Μιχαήλ Αγάς Μεταλλείδης, ο Τραπεζούντιος φουστανελάς του Ρωσικού Στρατού
Ένα απ’ τα πολλά δείγματα του άκρατου πατριωτισμού, της παλληκαριάς και της ψυχικής δύναμης του Ποντιακού Ελληνισμού αποτελεί και το παρακάτω περιστατικό. Αποτελεί αληθινή και πραγματική ιστορία. Κάποιο βράδυ του 1878 μια μεγάλη πυρκαγιά στην Τραπεζούντα στην αγορά της Ταπάχανας, αποτέφρωνε τα τρία μαγαζιά του Τραπεζούντιου Έλληνα Μιχαήλ Αγά από την ενορία του Χριστού (Γενή Δζουμά).
Το χτύπημα ήταν πολύ δυνατό για τον δύστυχο οικογενειάρχη ο οποίος ως ψυχικό και οικογενειακό ναυάγιο, έρμαιο της απελπισίας και της απόγνωσης κυριευμένος απ’ την ψυχική και διανοητική αναστάτωση, εγκατέλειψε κάποια μέρα τα τρία του παιδιά, Αχιλλέα, Θανάση και Πελαγία στις φροντίδες της γυναίκας του, της λεβεντογυναίκας Χατούνας και εξαφανίστηκε. Μιχαήλ Αγάς Μεταλλείδης, ο Τραπεζούντιος φουστανελάς του Ρωσικού Στρατού. Πέρασαν ημέρες κι έπειτα μήνες χωρίς να δώσει κανένα σημείο ζωής. Όλοι πίστεψαν ότι αυτοκτόνησε. Οι οικείοι του, του έκαναν όσα προέβλεπε η χριστιανική πίστη και το έθος, δηλαδή, τα σαράντα, τα εξάμηνα και τα ετήσια μνημόσυνα. Κι έτσι, λησμονήθηκε. Εν τω μεταξύ είχε ξεσπάσει ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1878 που είχε ως συνέπεια την κατάληψη και προσάρτηση στη Ρωσία των περιοχών του Σαρήκαμις, της Αλεξανδρούπολης και πολλών άλλων πόλεων του τουρκικού Καυκάσου. Η πρόοδος αλλά και η νίκη αυτή των ομόδοξων Ρώσων θεωρήθηκε απ’ τους υπόδουλους Έλληνες σαν ένα βήμα προς το τέρμα της σκλαβιάς τους. Υψηλότατε…. Ένας Ρωμιός επιμένει να παρουσιαστεί μπροστά σας! Έτσι ανέφερε μια μέρα ο αξιωματικός υπηρεσίας στον Ρώσο αντιβασιλέα Μιχαήλ, τότε ανώτερο διοικητή των επιχειρήσεων του μετώπου στον Καύκασο. Ο αντιβασιλέας γευμάτιζε εκείνη την ώρα στο στρατηγείο του στην Τιφλίδα περιστοιχισμένος απ’ τους αξιωματικούς και επιτελείς του. Κάτω απ΄ την επίδραση της ευθυμίας που δημιούργησε η κατανάλωση της βότκας αλλά και του εξαιρετικού μαύρου κρασιού του Καυκάσου, δέχτηκε μάλλον περισσότερο για να διασκεδάσει, να επιτρέψουν την είσοδο στον απρόσκλητο και άγνωστο επισκέπτη του. Σε λιγάκι, ένας ροδοκόκκινος άνδρας με αδρά χαρακτηριστικά, με σπινθηροβόλα κι αεικίνητα μάτια και με την σφραγίδα της τόλμης και της αποφασιστικότητας στο πρόσωπο του, στεκόταν σε στάση προσοχής μπροστά στον Ρώσο Αρχιστράτηγο. Την ίδια στιγμή όμως ο ομοτράπεζος του Αντιβασιλέα, ρωμιός ιερέας ποντιακής καταγωγής, γέννημα και θρέμμα της ευάνδρου Αργυρούπολης, τινάχτηκε με μιας απ’ την θέση του, προς γενική έκπληξη τόσο του αντιβασιλέα όσο και των λοιπών παριστάμενων, έτρεξε προς το μέρος του άγνωστου τον αγκάλιασε και τον φίλησε, φωνάζοντας : Βρέ Μιχάλη ! Εσύ είσαι ; Πως ήλθες ; Πως βρέθηκες εδώ ; Η σκηνή αυτή στάθηκε ικανή και αρκετή ώστε να δημιουργήσει μια ευνοϊκή εικόνα και ατμόσφαιρα και να προκαλέσει το ενδιαφέρον και την ευμένεια του αντιβασιλέα προς τον άγνωστο και ξένο, τον οποίο τον ρώτησε (χρησιμοποιώντας τον διερμηνέα του ιερέα) που ήταν παιδικός φίλος του Μιχαήλ.
Ατ κούτα βη γραικέ ; Από πού είσαι Ρωμιέ ; Απ’ την Τραπεζούντα Υψηλότατε
Και τι θέλεις εδώ ; Θέλω να με δεχτείτε εθελοντή στον στρατό σας για να πολεμήσω κι εγώ για του Χριστού την πίστη την αγία.
