Η Αρχιτεκτονική της αγροτικής κατοικίας των οροπεδίων στον Πόντο
Στη ζώνη των οροπεδίων του Πόντου οι καλύβες των «παρχαρίων», ως κτίσματα εποχικής χρήσης και συγκεκριμένης λειτουργίας, πληρούν τις λειτουργικές και κατασκευαστικές προϋποθέσεις μιας χρονικά περιορισμένης και υπό όρους διαβίωσης.
Πρόκειται για την εξυπηρέτηση των κτηνοτρόφων που ανεβαίνουν με τα κοπάδια τους στις περιοχές των υψιπέδων καθ' όλη τη διάρκεια της καλοκαιρίας από τους μήνες Μάιο έως Αύγουστο. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να βρει επίπεδο σύγκρισης αυτής της κατηγορίας αγροτικών κατοικιών με τις δύο προηγούμενες. Η απλή εσωτερική τους οργάνωση εξυπηρετεί τις στοιχειώδεις ανάγκες μιας νομαδικής διαβίωσης. Ο προθάλαμος ή «κατώι», μέσω του οποίου καταλήγει κανείς στο «κυρίως σπίτι», βρίσκεται συνήθως σε χαμηλότερη στάθμη από το τελευταίο (κατά 30-50 εκατοστά). Σε αυτό το χώρο αποθήκευαν τα ξύλα ή τα τρόφιμα και ό, τι άλλο ήταν απαραίτητο για τους μήνες της διαμονής στο «παρχάρ'». Το μαγειρείο («χανέκα») αποτελεί τμήμα της αποθήκης-προθαλάμου και συχνά είναι σαφώς διαχωρισμένο από αυτήν με ελαφρά ξύλινη κατασκευή. Το τζάκι, κατασκευασμένο συνήθως στο χώρο της κουζίνας, πρωτίστως εξυπηρετεί το μαγείρεμα και σε δεύτερη χρήση τη συνολική θέρμανση του χώρου. Το κυρίως σπίτι από τον υπόλοιπο εσωτερικό χώρο της καλύβας σπάνια χωρίζεται με τοίχο ή άλλη ανάλογη κατασκευή. Ως επί το πλείστον, ο εσωτερικός χώρος αυτής της προσωρινής κατοικίας των βοσκοτόπων λειτουργούσε ως ενότητα και εξυπηρετούσε τις ανάγκες των ενοίκων στην απλούστερη δυνατή μορφή τους.Η κατασκευή των ισόγειων αυτών κτισμάτων είναι λιτή και σε αντιστοιχία με την απλή λειτουργική τους οργάνωση: η εξωτερική τοιχοποιία είναι μικτή αργολιθοδομή στη βάση και τους πλευρικούς τοίχους, ενώ η μπροστά και η πίσω όψη διαμορφώνεται με μπαγδατί ή με ξύλινες καρφωτές σανίδες. Το ύψος των κτισμάτων αυτών δεν ξεπερνά στο εσωτερικό τα 2,50 μέτρα. Η κάλυψή τους συνήθως γίνεται με κεκλιμένη στέγη που φέρει επικάλυψη με «χαρτώματα». Ανοίγματα φωτιστικά, εκτός από αυτό της εισόδου της καλύβας, δεν υπάρχουν. Το δάπεδο παντού είναι χώμα καλά συμπιεσμένο, μόνο στο «κυρίως σπίτι» συχνά συναντούμε ξύλινη –σανιδωτή– επικάλυψη. Οι καλύβες των «παρχαρίων» ήταν οργανωμένες σε μικρές οικιστικές ενότητες. Η δική μας αυτοψία δεν κατάφερε να το επιβεβαιώσει αυτό, αφού ελάχιστες σώζονται σήμερα και ο αρχικά οριοθετημένος χώρος γύρω από την καθεμιά έχει σχεδόν καταστραφεί. Οι γραπτές μαρτυρίες μάς πληροφορούν ότι «κάθε καλύβα είχε περιτοίχωμα στην αυλή για τα ζώα. Κάθε ομάδα καλυβιών, άκρη άκρη, είχε άλλο, μεγαλύτερο περιτοίχισμα για τα μικρά ζώα και καλύβα για τον κοινοτικό τσοπάνο (πιαριά). Τόσο η καλύβα όσο και η πιαριά ήταν του συνόλου, κοινοτικά, και προσφέρονταν στον τσοπάνο που προσλαμβανόταν για το χωριό».
Πηγές:
1. Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού
2. Γαβρά Ελένη, Αγροτικός χώρος και κατοικία στον Πόντο από τον 19ο αι. έως τις αρχές του 20ού. Ορεινοί οικισμοί στις περιοχές Αργυρούπολης και Τραπεζούντας (Θεσσαλονίκη 1998)
3. Ιωαννίδης Σάββας, «Τα παρχάρια της Μούζενας», Αρχείον Πόντου 38 (1984), σελ. 203.
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com