Η Λεμόνα, η Ηλεμάνα (Δημώδες ακριτικό άσμα Πόντου)
Σίτ' επέγνα ομάλια ομάλια είδα ορμάνια και λιβάδια και σην άκραν τρέχ̌' πεγάδι,
Και ση πεγαδί την άκραν έστεκεν δέντρον και μέγαν.
Έστεκεν δέντρον και μέγαν τα νεράντζια φορτωμένον.
Έπλωσα να παίρω έναν εχολιάστεν η Λεμόνα και τη Ήλ' η μάνα εκούξεν: Ντο λαλείς ναί Μεληδόνα ;
Η Λεμόνα - Η Ηλεμάνα. Ακριτικό δημώδες άσμα Πόντου.
Ντο χολιάσ̌κεσαι Λεμόνα ; Πάσκ' κι' ετσάκωσα κλαδόπον; Για εμάρανα φυλλόπον;
Κι αν ετσάκωσα κλαδόπον, να τσακούται το χ̌ερόπο μ'.
Κι αν εμάρανα φυλλόπον να μαραίνεται το ψ̌όπο μ'.
Ήλεν μαραίν' φυλλόπα κι αέρα τσακών' κλαδόπα.
Ο Ήλιος στα μνημεία του λόγου της Άνω Ματσούκας του Πόντου.
Λεξιλόγιο:
• Σίτε – ιδιωματισμός : Σίτα̤ν, σίτα̤, σίτε, σόταν = σ’ όταν = καθώς,όταν
• Επέγ’να = επήγαινα – πήγαινα
• Ομάλα̤ = ομαλά, λιγανά
• Ορμάν, ορμάνι, ορμάνα̤ , ορμάνια /τουρ, orman = δάσος
• Λιβάδα̤ = λιβάδια, βοσκοτόπια
• Μέγα = μεγάλο, ψηλό, τεράστιο
• ‘ς σην = εις την = στην
• Τρέχ̆ = τρέχει, ρέει
• Φορτωμένο = κατάφορτο, γεμάτο καρπούς
• Έπλωσα, ήπλωσα = εννοεί άπλωσα το χέρι για να πάρω τον καρπό
• Χολά̤ζω, εχολίασα, εχόλα̤ξα, χολά̤σ̆κουμαι, χολα̤σμένος = εκ του αρχαίου χολάω = είμαι μελαγχολικός, αλλά και χολόω = ερεθίζω. Χολά̤ζω = διεγείρω την οργή τινός . Χολά̤σ̆κουμαι = οργίζομαι, αγανακτώ. (Κυρίαρχο ουσιαστικό η χολή)
• Λεμόνα = Η Ηλεμάνα – του Ήλιου η μάνα
• Κούζω / κουϊζω / κουγίζω / κουίω / εκούϊξα / κούξον, εκ του αρχαίου κοϊζω = γρυλλίζω (αλλά και βήχω). Παραδείγματα : Κούζ’ ο πετεινόν. Πώς να κούζω ΄σε ; (Καλώ-προσκαλώ)
• Μεληδόνα = μελιαηδόνα = γλυκιά αηδόνα, το αηδόνι που τραγουδά γλυκά σα μέλι
• Πάσκ, πασκίμ {τουρκ} = μήπως (;)
• Τσακώνω = τσακίζω, σπάζω
• χ̆έρ’, χ̆ερόπον = χέρι – χεράκι
• ψ̆ή = ψυχή
Το παραπάνω ποιητικό κείμενο υπάρχει σε πλείστες όσες παραλλαγές ανά τον Πόντο. Παραθέτουμε την πλέον αντιπροσωπευτική (νοηματικά). Καταγραφή κ.Στάθη Ευσταθιάδη, τραγουδά η χορωδία του Πνευματικού Καλλιτεχνικού Συλλόγου Φάρος Ποντίων
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com