Δίστιχα Σταυρίν για το λήμμα “ανάθεμα”. Χρονικά Πόντου - Τεύχος 10ον - 1944 Συλλογή Δ. Κ. Π. Σταυριώτη
Ανάθεμα και το ρακάν’ οθενγκέσ’ πάς θερίζεις,
και με τα τραβωδίας ι-σ’ την κάρδα̤ μ’ τυρα̤ννίζεις.
Ανάθεμα και το ρακίν με την σ̆ισ̆άν εντάμαν,
εποίκε ‘με κι ερρώστεσα, εγέμ’ν βελόν και ράμαν.
Δίστιχα Σταυρίν για το Ανάθεμα (Α) - Χρονικά του Πόντου 1944 Συλλογή Δ. Κ. Π. Σταυριώτη
Ανάθεμα κορτζόπο μου τ’ εσόν την δεξαμέντσαν,
‘κ̆’ εφέκε ‘με να παίρω ‘σε, να έν’ καταραμέντσα.
Ανάθεμα ντο έταξες κι ανάθεμα ντ’ εδώκες,
ση τουσ̆μανίων τα χ̆έρα̤ την ψ̆ή μ’ επαρεδώκες.
Ανάθεμα ‘σε γουρουχτζή, ντο χοβλαεύ’ς απάν’ ι-μ’,
ο κόσμος να χαλάεται ‘κ̆ι δίγω ‘σε το καγάνι μ’.
Ανάθεμα ‘σε Ζύγανα κι εσύ ψηλόν ραχ̆όπον,
π’ έρχουνταν και δα̤βαίν’νε ‘σέ, έχ’νε βαρύν καρδόπον.
Ανάθεμα ‘σε κοσσάρα π’ ετάραξες τ’ αυλάκια μ’
και εύκαιρα και να̤φιλάν επήγανε τ’ αμάκια̤ μ’.
Ανάθεμα ‘σε νέπουτση γιάμ έφαες φαρμάκι;
εσέναν θα τρώει το φαρμάκ’ κι εμέναν το μεράκι.
Ανάθεμα ‘σε νέκουτσ̆η ελέπ’ς ρακίν ‘κ̆ι πίνω,
πάσ̆κ’ εγεννέθα για τ’ εσέν’ πάντα δάκρα̤ να ξ̆ύνω;
Ανάθεμα ‘σε νέκουτσ̆η θαρρείς είσ’ α̤ποκάμι,
πως εγροίκ’σες κι εγρίβωσες ση παιδά την γιαχάν-ι.
Ανάθεμα ‘σε νέπουτση και διπλαναθεμά ‘σε,
τ’ εσόν εγάπ’ εποίκε ‘με ζαντόν και δαιμονέαν,
και ‘ς σα ραχ̆ία λάσ̆κουμαι και ‘ς σα κοιλάδα̤ μένω,
κι όθεν παραβραδά̤σκουμαι κόρη σόν κόλφε σ’ μένω.
Ανάθεμα ‘σε νέπουτση ντ’ εποίκα κι εχολά̤στες;
μη πολεμάς να κρύφ΄ς ατό μαναχ̆έσσα ‘πιάστες.
Ανάθεμα ‘σε νέκουτσ̆η πως είσαι πελα̤λήσσα,
με τ’ εμέν’ τον μωμόερον εξέβες σεβταλήσσα.
Ανάθεμα ‘σε νέ σεβτά να είσ’ α̤φωρισμένον,
άμον κερόπον έλυσες εμέναν τον καημένον.
Ανάθεμα ‘σε νε τζ̆αζού που καβαλλκεύ’ς πουπούλα̤,
τα τζιριχτά ντο έφαες να γίν’ντανε γουρζούλα̤.
Ανάθεμα ‘σε ξενιτά̤ πόσον θα τυραννίεις ΄με;
και ‘κ̆ι’ κλώθ’ς ‘με αγλήγορα και να χαρεντερίεις ΄με.
Ανάθεμα ‘σε πετεινέ, ντο κούεις αέτσ’ παρώρας;
θα σύρω παίρω το κιφάλ’τσ’ θα φτιλακί͜εις τρί’ ώρας.
Ανάθεμα ‘σε σ̆κύλ’ κουτάβ’ γαϊδάρ’ γενεμασέαν,
εμάτσες ‘με το φίλεμαν και σην σκοτεινα̤σέαν.
