλά χιόνια και οι χαμηλές θερμοκρασίες. Ο χειμώνας άρχιζε τέλος Σεπτεμβρίου με χιόνια και πτώση της θερμοκρασίας, φαινόμενα που μετά τα μέσα Οκτωβρίου ήταν εντονότατα, και τελείωνε τον Απρίλιο. Η περιοχή σκεπαζόταν με χιόνια, που πολλές φορές έφταναν το 1,5 – 2 μ. ύψος και η θερμοκρασία έπεφτε κάτω από τους –30ο C. Μετά τα μέσα Απριλίου, όταν έλιωναν τα χιόνια, η Κιόλια μεταβαλόταν σε έλος, από τα νερά που συνέρρεαν από τις πλαγιές των βουνών και των λόφων και τις ελάχιστες βροχές. Η θερμοκρασία ανέβαινε, φτάνοντας τους 15 – 18ο C. Το καλοκαίρι ήταν σύντομο, με πολύ λίγες βροχοπτώσεις και θερμοκρασία που δεν ξεπερνούσε τους 25 – 28ο C.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Οι πρόγονοι των κατοίκων του Σαλούτ, αρχικά κατοικούσαν σε χωριά της Τραπεζούντας. Στα μέσα όμως του 19ου αιώνα μετοίκησαν προς νοτιότερες περιοχές και εγκαταστάθηκαν σε χωριά της Αργυρούπολης, αλλά και ανατολικότερα προς το Παϊπούρτ. Μετά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78, χιλιάδες Έλληνες του νοτιοανατολικού, κυρίως, Πόντου, αναγκάζονται να φύγουν από τις εστίες του αναζητώντας νέους τόπους εγκατάστασης, όπου θα υπήρχε ασφάλεια. Με τις συνθήκες του Αγίου Στεφάνου και του Βερολίνου (1878), η περιοχή του Καρς προσαρτάται στη ρωσική επικράτεια. Οι φυγάδες του Πόντου εγκαθίστανται στα ρωσικά, πλέον, εδάφη του Καρς. Το γεγονός ότι οι Έλληνες του Πόντου και οι Ρώσοι ήταν ομόδοξοι, καθώς και το ότι στην περιοχή του Καρς υπήρχαν άφθονα εδάφη για καλλιέργεια, αφού είχε εκκενωθεί η περιοχή από τους μουσουλμάνους κατοίκους της, ώθησε πολλούς από τους ξεριζωμένους του Πόντου να εγκατασταθούν εκεί. Η μετοικεσία των Ποντίων στο νεοσύστατο Κυβερνείο, διήρκεσε περίπου έξι χρόνια (1878-1884). Στο διάστημα αυτό, περίπου τριάντα χιλιάδες Πόντιοι εγκαθίστανται στο Κυβερνείο και είτε κατοικούν σε χωριά που είχαν εγκαταλειφθεί από τους μουσουλμάνους είτε χτίζουν νέους οικισμούς. Συνολικά κατοίκησαν σε 74 χωριά και 7 οικισμούς, εκ των οποίων τα περισσότερα με αμιγή ελληνικό πληθυσμό. Η ομάδα που κατευθύνθηκε και τελικά εγκαταστάθηκε στην Κιόλια, επέλεξε την ορεινή αυτή περιοχή γιατί εκεί θα μπορούσαν να ασχοληθούν με επαγγέλματα που γνώριζαν. Οι απέραντες εκτάσεις με χορτολίβαδα έδιναν εγγύηση για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Όσοι εγκαταστάθηκαν στο Σαλούτ προέρχονταν από τα χωριά Κιαλιαχπούρ και Λερίν, νοτιοανατολικά της Αργυρούπολης προς το Παϊπούρτ. Ο οικισμός του Σαλούτ προϋπήρχε, αλλά οι νεοφερμένοι κάτοικοί του αναγκάστηκαν να ανακαινίσουν σχεδόν όλα τα σπίτια και σε αρκετές περιπτώσεις να χτίσουν καινούρια. Η εγκατάσταση συντελέστηκε το φθινόπωρο – χειμώνα του 1881.
ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Το Κυβερνείο του Καρς από το 1878 ανήκε στη ρωσική επικράτεια και διοικούνταν από μια στρατιωτικοτοπική διοίκηση που έπαιρνε εντολές από τον τσάρο και τη ρωσική κυβέρνηση. Στη διοίκηση αυτή συμμετείχαν και πολλοί Έλληνες. Το Σαλούτ διοικητικά υπαγόταν στο Κυβερνείο Καρς με έδρα το Καρς, τη διοίκηση Αρταχάν με έδρα το Αρταχάν και την υποδιοίκηση Κιόλιας με έδρα το ελληνικό χωριό Ταχτά-Γραν. Τα ελληνικά χωριά της Κιόλιας υπαγόταν και σε δυο επαρχιακά γραφεία με έδρες στο κουρδικό χωριό Οκάμ και στο ελληνικό χωριό Βαργενές. Το Σαλούτ υπαγόταν στο Οκάμ και εκπροσωπούνταν εκεί από ένα πάρεδρο (Γιούζμπασης ή Σταρσινάς), ο οποίος εκλεγόταν σε συνέλευση (σχοτ) των κατοίκων του χωριού, δια βοής ή με μυστική ψηφοφορία. Ο πάρεδρος ήταν επιφορτισμένος με την επίλυση των προβλημάτων που παρουσιάζονταν στο χωριό. Μεριμνούσε για τα κοινωφελή έργα, για το συμβιβασμό αντιδίκων, για την ανάθεση αγγαρειών (πεκιάρια) προς το συμφέρον των στρατιωτικών τμημάτων που τύχαινε να περνούν ή να σταθμεύουν στην περιοχή του, για την κατανομή και είσπραξη των φόρων, κ.ά. Επίσης φρόντιζε για την πληρωμή του ελληνοδασκάλου του σχολείου.
ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ
Ο πληθυσμός του χωριού το 1902 ήταν 53 οικογένειες, συνολικά 523 άτομα, 273 άνδρες και 250 γυναίκες. Το 1907 είχε 62 οικογένειες, 563 άτομα, 289 άνδρες και 274 γυναίκες, το 1913 70 οικογένειες, 641 άτομα, 330 άνδρες και 311 γυναίκες και το 1918 -κατ’ εκτίμηση- 850 άτομα. Κυρίαρχη μορφή οικογενειακής και κοινωνικής οργάνωσης ήταν η μεγάλη πατριαρχική οικογένεια. Σε κάθε σπίτι κατοικούσαν ο παππούς και η γιαγιά, ο πατέρας και η μητέρα με ορισμένα από τα παντρεμένα παιδιά τους και τις οικογένειές τους, καθώς και οι ανύπαντροι θείοι και θείες. Έτσι κάθε σπίτι είχε από πέντε ως δεκαπέντε άτομα και σε μερικές περιπτώσεις περισσότερα. Οι οικογένειες που κατοικούσαν στο χωριό είχαν τα παρακάτω επώνυμα και παρωνύμια (παρωνύμια) ή παρατσούκλια : Ακριτίδης, υπογενιά των Καρσανάντων. Το παρωνύμιο Καρσανάντ’ προέκυψε ως εξής: επειδή παλαιότερα, όταν ήταν ακόμη στον Πόντο, έμεναν πολλά άτομα σε ένα σπίτι, έτρωγαν όλοι μαζί μέσα από ένα μεγάλο ξύλινο σκεύος, το οποίο είχε την ονομασία καρσάν’. Γενάρχης της οικογένειας αυτής ήταν ο Κετσιάκ’ς, που είχε επτά παιδιά: τον Ακρίτα, τον Δαυίδ, τον Κωνσταντίνο, το Συμεών, τον Τριαντάφυλλο και δυο ακόμη τα ονόματα των οποίων δε διασώθηκαν. Από τα βαπτιστικά ονόματα των επτά αδελφών προήρθαν και τα επώνυμα των υπογενιών όταν πλέον ήρθαν στην Ελλάδα.
Γυμνόπουλος, Τσιπλαχάντ’. Για την προέλευση του παρωνυμίου υπάρχουν δυο εκδοχές: α) κάποιον από την οικογένεια έτυχε κάποτε να τον δούνε Τούρκοι γυμνό πάνω σε κάποιο βουνό και άρχιζαν να φωνάζουν: Τσιπλάχ’! Τσιπλάχ! , β) επειδή ήταν πολύ φτωχοί και ρακένδυτοι, όταν ήταν στα μέρη του Πόντου, τους φώναζαν με το παρωνύμιο αυτό, ως συνώνυμο του ρακένδυτου.
Θεοδουλίδης, υπογενιά των Γυμνοπουλαίων
Ιωακειμίδης
Κατικαρίδης, Κατικιριάντ’
Κεσίδης, Κεσάντ’
Κετσακίδης, υπογενιά των Τριανταφυλλιδαίων
Κοϊμσίδης, Τινινάντ’
Κοκκινίδης, Κοκκινάντ’ Ιερεμίας, Γιάννης
Κοτανίδης, Κοτανάντ’
Κωνσταντινίδης, υπογενιά των Καρσανάντων. Πριν τον ερχομό τους στο Κυβερνείο λέγονταν Σολωμονίδης.
Παρκοσίδης, Παρκοσάντ’
Πετίδης, Πετάντ’
Σαχινίδης, Σαχινάντ’ και Κουφιάγκ’, είχαν και υπογενιά με την ονομασία Θυμιανάντ’
Συμεωνίδης, υπογενιά των Καρσανάντων
Τριανταφυλλίδης, υπογενιά των Καρσανάντων.
Φουντουκίδης, Φουντουκάντ’
Δεξιά του Σαλούτ, προς τα βόρεια ήταν το χωριό Κιασιάρ και αριστερά προς το νότο το Σιαράφ. Βλέποντας το χωριό από τα λιβάδια, με την πλάτη στραμμένη στην ανατολή, η κατανομή των οικογενειών ως προς τον οικισμό ήταν η εξής : Στο δεξιό μέρος του χωριού προς το Κιασιάρ, στα τελευταία σπίτια και ψηλά προς την εκκλησία κατοικούσαν οι Σαχινιδαίοι και χαμηλότερα οι Καρσανάντ’ (Ακριτίδης, Κωνσταντινίδης, Τριανταφυλλίδης). Αριστερότερα οι Κεσιδαίοι, οι Πετιδαίοι και οι Γυμνοπουλαίοι προς το κέντρο του χωριού, στη συνέχεια οι Κοτανιδαίοι και οι Κοϊμσιδαίοι. Εκατέρωθεν του δρόμου που ανέβαινε στο σχολείο ήταν οι Φουντουκιδαίοι και οι Κατικαριδαίοι. Στην αριστερή άκρη του χωριού ήταν μερικές ακόμη οικογένειες Γυμνοπουλαίων, η οικογένεια του Βασιλείου Κατικαρίδη και του Αβραάμ Θεοδουλίδη χαμηλότερα προς το δημόσιο δρόμο. Η σκωπτική διάθεση των κατοίκων του χωριού δημιούργησε πολλά παρατσούκλια για αρκετούς από τους κατοίκους. Εκτός των προαναφερθέντων οικογενειακών παρωνυμίων, χρησιμοποιούσαν και τα εξής: Μωρίκον (Ευθύμιος Γυμνόπουλος) = ο εύθυμος και αγαθός άνθρωπος που θύμιζε μωρό, Λαπούρ’τς = αυτός που λέει πράγματα που δεν στέκουν, Τσιφούτος = όχι με την έννοια του τσιγκούνη, αλλά του συμμαζεμένου και ολιγοέξοδου οικογενειάρχη. Παρακολουθείστε το δεύτερο μέρος του αφιερώματος στο χωριού Σαλούτ του Κάρς
ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Η εκκλησία βρισκόταν στο βόρειο μέρος του χωριού, ψηλότερα απ’ όλα τα σπίτια και ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Θεόδωρο. Το κτίριο ήταν παραλληλόγραμμο, κτισμένο με πέτρες και λάσπη και σκεπαζόταν από χωματοσκεπή. Για λόγους περισσότερο καλαισθησίας είχαν προσθέσει πάνω στην χωματοσκεπή μια δίκλιτη στέγη αποτελούμενη από σανίδια (στραφίλια). Ιερείς του Σαλούτ τα τελευταία χρόνια ήταν ο Βασίλειος Κοτανίδης και ο γιος του και ο Στέφανος Κατικαρίδης. Ψάλτης ήταν Γεώργιος Κατικαρίδης αδελφός του ιερέα. Όταν εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Κολχική Φλώρινας αφιέρωσαν την εκκλησία στον Άγιο Θεόδωρο, σε ανάμνηση της εκκλησίας του Σαλούτ.