Και πως σε λένε ; Μιχαήλ, Υψηλότατε
Μιχαήλ ; Μιχαήλ είπες ; επανέλαβε ο Αντιβασιλέας, και στο πρόσωπο του ζωγραφίστηκε το μειδίαμα της καλοσύνης και της αγαθότητος.
Μιχαήλ είπες ; Ώστε έχουμε το ίδιο όνομα. Ε τότε μπράβο Μιχαήλ. Ουρρά Μιχαήλ (ζήτω Μιχαήλ), δώσ’ μου το χέρι σου Μιχαήλ. Ο εκπρόσωπος του Τσαρικού Οίκου των Ρωμανώφ άπλωσε σε μια ολόθερμη χειραψία το χέρι του, στον προλετάριο Έλληνα του Πόντου, εκδηλώνοντας έμπρακτα το ενδιαφέρον του και συνέχισε : Έλα τώρα Μιχαήλ, πες μου σε ποιο όπλο, σε ποιο σύνταγμα θέλεις να τοποθετηθείς ; Οπουδήποτε Υψηλότατε. Αρκεί να βρίσκομαι στην πρώτη γραμμή και να μου επιτρέψετε να φορώ την στολή που θέλω. Και ποια είναι η στολή που θέλεις Μιχαήλ ;
Η φουστανέλα Υψηλότατε, αυτήν που φορούν οι τσολιάδες στην πατρίδα μου την Ελλάδα !!! Αυτή ήταν η απάντηση του ενθουσιώδους εθελοντή που τόνισε τα τελευταία του λόγια με περισσή ζωηράδα και έμφαση. Γοητευμένος ο Αντιβασιλέας από την τόλμη, το θάρρος και το αρρενωπό ύφος του ξένου και αμείβοντας τον προκαταβολικά για την θυσία του, διέταξε τον ιδιαίτερο ράφτη του να ετοιμάσει αμέσως την στολή που ήθελε ο περίεργος αυτός εθελοντής. Σε λίγες ημέρες, στο μέτωπο του Κάρς και στην πρώτη γραμμή του πυρός, ένας ιδιότροπος και ιδιόρρυθμος φουστανελάς κυκλοφορούσε ανάμεσα στα ρωσικά στρατεύματα που αποτελούσαν, από εθελοντικής απόψεως, μια πραγματική βαβυλωνία. Κανένας δεν τολμούσε να τον θίξει. Κανένας δεν μπορούσε να τον ειρωνευτεί. Αξιωματικοί και στρατιώτες τον θαύμαζαν, τον αγαπούσαν και τον σέβονταν για τον απαράμιλλο ηρωισμό και την αυτοθυσία του. Στις πιο επικίνδυνες αποστολές αυτός έτρεχε πρώτος και καλύτερος. Ασυγκράτητος έπεφτε στην μάχη, αψηφώντας τις σφαίρες και τον κίνδυνο. Σε μια μάχη, στην τελευταία εξόρμηση για την κατάληψη της πόλεως του Κάρς κι ενώ ο Ρωσικός στρατός σκόρπιζε με την λόγχη τον θάνατο και πατώντας επι πτωμάτων, βάδιζε ακράτητος προς την νίκη. Σε μια στιγμή ένας τούρκος στρατιώτης βλέποντας καταπάνω του τον φουστανελά έτοιμο να τον λογχίσει, φώναξε : Αμάν Μουχαήλ…Μπανά μι; (Αμάν Μιχάλη, …εμένα ;). Ήταν τραπεζούντιος τούτος ο τούρκος και τον γνώριζε.
Μέσα στη ζάλη του καπνού και της μάχης ο Μιχαήλ το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να προσέξει να μη τον χτυπήσει ο ίδιος κι έτσι λοιπόν αποφάσισε να τον αφήσει στο έλεος του Θεού. Κάποτε, έληξε επιτέλους ο πόλεμος και οι στρατιώτες των εμπόλεμων, απολύθηκαν. Ανάμεσα τους ήταν και ο τούρκος που αντάμωσε στην μάχη, τον Μιχαήλ. Η τύχη τον ευνόησε και το κορμί του δεν έμεινε στις άγριες εκείνες οροσειρές του Καυκάσου. Μόλις γύρισε στην Τραπεζούντα, διέδωσε αμέσως την περιπέτεια του, τονίζοντας ότι εκείνος ο Χιντσίρ, ο γκιαφίρ, ο γκιαούρ, ο Μιχαήλ, αζταχάρ κιμπί (σαν άγγελος), πολεμούσε με τους Ρώσους, σκορπίζοντας τον θάνατο στους πιστούς του Ισλάμ. Αν και η διάδοση ότι ο Μιχαήλ ήταν δυνατόν να ζει δεν έγινε πιστευτή από κανέναν, εν τούτοις οι ισχυρισμοί του τούρκου για την γνωστή εκείνη συνάντηση του μ’ αυτόν, είχαν τρομοκρατήσει κυριολεκτικά τους συγγενείς και την οικογένεια του Μιχαήλ που περίμεναν από στιγμή σε στιγμή διωγμούς και αντεκδικήσεις. Ευτυχώς όμως ο τούρκος στρατιώτης πολύ σύντομα πέθανε και οι φόβοι και η αγωνία των διωγμών διαλύθηκαν. Εφτά ολόκληρα χρόνια πέρασαν έκτοτε. Η οικογένεια του Μιχαήλ είχε συνηθίσει στην ορφάνια και τα παιδιά του είχαν συνηθίσει στην στέρηση του. Η μάνα τους, η αντρογυναίκα η Χατούνα κατόρθωνε δουλεύοντας υπεράνθρωπα να μη τα αφήσει νηστικά κι απεριποίητα. Ήταν η καλύτερη μαμή της Τραπεζούντας και την προτιμούσαν τα πιο πολλά και καλά αρχοντικά.
