Η Ποίηση στη Σάντα - Στ. Αθανασιάδη. "Ο άντρας" - Ποντιακή Εστία τεύχος 55ον. Θεσσαλονίκη 1954 (β)
Ο άντρας
Ναϊλλοί εμέν’ να χά’ εμέν’ άλλο ‘κ̆ι είδα αϊκον,
απόψ’ είδα ‘ναν όρωμαν έτον πολλά ‘τσ̆αϊπκον.
Ο άντρας
Ναϊλλοί εμέν’ να χά’ εμέν’ άλλο ‘κ̆ι είδα αϊκον,
απόψ’ είδα ‘ναν όρωμαν έτον πολλά ‘τσ̆αϊπκον.
"Για την έμορφον"
Κορτσ̆όπον ασπροκόκκινον η πρόσωπο σ’ φωτάζει,
κι όσα τερώ ‘ς σον πρόσωπο σ’ έρται μ’ η γη τρομάζει.
Μετά το τέλος του φαγητού έκαναν το σταυρό τους και ο νοικοκύρης σταυροκοπούμενος με ευλάβεια έλεγε την παραπάνω ευχή: “Θ’έ μ’ εδέκες έφαγαμ’ τ’ άλλα πα να δατάχκεσαι”.
Στη δημοτική ποίηση του Πόντου παρατηρούνται δυο φαινόμενα άκρως αντίθετα. Πρόκειται ειδικά περί των δίστιχων. Το πρώτο αφορά τη σπουδή των ποιητών να επιτύχουν, όπως-όπως ομοιοκαταληξία, αδιάφορον αν ενίοτε δεν επιτυγχάνουν αυστηρά σημασιολογική σχέση μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου στίχου.
Ας κόφτω με το μέλ’ στην συζήτηση που άνοιξε ο κ. Γ. Σουμελίδης και συνεχίζει ο κ. Π. Μελανοφρύδης. Το ξέρω ότι βρίσκονται και οι δυό τους καλά στο χωράφι τους και εάν υπάρχει παρείσακτος αυτός χωρίς άλλο είμαι εγώ. Τους ξέρω όμως τόσο καλόβουλους και τους δυό ώστε φόβο να μου θυμώσουν δεν έχω.