Ανάθεμα ‘σε σ̆κύλ’ κουτάβ’ εσέν’ και τη θωρέα σ’,
αδά κανείς ‘κ̆ι’ παίρ’νε ‘σε, δέβα σα Μεσαρέας.
Ανάθεμα ‘σε Γόδωνα και όλ’τς τοι Γοδωνίτας
εφέκαν το θυμίωμαν, μυρίσκουν σ̆κυλλαντίτας.
Ανάθεμα τη μάννα σου, ας έν’ και ποπαδία,
εποίκε ‘με και καλατζ̆ήν ση χώρας τα παιδία.
Ανάθεμα τη μάννα σου, ας έν’ και ποπαδία,
εχώρτσε μας η άπιστος να έχ̆’ την αμαρτίαν.
Ανάθεμα τη μάννα σου, ας έν’ και ποπαδία,
όσα φοράς τσ̆ατεύ’ ατέν’ έρται μ’ αναποδία.
Ανάθεμα τη μάννα σου, εθαρείς έν’ περή-ι,
πολλά έχ̆’ σον νούν ατ’ς να φτάη, άμα ‘δεν ‘κ̆’ επορεί-ι.
Συνέχεια στο επόμενο (B) αφιέρωμα για το λήμμα “Ανάθεμα”
Λεξιλόγιο:
• ρακάν’ = από το αρχαίο ορκάνιον εκ του ουσιαστικού ορκάνη = μικρό ύψωμα εδάφους που εξέχει προς την πλευρά όρους διακόπτον την περαιτέρω όραση = γήλοφος λόφος. Φράση: Πιδα̤βαίνω το ρακάν = γίνομαι άφαντος (αλλά και πεθαίνω)
• οθενγκέσ’ = όπου (τοπικός προσδιορισμός)
• τραβωδίας = τραγούδια
• σ̆ισ̆άν / σ̆ισ̆έ / σ̆ισ̆ά̤ = από το τουρκικό sise = γυάλινη φιάλη
• δεξαμέντσαν = νονά – ανάδοχος
• καταραμέντσα = καταραμένη
• γουρουχτζή = (εικάζω ότι προέρχεται από το έτυμο γουρούδιν και το επίθετο γουρουδάς με την τουρκική κατάληξη -χτζής και σημαίνει τον άνθρωπο που έχει δερματικούς όγκους - εξογκώματα κυρίως στο κεφάλι και στο λαιμό)
• χοβλαεύ’ς / χοβλαεύω = από το τουρκικό hovlamak ή oulamak που σημαίνει ορμώ προς επίθεση. Φράση: Ο σ̆κύλλον εχοβλάεφεν απάν’ ατ’.
• καγάνι = δρεπάνι
• Ζύγανα = τοπωνύμιο – οροπέδιο της Χαλδίας
• ραχ̆όπον = το βουναλάκι / ραχ̆ίν = το βουνό
• α̤ποκάμιν = δαυλός της εστίας είτε αναμμένος είτε σβησμένος. Φράση: Ποδάρα̤ άμον αποκάμα̤ = δηλαδή ακάθαρτα. Υποκοριστικό: Αποκαμόπον.
• Εγρίβωσες / γριβώνω = εκ του αγριφώνω και εκ του παλαιοτέρου αγρίφη = προσκολλώμαι στερεά. Φράσεις: Η πίσσα εγρίβωσεν ‘ς σο χ̆έρι μ’. Το παιδίν εγρίβωσεν απάν’ ‘ς ση μάνναν αθε. Υπάρχει και η έννοια του χαμογελώ (οιονεί συσφίγγω τα χείλη προσκολλώντας το ένα στο άλλο. Υπάρχει επίσης και η έννοια του γελώ. Μετοχή: Γριβωμένος = γελαστός. Υπό τον τύπο γροφώνω = ορμώ, επιτίθεμαι με νύχια και με δόντια. Φράση: Η κάτα εγρόφωσεν ‘ς σα χ̆έρα̤ μ’.