ΣΧΟΛΕΙΟ
Στο νότιο μέρος του χωριού, ψηλότερα από τα τελευταία σπίτια ήταν το διδακτήριο με όψη προς την ανατολή, που περιβαλλόταν από μεγάλη αυλή. Το κτίριο ήταν αρκετά μεγάλο με έξι ευρύχωρες αίθουσες διδασκαλίας, γραφείο για τους δασκάλους και αποθήκη. Σκεπαζόταν κι αυτό, όπως κι η εκκλησία με δίκλιτη σανιδένια σκεπή. Μπαίνοντας από την κεντρική είσοδο ήταν ο διάδρομος, στο βάθος το γραφείο των δασκάλων και δίπλα οι αποθήκες. Δεξιά και αριστερά του διαδρόμου ήταν ανά τρεις οι αίθουσες διδασκαλίας. Όλο το κτίριο τους χειμωνιάτικους μήνες θερμαινόταν με κεντρική θέρμανση, ως εξής: στο διάδρομο υπήρχαν δυο μεγάλοι φούρνοι τους οποίους τροφοδοτούσαν με ξύλα και αποξηραμένη κοπριά. Από την οροφή των φούρνων χτιστοί αγωγοί οδηγούσαν τη ζέστη και τον καπνό μέσα στους τοίχους των αιθουσών και έτσι εξασφάλιζαν τις επιθυμητές θερμοκρασίες. Το σχολείο ήταν διτάξιο, πλήρες, με εξαετή διάρκεια σπουδών. Ήταν εκκλησιαστικό υπό την προστασία της Εκκλησίας (Ιεράς Συνόδου) και του ιερέα του χωριού. Δίδασκαν σ’ αυτό δύο ή και περισσότεροι δάσκαλοι ανάλογα με τον αριθμό των μαθητών. Στο σχολείο του Σαλούτ μπορούσαν να φοιτήσουν μαθητές που είχαν τελειώσει τις τέσσερις πρώτες τάξεις είτε του ίδιου σχολείου είτε σχολείων γειτονικών χωριών. Η εισαγωγή τους στην 5η τάξη γινόταν μετά από εξετάσεις. Δάσκαλοι του σχολείου ήταν ο ιερέας Βασίλειος Κοτανίδης, ο Ιωβ (Γιέβον) Παρκοσίδης και ο Φουντουκίδης. Στο ίδιο κτίριο λειτουργούσε και νηπιαγωγείο, περισσότερο ως προπαρασκευαστική τάξη για την ένταξη των μαθητών στο δημοτικό σχολείο.
ΚΤΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ
Η οικοδομική τεχνική ήταν εναρμονισμένη με τη γεωμορφολογία του εδάφους, τις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή, καθώς και με τις επαγγελματικές ασχολίες των κατοίκων. Όλα τα κτίσματα του χωριού, κατοικίες, στάβλοι, αποθήκες, κ.τ.λ., ήταν χτισμένα με ντόπιες πέτρες ελάχιστα επεξεργασμένες και αρμολογημένες με λάσπη. Συνολικά το χωριό είχε περίπου εκατό σπίτια. Τα μεγάλα σόϊα έφτιαχναν τα σπίτια τους σε κοντινή απόσταση το ένα από το άλλο, δημιουργώντας έτσι γειτονιές συγγενών. Σε κάθε σπίτι έμεναν οι γονείς και τα παντρεμένα παιδιά τους, κυρίως τα αγόρια, μιας και τα κορίτσια πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού. Όταν τα μέλη μιας οικογένειας πλήθαιναν και προκειμένου πρόσθετος χώρος, αλλά και να μην απομακρυνθούν κάποια από τα μέλη, έχτιζαν κολλητά στο σπίτι νέους χώρους. Έτσι πολλά από τα σπίτια του Σαλούτ αποτελούσαν το καθένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο. Ανάμεσα στα σπίτια άφηναν στενούς δρόμους (σογάχα = σοκάκια) για να εξυπηρετούνται και οι ένοικοι των άλλων σπιτιών. Το έδαφος των εσωτερικών χώρων ήταν χωμάτινο και σε ελάχιστες περιπτώσεις σκεπασμένο με κάποιο υλικό, συνήθως σανίδια. Οι τοίχοι είχαν πάχος 0,80 εκ. και ύψος ως 3,5 μ. Τους επίχριζαν με ασβεστοκονίαμα και τους ασβέστωναν. Όλα τα κτίσματα είχαν χωματοσκεπές (ρδανία) τις οποίες κατασκεύαζαν ως εξής: πάνω στους τοίχους τοποθετούσαν σε παράλληλη σειρά χοντρούς κορμούς δέντρων και έκλειναν τα κενά με ψιλά σανίδια. Κατόπιν έριχναν πελεκούδια και άχυρα και τέλος αργιλόχωμα. Η ανωδομή στηριζόταν, εκτός από τους περιμετρικούς και εσωτερικούς τοίχους και σε χοντρούς κορμούς δέντρων (δόκια) που τοποθετούσαν στη μέση των δωματίων. Το χώμα το κατάβρεχαν και το κυλίνδριζαν με ένα πέτρινο κύλινδρο έτσι ώστε να γίνει μια συμπαγής μάζα και να εξασφαλίζει στεγανοποίηση των εσωτερικών χώρων. Η χωματοσκεπή είχε κλίση προς τη μία μεριά του σπιτιού έτσι ώστε να νερά των βροχών ή του λιωμένου χιονιού να συγκεντρώνονται σε ένα σημείο. Από εκεί μέσω ενός αυλακιού που αποτελούνταν από μικρές λίθινες πλάκες έπεφταν σε ένα σημείο. Την άνοιξη καθάριζαν τη χωματοσκεπή από τα χόρτα που είχαν φυτρώσει και την κυλίνδριζαν. Ο τύπος αυτός της σκεπής εξασφάλιζε σε ανθρώπους και ζωντανά ζεστασιά το χειμώνα και δροσιά το καλοκαίρι. Για λόγους περισσότερο καλαισθητικούς, το σχολείο και η εκκλησία είχαν πάνω από τη χωματοσκεπή και μια ξύλινη στέγη, αποτελούμενη από σκελετό με πελεκημένα χοντρά κλαδιά δέντρων και σανίδια (στραφίλια) καρφωμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Το μοναδικό σπίτι που είχε και ξύλινη στέγη ήταν του Γεωργίου Γυμνόπουλου. Στο κυρίως κτίσμα του σπιτιού ήταν ενσωματωμένος και ο στάβλος. Σε πολλές περιπτώσεις άνθρωποι και ζωντανά είχαν κοινή είσοδο. Μπαίνοντας μέσα υπήρχε ένας μεγάλος χώρος, το αγιάτ’, δεξιά και αριστερά δωμάτια (οτάδας) πολλαπλών χρήσεων και στο βάθος ο στάβλος (μαντρίν). Τα δωμάτια φωτίζονταν από μικρά παράθυρα, στην πρόσθια όψη του σπιτιού, κυρίως, και ο στάβλος από έναν φεγγίτη. Το φεγγίτη το χειμώνα τον έκλειναν με μια ξύλινη καταπακτή. Βοηθητικοί χώροι, εκτός του κυρίως σπιτιού και του στάβλου, δεν υπήρχαν, εκτός από μερικές εξαιρέσεις. Το άφθονο χόρτο που θέριζαν από τα λιβάδια δεν το αποθήκευαν, παρά έφτιαχναν μ’ αυτό μεγάλες θημωνιές (τεάδας) στις αυλές των σπιτιών. Το χιόνι που έπεφτε από νωρίς σκέπαζε τις θημωνιές και σχημάτιζε μια παγωμένη κρούστα η οποία συντηρούσε το χόρτο στεγνό.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ – ΑΣΧΟΛΙΕΣ
Το οροπέδιο της Κιόλιας είχε απέραντες εκτάσεις με λιβάδια αφού από κάθε κατεύθυνση έρεαν ποτάμια. Έτσι οι κάτοικοι του Σαλούτ, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι Κιόλιαληδες, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, είχαν ως κύριο επάγγελμα την κτηνοτροφία. Κάθε οικογένεια είχε από πέντε έως και σαράντα αγελάδες και μερικά ζευγάρια βόδια για τις γεωργικές δουλειές. Στα περισσότερα σπίτια υπήρχε ένα ή δυο άλογα που τα χρησιμοποιούσαν μόνο για να τα ιππεύουν. Το άλογο θεωρούνταν ως το επίσημο μέσο μεταφοράς, των ανδρών κυρίως, για να πηγαίνουν επισκέψεις σε συγγενείς των κοντινών χωριών, στα πανηγύρια και στις πόλεις. Είχαν επίσης και από λίγα πρόβατα κάθε οικογένεια, χήνες, κότες και σπανιότερα χοίρους. Ο στάβλος, το μαντρίν, ήταν ένας τεράστιος χώρος ενσωματωμένος στο κτίριο του σπιτιού. Το εσωτερικό του ήταν διαρρυθμισμένο έτσι ώστε κάθε είδος ζώου να έχει δικό του χώρο. Οι κοπριές συγκεντρώνονταν στη μέση του στάβλου κι από εκεί μεταφέρονταν σε συγκεκριμένους χώρους. Την άνοιξη τις μετέφεραν εκ νέου έξω από το χωριό σε προκαθορισμένο χώρο. Εκεί το χώμα είχε υποστεί μια απλή κατεργασία, όπως τα ρδανία των σπιτιών, ώστε να είναι σκληρό. Κατόπιν έστρωναν και καταπατούσαν (ετσογνάευαν) την κοπριά και την άφηναν να στεγνώσει ώσπου να γίνει συμπαγής μάζα, απαλλαγμένη από υγρά. Τέλος την τεμάχιζαν με ειδικό φτυάρι σε μικρά παραλληλόγραμμα κομμάτια (κουσκούρια) και μ’ αυτά σχημάτιζαν, κοντά στα σπίτια, μεγάλες θημωνιές. Τα κουσκούρια ήταν η κυρίως καύσιμη ύλη για τη θέρμανση των σπιτιών. Το Σαλούτ δεν είχε θερινά βοσκοτόπια – εξοχές (παρχάρια) κι έτσι τους ανοιξιάτικους και καλοκαιρινούς μήνες τα κοπάδια έβοσκαν στα λιβάδια μπροστά από το χωριό. Μόνον τις νεαρές αγελάδες, ως δύο ετών και τα αρσενικά βοοειδή, με τη συνοδεία βοσκού που πληρωνόταν για τη δουλειά αυτή, τα έστελναν δυτικά – βορειοδυτικά του χωριού, σε μια πλαγιά του βουνού Σιρίν Νταού. Εκεί έμεναν όλη την εβδομάδα και κατέβαιναν κάθε Κυριακή στο χωριό για να τα ταΐσουν αλάτι. Στο χωριό υπήρχαν δυο χώροι στους οποίους συγκέντρωναν (ετάραζαν) τα ζώα για να πάνε στη βοσκή. Ένα σημείο ήταν ψηλά ανάμεσα στα σπίτια των Σαχινιδαίων και των Καρσανάντων και το άλλο χαμηλά στο δημόσιο δρόμο και στο αριστερό μέρος του χωριού. Τα λιβάδια ανατολικά του χωριού ήταν τόσα πολλά που τους καλοκαιρινούς μήνες θέριζαν ένα μέρος των λιβαδιών, αφήνοντας το υπόλοιπο για την επόμενη χρονιά, εφαρμόζοντας έτσι ένα είδος αγραναύπασης. Τα πρόβατα έβοσκαν κι αυτά στα λιβάδια του χωριού. Ήταν μεγαλόσωμα, με παχύ τρίχωμα και λίγο αλλά λιπαρό γάλα. Η ουρά των προβάτων αυτών ήταν φαρδιά και μακριά, αποτελούμενη από λίπος που έφτανε μέχρι και δέκα οκάδες βάρος, περίπου δεκατρία κιλά. Το λίπος της ουράς όταν έσφαζαν το ζώο το αλάτιζαν και το αποθήκευαν σε ξύλινα δοχεία. Επειδή οι κτηνοτροφικές, κυρίως, και οι γεωργικές κατά δεύτερο λόγο, εργασίες ήταν πολλές, όσες οικογένειες είχαν την οικονομική δυνατότητα, προσλάμβαναν βοηθούς – παραγιούς (παραγιάδες) για να βοηθούν. Οι παραγιοί ήταν αλλόφυλοι: Κούρδοι, Γεωργιανοί, Τούρκοι. Εκτός από το μισθό, τα αφεντικά τους εξασφάλιζαν τροφή και στέγη.