Μια ημέρα όμως, μια ημέρα που οι χρυσοπόρφυρες ανταύγειες ενός θαυμάσιου ανατολικού δειλινού χρύσωναν την Θεόσωστη των Κομνηνών πρωτεύουσα, την πεντάμορφη Τραπεζούντα, μια περίεργη, μια αλλόκοτη σκιά, σαν υπερκόσμιο πλάσμα, ανέβαινε τα γνωστά σκαλοπάτια του Γενή Δζουμά. Την ώρα εκείνη η Χατούνα, η γυναίκα του Μιχαήλ, καθισμένη στον αυλόγυρο του σπιτιού της, έπλεκε, και τα δύο μικρότερα παιδιά της, ο Θανάσης και η Πελαγία έπαιζαν ξέγνοιαστα κι αμέριμνα. Ξαφνικά ανοίξει απότομα η εξώπορτα του σπιτιού και στο κατώφλι της, διαγράφεται η σιλουέτα ενός περίεργου φουστανελά. Στη θέα του ξαφνιάστηκαν τα δύο μικρά παιδιά που έτρεξαν φοβισμένα να βρουν άσυλο στην αγκαλιά της μάνας τους. Και ο φουστανελάς προχώρησε. Τα πόδια του έτρεμαν απ’ την συγκίνηση και τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμι στα ροδοκόκκινα του μάγουλα. Όταν έφτασε μόλις λίγα βήματα απόσταση απ’ τα αγαπημένα του πρόσωπα, μια λέξη μονάχα μπόρεσε να βγει απ’ τα τρεμάμενα του χείλη : Χατούνα ! Όταν σε λίγο συγγενείς και φίλοι, φτάσανε στο σπίτι που πριν από λίγο είχε γραφτεί ο επίλογος ενός οικογενειακού δράματος, βρήκαν τον πεθαμένο και ξεχασμένο Μιχαήλ, τον Μιχαήλ Αγά ολοζώντανο και ροδαλό, να κρατά στα γόνατα του τα τρία του παιδιά. Ο θάνατος, που τόσο ποθούσε και τόσο τον ζήτησε, αντιμετωπίζοντας τον παλληκαρήσια, τον σεβάστηκε και τον άφησε να ζήσει άλλα τόσα χρόνια για να τον πάρει ύστερα, στα βαθιά γεράματα περιστοιχισμένο από νυφάδες και εγγόνια. Τα ρούχα του, η περίφημη φουστανέλα, η δωρεά του αντιβασιλέα Μιχαήλ, στόλιζε για πολλά χρόνια το βεστιάριο του Τραπεζουντιακού καρνάβαλου. Παιδί του ήταν ο πασίγνωστος μάγειρας της Τραπεζούντας ο Αχιλλέας, γνωστός για την ετοιμότητα του πνεύματός του και το απέραντο χιούμορ, κι εγγόνι του, απ’ το μικρότερο του παιδί, τον Θανάση, ο γράφων ταύτα.
Θεσσαλονίκη, 31 Αυγούστου 1950.
Πηγή: Μιχάλης Μεταλλείδης, Θεσσαλονίκη, 1950. Ποντιακή Εστία Τεύχος 11ον "Μιχαήλ Αγάς Μεταλλείδης, o Τραπεζούντιος φουστανελάς του Ρωσικού Στρατού Τραπεζούντα 1878"
Σύμφωνα με την εργασία των κ.κ. Φ.Δ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ καί Έρ. ΑΝΔΡΕΑΔΗ που επιγράφεται: "Τα βαπτιστικά ονόματα ανδρών και γυναικών της Καππαδοκίας", δίνεται η παρακάτω ερμηνεία του ονόματος Χατούνα ως προερχομένης εκ του τουρκικού λεξιλογίου άνευ ετέρας άλλης ετυμολογίας: Χατούνα (Νεάπολη)· Έλχατούν (Ζιντζ.)· Χαττού (Άραβανί)· άπο το λήμμα hatun που σημαίνει Δέσποινα, σεβαστή.
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com