Αριστείδης Δεληκάρης. Ο φλογερός Κερασούντιος πατριώτης 1859-1921
Γόνος πατριαρχικής οικογένειας της Κερασούντας, ο Αριστείδης Δεληκάρης γεννήθηκε το 1859 και υπήρξε ένα από τα έξι παιδιά της οικογένειας του που αποτελείτο από τέσσερα αγόρια, τον Γεώργιο, τον Νικόλαο, τον Μιλτιάδη και τον Αριστείδη αλλά και δύο κορίτσια, την Δέσποινα (σύζυγο Ερμείδη) και την Ολυμπιάδα (σύζυγο Σουρμελή). Όλα τα αδέρφια ασχολούνταν με το εμπόριο με επικρατέστερο τον Αριστείδη, ο οποίος κατείχε μεγάλες εκτάσεις καλλιέργειας φουντουκιών σε πολλές περιοχές της Κερασούντας.
Η μεγαλύτερη εξ αυτών ήταν στην περιοχή Πάρτσια αποτελούμενη από αρκετές χιλιάδες στρεμμάτων όπου απασχολούνταν πολυάριθμοι τούρκοι αλλά και Έλληνες κολλήγοι. Ο Αριστείδης Δεληκάρης θεωρείτο ένας απ’ τους μεγαλύτερους εξαγωγείς φουντουκιών της εποχής του, διατηρών γραφεία σε Τεργέστη, Βερολίνο, Μασσαλία και Αμβέρσα. Από παιδί διακρινόταν για την ευψυχία αλλά και την πειθαρχία του στους οικογενειακούς παραδοσιακούς θεσμούς αλλά και για την αμέριστη αγάπη του προς τους φτωχούς. Κατόρθωσε μέσω αυτών των αρετών του να καταστεί αγαπητός σε όλες τις κοινωνικές τάξεις των Ελλήνων της Κερασούντας. Συχνά παρέμβαινε στις διενέξεις μεταξύ των συμπολιτών του με απώτερο σκοπό να τους διευθετεί και να τους συμφιλιώνει αποτρέποντας τους να φτάσουν στα τουρκικά δικαστήρια. Μετά την υποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από τον Πόντο και την υπογραφή της ανακωχής μεταξύ των εμπόλεμων ευρωπαϊκών κρατών, οι ανθελληνικές δραστηριότητες των κεμαλικών βρίσκονταν σε έξαρση. Εκείνη την εποχή στρατιωτικός διοικητής της Κερασούντας ανέλαβε ο Βεχήτ πασάς ο οποίος λίγο πριν είχε ηγηθεί του τουρκικού μετώπου εναντίον των Ρώσων στον Πόντο. Αυτός ο Βεχήτ πασάς ήταν αδερφός του Βεχήτ μπέη ο οποίος στις 21 Φεβρουαρίου του 1913 είχε παραδώσει τα Ιωάννινα στον ελληνικό στρατό. Η μητέρα τους ήταν Ελληνίδα. Η άφιξη του εν λόγω πασά στην Κερασούντα συνέτεινα στην κινητοποίηση των Κερασουντίων προυχόντων οι οποίοι προσέτρεξαν στον Βεχήτ πασά προκειμένου να εξασφαλίσουν την εύνοια και προστασία τους μπροστά στα θλιβερά και βάναυσα ανθελληνικά γεγονότα που αποσκοπούσαν στον πλήρη αφελληνισμό της πόλεως με πληθώρα βιαιοτήτων εναντίον των ρωμιών κατοίκων της Κερασούντας. Έτσι λοιπόν, ο Αριστείδης Δεληκάρης μαζί με όλη την Δημογεροντία της πόλεως, παρέθεσαν επίσημο γεύμα στον Βεχήτ πασά όπου του εξέθεσαν τα αιτήματά τους. Αποτέλεσμα ήταν να προκύψει μεταξύ τους ένα είδος άγραφης συμφωνίας κατά την οποία έναντι της προστασίας που θα προσέφερε ο Βεχήτ πασάς, οι προύχοντες αναλάμβαναν την προστασία των τοπικών τουρκικών στρατευμάτων. Στην επίτευξη αυτής της συμφωνίας συνέβαλα τα μέγιστα ο