Τα γαλακτοκομικά προϊόντα που προέκυπταν, προορίζονταν για να καλύψουν τις διατροφικές ανάγκες των μελών κάθε οικογένειας, αλλά και ως ανταλλάξιμο είδος στις αγορές του Αρταχάν, κυρίως, και του Καρς. Τα προϊόντα αυτά τα αποθήκευαν σε ξύλινα δοχεία, τα κοβλάκια, και τα φύλαγαν σε ειδικό χώρο μέσα στο σπίτι που λεγόταν κελάρ’. Τα τελευταία χρόνια πριν τον ξεριζωμό των κατοίκων της Κιόλιας, είχαν ιδρυθεί στο Κυβερνείο μονάδες επεξεργασίας γάλακτος. Σε κάθε περιοχή υπήρχε κι ένας σταθμός στον υπεύθυνο του οποίου οι γαλακτοπαραγωγοί παρέδιναν ένα μέρος από τα γάλα που άρμεγαν. Η τιμή στην οποία πουλούσαν το γάλα, ήταν αρκετά καλή κι έτσι εξασφάλιζαν ένα μικρό εισόδημα, όχι πάντως ικανό να καλύψει μεγάλες ανάγκες. Οι κάτοικοι του Σαλούτ παρέδιναν το γάλα στο σταθμό (ζαβότ) που βρισκόταν κοντά στο διπλανό χωριό Σιαράφ. Το πλεόνασμα των γαλακτοκομικών ήταν αρκετά μεγάλο. Έτσι πήγαιναν στην πόλη του Αρταχάν κι εκεί αντάλλασσαν τα προϊόντα τους με είδη που δεν μπορούσαν οι ίδιοι να παράγουν: ρούχα, υφάσματα, σταρένιο αλεύρι, ρύζι, λάδι, ελιές, κ.τ.λ. Σπανιότερα πήγαιναν και στο Καρς, επειδή ήταν πιο μακριά (δυο μέρες δρόμος), να πουλήσουν τα γαλακτοκομικά, συνδυάζοντας την πώληση – ανταλλαγή τους με την ταυτόχρονη πώληση ξυλείας. Το κρέας των σφαγμένων ζώων το καβούρντιζαν και το έβαζαν μέσα στα κοβλάκια για να διατηρείται και το κατανάλωναν καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα. Με το μαλλί των ζώων έφτιαχναν σκεπάσματα, στρωσίδια και ρούχα. Με το εμπόριο ασχολούνταν πολύ λίγοι κάτοικοι, άλλωστε η οικονομία της περιοχής δεν ευνοούσε τέτοιες ενασχολήσεις. Έμποροι ήταν ο Ματθαίος Γυμνόπουλος, ο Λάζαρος Γυμνόπουλος, κ.ά. Με το ζωεμπόριο ασχολούνταν οι Ανδρέας Τριανταφυλλίδης και Ευστάθιος Γυμνόπουλος. Το χώμα των χωραφιών ήταν πολύ εύφορο γι’ αυτό και δεν έριχναν κοπριά. Όργωναν με πέντε - έξι ζευγάρια βόδια, με μεγάλα αλέτρια που είχαν τη δυνατότητα να φτάσουν μέχρι 60. εκ. βάθος. Έσπερναν τέλη Απριλίου με αρχές Μαΐου και αρχές Αυγούστου άρχιζε το θέρισμα. Καλλιεργούσαν κυρίως κριθάρι, σίκαλη και μόνο στις πλαγιές των λόφων λίγο σιτάρι. Πολλές χρονιές οι καλλιέργειες καταστράφηκαν είτε από την πάχνη είτε από τα χιόνια και τις παγωνιές που άρχισαν νωρίς. Το φθινόπωρο οι άνδρες πήγαιναν στο Σιρίν Νταού προκειμένου να κόψουν δέντρα. Το δάσος φυλαγόταν από δασοφύλακες (απεσήδες), από την υπηρεσία των οποίων έπρεπε να πάρει κανείς άδεια και να πληρώσει κάποιο ποσό για να κόψει δέντρα. Οι δασοφύλακες σφράγιζαν τα δέντρα που επιτρεπόταν να κοπούν. Κάθε οικογένεια είχε το δικαίωμα να κόψει πολύ λίγα δέντρα, προκειμένου να μην αφανιστεί το δάσος. Αυτός ίσως ήταν και ο βασικότερος λόγος που έκαιγαν κουσκούρια στα σπίτια τους. Τα δέντρα μεταφέρονταν στα χωριά, εκεί έκοβαν τα λεπτά κλαδιά και τους κορμούς τους φόρτωναν στα κάρα και τους πήγαιναν στο Καρς για πούλημα. Υπήρχε ένας νερόμυλος (χαμαιλέτε) στο αριστερό μέρος του χωριού προς το Σιαράφ, κοντά στα σπίτια των Γυμνοπουλαίων. Ιδιοκτήτης του ήταν κάποιος Κοϊμσίδης. Το νερό ερχόταν ψηλά από το λόφο, έπεφτε πάνω στον τροχό (τσάρχα) του μύλου και περνώντας κάτω από μια ξύλινη γέφυρα του δημόσιου δρόμου, κατέληγε στα ποτάμια μέσα στα λιβάδια. Οι οικογένειες που έμεναν δίπλα στο μύλο είχαν πολλές χήνες (γάζια), που έβοσκαν και κολυμπούσαν στα νερά που έβγαιναν από τον τροχό του μύλου. Το μοναδικό κατάστημα του χωριού, το είχε κάποιος Κατικαρίδης. Από εκεί ψώνιζαν ελάχιστα πράγματα, αφού τα περισσότερα αγαθά τα παρήγαγαν οι ίδιοι ή τα ψώνιζαν από τις μεγάλες αγορές του Καρς και του Αρταχάν. Ένα μέρος της διατροφής καλυπτόταν από αυτοφυή φυτά και βολβούς που μάζευαν οι κάτοικοι του χωριού από τα λιβάδια και κυρίως από μια βαλτώδη περιοχή προς το Κιασιάρ. Στο χωριό υπήρχαν δυο βρύσες, απ’ όπου έπαιρναν πόσιμο νερό: μία κοντά στα σπίτια του Γεωργίου Γυμνόπουλου, του Θεοδουλίδη και των Βασιλείου και Αλέξη Κατικαρίδη και η άλλη ψηλά προς την εκκλησία, ανάμεσα στα σπίτια των Καρσανάντων. Βέβαια η περιοχή είχε άφθονα νερά και το πότισμα των ζώων την άνοιξη και το καλοκαίρι ήταν εύκολο. Το χειμώνα όμως που τα ζώα έμεναν κλεισμένα στους στάβλους, κουβαλούσαν νερό από τις βρύσες για να τα ποτίζουν.
ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΕΙΣ – ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ
Τη χειμερινή περίοδο λόγω του μεγάλου ύψους του χιονιού και των χαμηλών θερμοκρασιών οι κάτοικοι του χωριού δεν έβγαιναν από τα σπίτια, παρά μόνο αργά το απόγευμα για να πάνε επίσκεψη σε κάποιο συγγενικό ή φιλικό σπίτι. Έτσι σε πολλά σπίτια σχηματίζονταν μεγάλες παρέες που τρωγόπιναν και συζητούσαν ως αργά τη νύχτα. Πολλές φορές στην παρέα υπήρχε και μουσικό όργανο (λύρα, τουλούμ) με τη συνοδεία των οποίων τραγουδούσαν και χόρευαν. Η συνάθροιση αυτή λεγόταν παρακάθ’ και ήταν ο μοναδικός τρόπος διασκέδασης - ψυχαγωγίας κατά τη διάρκεια του μεγάλου χειμώνα. Στο Σαλούτ λύρα έπαιζε ο Κεσίδης Κωνσταντίνος. Υπήρχαν κι άλλοι οργανοπαίχτες των οποίων τα ονόματα δε διασώθηκαν. Αρκετά σπίτια είχαν ιδιαίτερο χώρο που προοριζόταν για τη φιλοξενία των επισκεπτών, συγγενών, φίλων ή και ξένων οδοιπόρων, που έρχονταν από άλλα χωριά. Ο χώρος αυτός (μισαφίρ’ οτά) ήταν πάντοτε περιποιημένος, είχε σόμπα και ξύλινα κρεβάτια (πεκιάδας ή τσαρτάχα) κατά μήκος των τοίχων. Την άνοιξη, όταν έλιωναν τα χιόνια, οι άντρες συγκεντρώνονταν σε μεγάλες παρέες πάνω στις χωματοσκεπές και απολαμβάνοντας τον ήλιο συζητούσαν πολλές ώρες. Καφενεία στο χωριό δεν υπήρχαν ώστε να περνούν τις ώρες τους εκεί. Τα παιδιά έπαιζαν διάφορα παιχνίδια πάνω στις σκεπές αυτές, αλλά και στα ανοιχτά μέρη του χωριού. Ευκαιρίες για χορό και ξεφάντωμα παρουσιάζονταν στους γάμους είτε στο χωριό είτε στα γειτονικά χωριά. Επειδή οι Σαλουτλήδες είχαν συγγενείς σε μακρινά χωριά του Κυβερνείου, το καλοκαίρι πήγαιναν να τους επισκεφθούν, επ’ ευκαιρίας κάποιου γάμου ή πανηγυριού. Το μεγαλύτερο πανηγύρι ήταν το δεκαπενταύγουστο, όταν γιόρταζε το μοναστήρι της Παναγίας κοντά στο χωριό Λάλογλη της Υποδιοίκησης Σογανλούκ. Εκεί μαζεύονταν χιλιάδες Έλληνες απ’ όλο το Κυβερνείο και πανηγύριζαν επί τριήμερο. Σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από το χωριό και προς το Μουζαράτ, υπήρχε ένα σημείο στο οποίο ανάβλυζε ξινό νερό (Ναρζάν). Δεν υπήρχε βέβαια εκκλησία ή κάποιο εξωκλήσι, αλλά τα γύρω χωριά μαζεύονταν την ημέρα της Αναλήψεως εκεί και με χορούς και τραγούδια διασκέδαζαν.
ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
Στο Σαλούτ, όπως και σε ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό του Κυβερνείου ίσχυαν παραδοσιακοί κώδικες ενδοοικογενειακής και κοινωνικής συμπεριφοράς και συνεννόησης, που συναντώνται και σε πολλά μέρη του Πόντου. Οι άντρες ποτέ δεν φώναζαν τις γυναίκες τους με το όνομά τους – και αντίστροφα. Έτσι ο άντρας φώναζε: Νέπουτση! ή Νέκουτση! ή Νη!, και η γυναίκα: Νέπαι!. Μπροστά στους γονείς τα παντρεμένα παιδιά δεν επιτρεπόταν να πούνε: η γαρή μ’, ή ο άντρας –ι- μ’. Κάτι τέτοιο θεωρούνταν ασέβεια προς τους γονείς. Επίσης οι γονείς δεν επιτρεπόταν μπροστά στους δικούς τους γονείς να χαϊδεύουν και να αγκαλιάζουν τα παιδιά τους. Η ανάγκη αυτή ικανοποιούνταν κρυφά εν απουσία και άγνοια των παππούδων. Συμπεριφορές αντίθετες προς τις παραδόσεις, προκαλούσαν δυσμενή σχόλια σε αυστηρό τόνο, πολλές φορές με σκωπτική αλλά συνάμα και καυστική διάθεση. Έτσι συχνά ακουγόταν: Εσύ μωρόν παιδίν θα αγαπάς το μωρόν ’ς σ’ εμέν καικα! ή Αναθεμά ’σε, ετράνυνες και έεις και γαρήν πα;
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΞΑΕΤΙΑ
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους του ’12 – ’13 και τις νίκες των ελληνικών στρατευμάτων στη Μακεδονία και Θράκη, σημειώθηκαν επεισόδια στο Κυβερνείο μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Πολλές οικογένειες από το 1913 ακόμα έφυγαν με προορισμό την Ελλάδα, φοβούμενες αντίποινα εις βάρος τους. Το καλοκαίρι του 1914, με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ρωσία και η Τουρκία αντιμάχονται στο μέτωπο του Καυκάσου. Οι αρχικές επιτυχίες των τουρκικών στρατευμάτων στο νότο του Κυβερνείου, αναγκάζουν πολλές ελληνικές οικογένειες να φύγουν για την Ελλάδα, οι περισσότερες από τις οποίες επέστρεψαν στα χωριά τους. Από το Σαλούτ φεύγουν μερικές οικογένειες Κωνσταντινιδαίων και Κοϊμσιδαίων και φτάνουν στην Ελλάδα. Γρήγορα οι προσδοκίες τους διαψεύδονται και επιστρέφουν στο χωριό τους. Εντωμεταξύ ομάδες Κούρδων και Τούρκων ληστών, λεηλατούν τα ελληνικά σπίτια και τις περιουσίες των Έλλήνων, σκορπώντας τον τρόμο. Την άνοιξη του 1915 μερικές οικογένειες από το Σαλούτ, φοβούμενοι προέλαση των Τούρκων μέχρι την Κιόλια, φεύγουν προς την πόλη του Καρς και τα γειτονικά σ’ αυτήν ελληνικά χωριά. Εκεί παρέμειναν για λίγους μήνες και το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου επιστρέφουν ξανά στο Σαλούτ. Οι