Σοφίτσα - Έναν άστρεν εξέβεν - Δημώδες άσμα Ανατολικού Πόντου

Αναμνηστική οικογενειακή φωτογραφία Ελλήνων στον Πόντο Ένα από τα ωραιότερα και πιο συγκινητικά τραγούδια του Πόντου που τραγουδιόταν κατά τους μακρούς χρόνους της δουλείας και ειδικότερα την εποχή της τρομοκρατίας των γενιτσάρων, είναι και το τραγούδι της Σοφίτσας.

Ποιος ραγιάς τότε θα τολμούσε να έχει όμορφη γυναίκα; Ποιος πατέρας δεν καταράστηκε το μεγαλύτερο θείο δώρο, την ομορφιά της αγαπημένης του κόρης και δεν ευχήθηκε ενδόμυχα να αποκτήσει άσχημο κορίτσι, κακοφτιαγμένο ή και ανάπηρο ώστε να μην διατρέχει τον κίνδυνο αρπαγής απ’ τον σάτυρο φεουδάρχη και να ατιμαστεί απ’ τον κτηνώδη γενίτσαρο; Σοφίτσα - Έναν άστρεν εξέβεν - Δημώδες άσμα Ανατολικού Πόντου. Πόσα σπαρακτικά οικογενειακά δράματα έχει να αναφέρει η ιστορία των τρομερών εκείνων χρόνων ! Και τι δεν σοφίστηκε ο δούλος Έλληνας για να σώσει την οικογενειακή του τιμή, για να γλιτώσει την σύζυγο, την μνηστή, την θυγατέρα του, απ’ την κτηνώδη βουλιμία των τυράννων !   Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε ένα τραγούδι που μέσα του κλείνει όλο τον πόνο του ερωτευμένου, τον σπαραγμό του καταδυναστευομένου, την εξυπνάδα και εφευρετικότητα του δούλου που προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποφύγει απ’ τα νύχια του τούρκου δυνάστη.Τραγουδά με παθητικό (πονετικό) και θρηνώδη τόνο: “ Έναν άστρον εξέβεν ‘ς σην Ανατολή, θολόν και ματωμένον κι’ ολοπόρφυρον” Ένα άστρο πρόβαλε από την Ανατολή. Ένας άγριος κι αιμοχαρής γενίτσαρος φάνηκε στο στερέωμα, στην περιφέρεια. Προειδοποιείται η Σοφίτσα, η μνηστή του νεαρού ρωμιού, να αποφύγει τον κίνδυνο που την απειλεί. Το τραγούδι ίσως να το ακούει κι ο ίδιος ο γενίτσαρος που είναι παρόν στο  χορό. Αδιάφορο !!! Δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία του, ενώ αντίθετα η κοπέλα καταλαβαίνει ότι κάποιος εχθρός καραδοκεί και θα προσπαθήσει να κρυφτεί. Και δεν είναι μόνο ένα άστρο, είναι πολλά, άρα πολλές και οι απειλές. “ Κι άλλ’ έναν κι άλλο εξέβεν σ’ Αρμανλού το χάν, κι άλλ’ έναν κι άλλο εξέβεν ‘ς σο Ντεβέ-μποϊν, κι άλλ’ έναν κι άλλο εξέβεν ΄ς σο Καρά-Καπάν“. Πολλαπλός ο κίνδυνος!!! Ένας γενίτσαρος, κι ακόμη ένας, κι ακόμη ένας. Οι γενίτσαροι ήταν άνθρωποι πολύ τραχείς και άγριοι απ’ τους οποίους κανείς δεν μπορούσε να γλιτώσει. Πολλοί εξ’ αυτών είχαν την Ελληνική γλώσσα σαν μητρική τους οπότε ήταν πολύ εύκολο να αντιληφθούν το νόημα του τραγουδιού οπότε οι