Ελευθέριος Τομπούλης, ηγετικό στέλεχος της κοινωνίας της Κερασούντας ο οποίος επωμίστηκε την καταβολή του μεγαλύτερου χρηματικού ποσού μεταξύ όλης της Δημογεροντίας αλλά και οι Ελευθεριάδης (δικηγόρος) Νεόφυτος και Μαυρίδης. Τι τραγική κατάληξη είχε υποστεί ο Ελευθέριος Τομπούλης ; Τα κτήνη του Τοπάλ οσμάν τον έβαλαν μέσα σε ένα βαρέλι και τον βύθισαν στη θάλασσα, βρίσκονταν τραγικό θάνατο από πνιγμό. Αυτή η συμφωνία μεταξύ των προυχόντων της Κερασούντας και Βεχήτ πασά ενθάρρυνε και τους Έλληνες των γύρω πέριξ της Κερασούντας χωρίων να βρουν καταφύγιο και σωτηρία στην πόλη. Πολλούς εξ’ αυτών τους φυγάδευε ο Αριστείδης Δεληκάρης, στη Ρωσία, την Κωνσταντινούπολη και αλλού, πληρώνοντας ο ίδιος τα έξοδα της διαφυγής τους. Όταν άρχισαν οι συλλήψεις και οι εντατικοί διωγμοί των ρωμιών τόσο ο Δεληκάρης όσο και ο Τομπούλης, παρά το γεγονός ότι ειδοποιήθηκαν από τούρκους φίλους τους να εγκαταλείψουν την Κερασούντα για να σωθούν, αυτοί δεν το έκαναν, αντιθέτως δήλωσαν : “Δεν θα εγκαταλείψωμεν τα γυναικόπαιδα δια να σώσωμεν εμείς τα κεφάλια μας. Θα παραμείνωμεν εδώ δια να πεθάνωμεν όλοι μαζί”. Εν τω μεταξύ οι ορδές του οσμάν αγά (Τοπάλ οσμάν), ο οποίος σημειωτέον κατέστη δήμαρχος και άρχων της Κερασούντας, συνέχιζε τις συλλήψεις και τις εκτελέσεις των Ελλήνων της πόλης. Μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και ο Αριστείδης Δεληκάρης, τον οποίον τον απομόνωσαν σε ένα κελί μίας εκ των πλέον πρωτόγονων φυλακών της πόλης. Μετά την φυλάκιση του, τον επισκέφθηκε ο Οσμάν αγάς, δήθεν φιλικώς και τον ρώτησε ποία ήτο η επιθυμία του, εννοώντας υποκριτικώς εάν επιθυμούσε την βοήθεια του. Αγέρωχος και ευφυής όπως ήταν ο Αριστείδης, του απάντησε ότι η μοναδική και τελευταία του επιθυμία είναι να ψάλλει Εθνικό Ύμνο. Ο Οσμάν αποχωρών εξέφρασε τον θαυμασμό του λέγοντας : “άσκολ-σουν γκιαούρ / μπράβο σου Ρωμιέ”. Στην συνέχεια τον παρέλαβαν οι δήμιοι του Οσμάν, τον έβαλαν μέσα σε ένα σακί μέσα στο οποίο έβαλαν και μια γάτα και τον έριξαν στην θάλασσα. Μετά από καιρό ξεβράστηκε το πτώμα του και αναγνωρίστηκε από έναν τούρκο εργάτη που εργαζόταν στα κτήματα των φουντουκιών του Αριστείδη, ο οποίος παρέλαβα και ενταφίασε το σώμα του. Αυτό ήταν το τραγικό τέλος του μεγάλου Έλληνα Αριστείδη Δεληκάρη. Προτίμησε να παραμείνει στο πλευρό των συμπατριωτών του και να θυσιαστεί. Δεν δραπέτευσε για να σώσει το κεφάλι του. Ήταν αδύνατο να πράξει κάτι τέτοιο, εγκαταλείποντας τους συμπατριώτες του έρμαιους στην εγκληματική μανία των δημίων του αιμοσταγούς εκείνου δαίμονα και σφαγέα του Ελληνισμού της Κερασούντας, του Οσμάν αγά.
Πηγή: Δεληκάρη Ελένη, Ποντιακή Ηχώ Τεύχος 2ον, Αθήνα 1982.
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com