συχνές επιδρομές των ληστών, η αβεβαιότητα στο μέτωπο του πολέμου, η σφαγή των Αρμενίων το ’15 και η ανάγκη για προστασία των οικογενειών και των περιουσιών τους, ανάγκασαν πολλούς Έλληνες της Κιόλιας, μεταξύ των οποίων και πολλοί από το Σαλούτ, να οπλιστούν. Συγκροτήθηκαν ένοπλες ομάδες που περιφρουρούσαν τα χωριά με περιπολίες και συχνά αναγκάζονταν να χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους, αφού οι επιδρομές κατά των ελληνικών χωριών συνεχίζονταν. Ομάδες ένοπλων Ελλήνων είχαν τα κρησφύγετά τους στο Σιρίν Νταού. Σε γενικά πλαίσια όμως, η ζωή στο Σαλούτ, μετά και τις επιτυχίες του ρωσικού στρατού εναντίον των Τούρκων, φαίνεται να κύλησε σχετικά ομαλά μέχρι το φθινόπωρο του 1917. Στο διάστημα αυτό έκρυβαν στα σπίτια τους φυγάδες Αρμενίους, που έφταναν στην ορεινή περιοχή της Κιόλιας για να βρουν καταφύγιο. Σημειώθηκαν πολλά τραγικά γεγονότα με θύματα τους Αρμενίους. Οι Τούρκοι εκτελούσαν επιτόπου όποιον Αρμένιο έβρισκαν. Βέβαια και η τιμωρία των Ελλήνων που έκρυβαν Αρμενίους, μπορεί να μην ήταν ο θάνατος, ήταν όμως η αρχή για το δικό τους ξεριζωμό. Τον Οκτώβριο του ’17 ξεσπά η Οκτωβριανή Επανάσταση και ο ρωσικός στρατός εγκαταλείπει το μέτωπο του Καυκάσου και τις περιοχές της Τουρκίας που είχε καταλάβει με τις προελάσεις. Στο Κυβερνείο ο διοικητικός μηχανισμός παραλύει και επικρατεί αναρχία και σύγχυση. Τέλη του ’17 αρχές του ’18, χιλιάδες Έλληνες των νότιων χωριών εγκαταλείπουν τα χωριά τους και φεύγουν προς την πόλη του Καρς, ελπίζοντας για ένα πρόχειρο καταφύγιο έως ότου βρουν μέσο για να φτάσουν στο Βατούμ κι από εκεί στην Ελλάδα ή να περάσουν σε βόρειες και ασφαλέστερες περιοχές του Καυκάσου. Το Μάρτιο του 1918 υπογράφεται η συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, με την οποία τα εδάφη του Καρς – Αρταχάν παραχωρούνται στην Τουρκία. Από το Νοέμβριο του ’17 η διοίκηση του Κυβερνείου περνά στα χέρια του Επιτροπάτου της Υπερκαυκασίας, που αποτελούνταν από εκπροσώπους των καυκασιανών λαών. Από το Μάιο του ’18 τη διοίκηση αναλαμβάνουν οι τρεις νεότευκτες δημοκρατίες της Γεωργίας, Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν. Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί του Κυβερνείου, έχοντας ως όπλο τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτοφσκ, δημιουργούν μια κυβερνητική επιτροπή, τη λεγόμενη Μελησουρά, η οποία αντικαθιστά τη διοίκηση των τριών δημοκρατιών το καλοκαίρι του ’18. Το Μάιο του ’19 οι Άγγλοι διαλύουν τη Μελησουρά και τα εδάφη του Κυβερνείου παραχωρούνται στη Δημοκρατία της Αρμενίας, εκτός από τη Διοίκηση Αρταχάν που παραχωρείται στη Δημοκρατία της Γεωργίας. Έτσι από το Μάιο του 1919 όλα τα ελληνικά χωριά του Κυβερνείου υπάγονταν στην αρμενική διοίκηση εκτός από εφτά χωριά του Αρταχάν. Από τον Οκτώβριο του ’17 μέχρι τη φυγή από τα χωριά τους, τα ελληνικά ένοπλα τμήματα που είχαν συγκροτηθεί από το 1915, είχαν αναλάβει εξολοκλήρου την προστασία των χωριών τους.
Ο ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ
Την άνοιξη του 1920 μερικές οικογένειες από το Σαλούτ, αφού πούλησαν κινητή και ακίνητη περιουσία φεύγουν προς το Καρς. Εκεί παρέμειναν λίγο καιρό και στη συνέχεια πέρασαν με τρένο μέσω Τιφλίδας στα εδάφη της Γεωργίας και εγκαταστάθηκαν προσωρινά στην κωμόπολη Μιχαήλοβα (σημ. Χασούρι) δυτικά της περιοχής της Τσάλκας. Το Σεπτέμβριο του 1920 όσοι είχαν απομείνει στο Σαλούτ ενσωματώνονται σε μια μεγάλη φάλαγγα μαζί με τους Έλληνες κατοίκους των άλλων χωριών της Κιόλιας και αφού περνούν τον Κύρο ποταμό στο οροπέδιο του Αρταχάν μπαίνουν στα εδάφη της Γεωργίας, με τελικό προορισμό το λιμάνι του Βατούμ. Όσοι είχαν καταφύγει στη Μιχαήλοβα, μαθαίνοντας ότι οι συγχωριανοί τους κατευθύνονται προς το Βατούμ, επιβιβάζονται σε τρένα και φτάνουν στο Βατούμ πριν την άφιξη της φάλαγγας. Εκεί περιμένουν να φτάσουν οι συγχωριανοί και οι υπόλοιποι συντοπίτες τους για να φύγουν όλοι μαζί με πλοία για την Ελλάδα. Η φάλαγγα των Κιόλιαληδων, αποτελούμενη από δεκαπέντε χιλιάδες ανθρώπους και χιλιάδες ζώα, κατευθυνόμενη προς το Βατούμ έπρεπε να περάσει το όρος Γιαλανγούζ Τσαμ και έπειτα τις απότομες πλαγιές των βουνών που οδηγούν στο Αρτβίν και τελικά στο Βατούμ. Από την περιοχή του Αρταχάν έφυγαν τέλη Οκτωβρίου και έφτασαν στο Βατούμ αρχές Δεκεμβρίου του 1920. Φθάνουν στο Βατούμ και ανταμώνουν με τους συγχωριανούς τους. Στο Βατούμ είχαν συγκεντρωθεί πλήθη προσφύγων από το Κυβερνείο και το Βόρειο Καύκασο, που περίμεναν απεγνωσμένα να επιβιβαστούν σε πλοία για την Ελλάδα. Η αποστολή πλοίων είχε σταματήσει από τα τέλη Νοεμβρίου του ’20 και οι πρόσφυγες ζώντας κάτω από άθλιες συνθήκες πέθαιναν κατά