• γιαχάν = γιακάς
• νέπουτση / πουτζή ή και πουτσή = νεαρή κόρη
• δαιμονέαν = δαιμονιώδη
• παραβραδά̤σκουμαι = μένω ως το βράδυ
• κόλφε = κόλφος / κόλπος
• νέκουτσ̆η / νε κουτσ̆ή / νε κουτζή = νεαρή κόρη
• πελα̤λήσσα = μπελαλίσσα, μπελαλίδικη
• μωμόερον = μέλος του θίασου του δωδεκαημέρου
• σεβταλήσσα = αγαπημένη / αγαπησιάρα
• καβαλλκεύ’ς = καβαλικεύεις
• τζ̆αζού και τζ̆αζή = από το αραβικό djassous = αυτή που ζητά να μάθει τα μυστικά άλλων / κατάσκοπος. Γυναίκα ραδιούργα, αλλά και δαιμόνιο που πνίγει τα βρέφη. Φράση: Ας σην τζ̆αζού π’ εφογώθεν, μωρόν ‘κ̆’ εστάθεν ατέν = εκείνη που φοβήθηκε από την τζ̆αζού δε μπόρεσε να κρατήσει παιδι. Συχνή είναι και η έκφραση: Τζ̆αζούγαρη (εκ των τζαζού + γαρή) γυναίκα ραδιούργα.
• πουπούλα̤ = αγνώστου ετύμου (πούπουλα;)
• γουρζούλα̤ / γουρζούλιν = φαΐ οιονεί δηλητηριασμένο το οποίο βλάπτει – καταστρέφει. Εκφράσεις: Γουρζούλα̤ να τρώς! Γουρζούλ’ να γίνεται το φαείν το τρώγω! Κατ’ αντίφραση και προκειμένου για το προσφιλές ποτό πάντοτε με παιγνιώδη διάθεση λεγόταν και το: Φέρεν ας εκείνο το γουρζούλ’ (δηλαδή το ρακί).
• αγλήγορα = γρήγορα
• χαρεντερίεις / χαρεντερίζω = προξενώ χαρά = χαροποιώ. Φράση: Χαρεντερίζω το μωρίν να μη κλαίει.
• παρώρας = παράταιρα – παράκαιρα
• φτιλακί͜εις / φτιλακίζω και φτουλακίζω, από το παλαιόν πτιλακίζω και πτιλάκιον (εκ του πτίλιον) = κάνω κινήσεις σπασμωδικώς – σπαρταρώ: Φτιλακίζ’ η κοσσάρα / Πάλλω με ταχύτητα: Φτιλακίζ’ η καρδία μ’ – Η ψ̆ή μ’ φτιλακίζ’. Υπάρχει και η έννοια του να διακατέχεται κανείς από φόβο ή συγκίνηση αλλά και να φλέγεται από τη δίψα.
• σ̆κύλ’ κουτάβ’ = σκύλας κουτάβι (ύβρις)
• γαϊδάρ’ γενεμασέαν = γαϊδάρας γέννα (ύβρις)
• Μεσαρέας = χωριό ανήκον στα Σιμοχώρια της Τραπεζούντας
• Γόδωνα = χωριό της Τραπεζούντας
• Γοδωνίτας = οι κάτοικοι της Γόδωνας
• Θυμίωμαν = θυμίαμα - ευωδία
• μυρίσκουν = μυρίζουν
• σ̆κυλλαντίτας = δυσωδία
• ποπαδία = παπαδιά
• καλατζ̆ήν = ομιλία, σχόλιο, συζήτηση
• εχώρτσε = χώρισε
• τσ̆ατεύ’ / τσατεύω = συναντώ. Τραγούδι: Μάννα μ’ έρθεν ο Μοθοπώτ’ς κι εγώ θα ξενιτεύω, παρακάλ’ πολλά τον Θεόν κακόν να μη τσ̆ατεύω. Υπάρχει και η έννοια του: οδηγώ κάποιον σε συνάντηση. Τραγούδι: Ατό τ’ εσόν το τέρεμαν όσον τα πάω παίρ’ ‘με, θα τσ̆ατεύω με ‘ς έναν κακόν, ΄ς έναν πελά̤ν θα φέρ’ ‘με.
• αναποδία = αναποδιά – επιπλοκή
• περή = από το Περσικό Peri = Θεά, Νηρηίδα, άγγελος ή πνεύμα ωραιότατον / δαιμόνιο, ξωτικό, μάγισσα. Μεταφορικά σημαίνει τη ραδιούργα και πονηρή γυναίκα.
Δίστιχα Σταυρίν για το λήμμα Ανάθεμα. Μέρος Πρώτο. Πηγή: Χρονικά Πόντου - Τεύχος 1Οον - 1944. Συλλογή Δ. Κ. Π. Σταυριώτη.
Ποντιακή Λαογραφία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com