Ευαγγέλιον Κυριακής του Πάσχα (Εσπερινός της Αγάπης) στην ποντιακή διάλεκτο

Η λαμπροφόρος Ανάστασις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού Όντες εβράδυνεν την Κερεκήν και τα πόρτας τ΄ οσπιτί όλα̤ έσανε κλειδωμένα. Ατού απέσ’ έσανε τοπλαεμέν’ οι μαθητάντ’ τη Χριστού, γιατί πολλά εφογούνταν τοι Ιουδαίοις. Αρ’ ατότε, αναχάπαρα έρθεν ο Ιησούς κι εστάθεν απέσ’ ‘ς ση μέσ’ τ’ οσπιτί, και είπεν ατουνούς : “Να έχ̆ετε ειρήνην, να μη φογούστουν !”  Σ’ ατό τον λόγον απάν’, ο Ιησούς εδείξειζε τα χ̆έρα̤ τ’ και το πλευρόν ατ’, κι οι μαθηταί, ας το είδαν ατά, εχάραν πολλά.  Ευαγγέλιον Εσπερινού της Αγάπης (Πάσχα) - Απόδοσις εις την ποντιακήν διάλεκτον

Print

Καρακώνω – Γράνω. Ερμηνεία & Ετυμολογία των λημμάτων

Ποντιακή Διαλεκτολογία Καρακώνω – Γράνω Ερμηνεία & Ετυμολογία των λημμάτωνΚαρακώνω
Ερμηνεία : κλειδώνω - σφραγίζω - εξολοθρεύω
Ετυμολογία : α) κορακώνω δλδ βάζω τον κόρακα ή το τσιγγέλι της πόρτας, β) βάζω το καρακίδ’ = κλείνω, γ) εκ του τουρκικού καρά και του ελληνικού ακίς = αγκυλωτό σίδερο, δ) κλείνω την θύρα δι’ εξαρτημένου αντικειμένου : κακ-ραχώνω (ράχος = ασφάλεια – προστασία)

Print

Κολλημένε - Χαριφερά - Κατσίν - Εχπούλ'. Ερμηνεία & Ετυμολογία των λημμάτων

Ποντιακή Διαλεκτολογία. Ερμηνεία & Ετυμολογία των λημμάτων Κολλημένε, Χσριφερά, Κατσίν, ΕχπούλΚολλημένε
Ερμηνεία : καμένε, κολασμένε, καταραμένε
Ετυμολογία : α) εκ του κολλώ = συνάπτω, β) κολασμένε = κόλασις, ρήμα εις την Ποντιακή : κολατίγουμαι = αμαρτάνω, και κολατισμένος (στην Κρώμνη) ενώ κολλημένος (στη Ματσούκα) : «Μώ ντ’ εκόλτσες με εσύ» = Άχ, μ’ έκανες να αμαρτήσω, γ) καταραμένε = εκ του αποκολληθέντος, αποχωρισθέντος

Print

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