δεκάδες. Οι κάτοικοι του Σαλούτ, λόγω του συνωστισμού και της απόγνωσης που επικρατούσε, επιβιβάστηκαν σε δυο πλοία το Φεβρουάριο του 1921 και έφτασαν στο Καραμπουρνάκι της Καλαμαριάς. Εκεί μπήκαν σε καραντίνα για μερικούς μήνες. Οι αδύνατοι και εξαντλημένοι οργανισμοί δεν άντεξαν κι έτσι πέθαναν πολλοί. Το καλοκαίρι το ’21, μια ομάδα Σαλουτλήδων και άλλων κοντοχωριανών τους αναζητώντας έναν τόπο εγκατάστασης που να μοιάζει με την Κιόλια εγκαθίστανται στο χωριό Κιούλαλη (σημ. Πυργωτό) του Νομού Κιλκίς. Οι υπόλοιποι Σαλουτλήδες κατευθύνθηκαν προς την Ανατολική Θράκη, που εντωμεταξύ είχε καταληφθεί από τον ελληνικό στρατό και εγκαταστάθηκαν στο Λελέ Πουργάζ. Όταν έφτασαν εκεί βρήκαν τα χωράφια σπαρμένα και τα χωριά έρημα αφού οι Τούρκοι κάτοικοί τους είχαν εντωμεταξύ φύγει. Όσοι είχαν εγκατασταθεί στο Κιούλαλη, αφού η ζωή στην περιοχή δεν τους ικανοποιούσε, αναζήτησαν νέο τόπο εγκατάστασης που να προσφέρεται για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Έτσι στα μέσα του ’23 έρχονται στη Φλώρινα και εγκαθίστανται στο χωριό Κολχική (παλιά ονομασία Πλησέβιτσα - Πλέσεβα), όπου υπήρχαν ακόμη τουρκικές οικογένειες. Όσοι είχαν εγκατασταθεί στην Ανατολική Θράκη, μετά την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου και την Μικρασιατική Καταστροφή, εγκαταλείπουν τις προσωρινές τους εστίες τέλος Αυγούστου του ’22 και βρίσκοντας τους συγχωριανούς τους στο Κιούλαλη εγκαθίστανται εκεί. Στα μέσα του ’23 μαζί με τους υπόλοιπους Σαλουτλήδες έρχονται στη Φλώρινα. Οι Τούρκοι της Κολχικής, του Αγίου Βαρθολομαίου και των γύρω χωριών φεύγουν μέσα στους πρώτους μήνες του 1924 και οι πρόσφυγες εγκαθίστανται οριστικά στα εγκαταλελειμμένα σπίτια τους. Ταυτόχρονα η Ε.Α.Π. οικοδομεί νέες κατοικίες για τους πρόσφυγες και μέχρι τις αρχές του 1926 όλοι κατοικούν στα νεόχτιστα σπίτια.
Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Οι περισσότερες οικογένειες από το Σαλούτ εγκαταστάθηκαν στα χωριά Κολχική και Άγιο Βαρθολομαίο του Νομού Φλώρινας. Λίγες οικογένειες με την παρότρυνση μορφωμένων μελών τους, προτίμησαν να εγκατασταθούν στην πόλη της Φλώρινας. Μικρές ομάδες Σαλουτλήδων εγκαθίστανται στο Φίλυρο και Λαχανά του Νομού Θεσσαλονίκης, στο Κεντρικό του Νομού Κιλκίς και στο Ριζάρι του Νομού Πέλλας.Η εγκατάσταση ανά οικογένεια έγινε ως εξής, όπως εμφανίζεται στον διπλανό πίνακα :
ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δόθηκαν συνεντεύξεις από τους:
Γυμνόπουλο Γεράσιμο, κάτοικο Κολχικής, γεννηθείς το 1914 στο Σαλούτ.
Γυμνόπουλο Ιωάννη, κάτοικο Κολχικής, γεννηθείς το 1912 στο Σαλούτ.
Κοκκινίδου Χριστίνα (γεν. Κοϊμσίδου), κάτοικο Αγίου Βαρθολομαίου – Αγίου Αθανασίου Θεσσαλονίκης, γεννηθείς το 1899 στο Σαλούτ.
Κωνσταντινίδη Ευστάθιο, κάτοικο Θεσσαλονίκης, γεννηθείς το 1904 στο Σαλούτ.
Σιδηροπούλου Ελένη (γεν. Κωνσταντινίδου), κάτοικο Αγίου Βαρθολομαίου, γεννηθείς το 1923 στο Περιστέρι Κιλκίς.
Βιβλιογραφία
Γρηγοριάδης Γεώργιος, Ο Πόντος και το Καρς, Ιστορία – Λαογραφία και ο Κορπακόρτς ο Πέτρον, Αθήνα 1973
Γρηγοριάδης Γεώργιος, Οι Πόντιοι του Καυκάσου, περιφέρειας Καρς-Αρδαχάν, Ιστορία-Λαογραφία, Θεςσαλονίκη 1957
Δημητριάδη Μενελάου, Λεξικόν Ελληνο-τουρκικόν τουρκο-ελληνικόν, εκδ. Κακουλιδη, Αθήνα 1989
Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού Ελληνισμού, τόμοι 1-6, Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη 1992
Καζταρίδης Ιωάννης, Η «Έξοδος» των Ελλήνων του Καρς της Αρμενίας (1919-21), έκδ. Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1996
Κοντογιάννης Παντελής, Γεωγραφία της Μικράς Ασίας, εκδ. Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων, Αθήνα 1921, ανατύπωση 1995
Λαζαρίδης Διαμαντής Θ., Στατιστικοί πίνακες της εκπαιδεύσεως των Ελλήνων στον Πόντο 1821-1922, Αρχείον Πόντου, Παράρτημα 16, έκδ. Ε.Π.Μ., Αθήνα 1988
Μαυρογένης Στυλιανός Β., Το Κυβερνείον Καρς του Αντικαυκάσου (Κάρσκαγια Όμπλαστ) και το εν αυτώ ελληνικόν στοιχείον κατά την περίοδον 1878-1920, έκδ. Εύξεινος Λέσχη Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1963
Παπαδόπουλος Άνθιμος, Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου, εκδ. Ε.Π.Μ., Αθήναι 1961
Σαμουηλίδης Χρήστος, Το χρονικό του Καρς, έκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 1987
Φωτιάδης Κώστας (επιμ.), Οι Έλληνες στις χώρες της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. (Ιστορία – Παιδεία), έκδ. Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1995
Χασιώτης, Ι. Κ (επιμ..), Οι Έλληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης, έκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1997
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com