συνέπειες θα ήταν τραγικές για τους έλληνες του πόντου. Όλοι γνωρίζουμε τα ιστορικά γεγονότα της δημιουργίας των γενιτσάρων και πως ενώ αρπάζονταν από την πολύ μικρή και τρυφερή τους ηλικία απ’ τα σπίτια και τις οικογένειες των ρωμιών ελλήνων του πόντου στη συνέχεια με την κατάλληλη αντιχριστιανική και ανθελληνική εκπαίδευση στρέφονταν αιμοβόρα εναντίον της ίδια τους της ράτσας. “Σοφίτσα μ’ έξ’ μ’ εβγαίνεις και μη φαίνεσαι, ελέπ΄νε ‘σε και τ’ άστρα και μαραίνεσαι…“. Οικογένεια Γεώργιου Κτενίδη Κρώμνη 1908Με πόσο πόνο ο ερωτευμένος νέος απευθύνεται στην λατρεμένη του Σοφίτσα και την προτρέπει να μην βγεί απ’ το σπίτι, να μην κυκλοφορήσει στους δρόμους για να μη την δούν τ’ άστρα. Τα άστρα και το φεγγάρι ήταν κάποια απ’ τα σύμβολα του μωαμεθανισμού. Αυτά είχαν ως εμβλήματα οι αγάδες, οι φεουδάρχες, οι γενίτσαροι. Αν την δούν τ’ άστρα, θα μαραθεί, θα φυλλορροήσει, θα “χαλάσει”.
Και προσθέτει παρακάτω: “Ελέπ’ ‘σε και ο ήλον ! Λάς μαραίνεται ! …”
Θα σε δεί και ο ήλιος. Ο ήλιος για την γυναίκα κατά την ποντιακή αντίληψη είναι ο άντρας της. Στα μοιρολόγια όταν οι γυναίκες κλαίνε τον άντρα τους λέγουν: “ Ήλε μ’, ήλε μ’ ήλε μ’ ! ναι ήλε μ’ και ημέρα μ’ ! “
Η παροιμία λέει: “Ο ήλο μ’ έκαμεν, κι ο ήλο μ’ έφαγεν” δηλαδή ο άντρας μου κέρδισε και μόνος τα σπατάλησε. Κι εδώ το τραγούδι θέλει να πεί ότι : μπορεί να σε δεί κι ο άντρας σου, ο μνηστήρας σου, ….και καταλήγει με μια πικρή αποστροφή : Λάς μαραίνεται ! Είθε να μαραθεί κι αυτός ! Αυτός ο στίχος ερμηνεύεται ως ακολούθως : «Προκειμένου να σε δουν τ’ άστρα και να μαραθείς, καλύτερα να πεθάνει κι αυτός». Με αυτή την προτροπή και προειδοποίηση ο φρόνιμος και προνοητικός άντρας θέλει να κρατήσει την όμορφη γυναίκα του κλεισμένη μέσα στο σπίτι μακριά απ’ τα βέβηλα βλέμματα των δυναστών, για να μην πάθει ότι έπαθε άλλος δυστυχισμένος, ο Γιαννούλης, του οποίου την γυναίκα κατόρθωσε να δει ένας γενίτσαρος : “ Π’ έχ̌’ έμορφον την κάλην κι αντιχαίρεσαι ! ”. Έξαλλος ο σύζυγος σκοτώνει τη γυναίκα του και στρέφεται με πόνο προς αυτήν προσκαλώντας την να φορέσει τα χρυσά της και να μπεί στο χορό : “Ας ελέπ’νε ‘σε οι γενίτσαροι, λάς μαραίντανε ! ”
Μαύρα και δυστυχισμένα χρόνια εκείνα της δουλείας.

Πηγή: Λαογραφικά Σημειώματα Π. Η. Μελανοφρύδη - Ποντιακά Φύλλα – Απρίλιος 1957

Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com 

Pin It

Print

Add comment


Security code
Refresh

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