Χριστούγεννα στην Πουλαντζάκη του Πόντου, το 1892. Ήθη και έθιμα των Ελλήνων της Πουλαντζάκης.

Οικογενειακή φωτογραφία Ελλήνων της Πουλαντζάκης του Πόντου πρίν το 1920Βρισκόμαστε στο έτος 1892 στην κοινότητα Πουλαντζάκης, με αμιγή ελληνικό πληθυσμό, πλούσια σε πόρους και πλουσιότερη σε αγάπη για τα γράμματα. Υπάρχει μια πλήρης επτατάξιος αστική σχολή αρένων με έξι διδασκάλους καλά αμειβόμενους αλλά και ευσυνείδητους στα καθήκοντα τους.

Επίσης, υπάρχει μια τετρατάξιος δημοτική σχολή θηλέων με τρείς διδασκάλισσες εφάμιλλες των αρρένων συναδέλφων τους. Εκείνη την χρονιά ξεχειμώνιαζε στην Πουλαντζάκη ο μητροπολίτης Χαλδείας, ο αείμνηστος Γερβάσιος, ο ακούραστος ιδρυτής και προστάτης των σχολείων. Η κοινότητα διοικείτο από 12μελές συμβούλιο, απ’ το οποίο εκλέγονταν τρείς έφοροι των σχολείων, από δε της μορφωθείσης ήδη νεολαίας εξελέγοντο τρείς επόπτες, οι οποίοι παρακολουθούσαν τακτικά τις παραδόσεις των μαθημάτων. Χριστούγεννα στην Πουλαντζάκη του Πόντου το 1892. Κατά τις σωτήριες εορτές των Χριστουγέννων, του Νέου έτους και των Θεοφανείων επικρατούσε η συνήθεια, οι ιεροψάλτες, οι διδάσκαλοι, οι μαθητές των ανωτέρων τάξεων και περί τους 15 άλλους νέους, να χωρίζονται σε δύο ομάδες και να περιέρχονται όλα ανεξαιρέτως τα σπίτια, ψάλλοντες τα τροπάρια των εορτών. Κάθε οικογένεια φιλοτιμείτο πάντοτε όχι μόνο να συνεισφέρει περισσότερο και πάνω απ’ τις δυνάμεις της, αλλά επιπλέον φρόντιζε να ευχαριστήσει ιδιαίτερα με ποτά και μεζέδες τους υμνωδιστές. Τα μέλη της οικογένειας συνέτρωγαν, συνέπιναν και συν-τραγουδούσαν μαζί τους με χαρά και αγαλλίαση. Τα χρήματα που συλλέγονταν διετίθεντο στις χήρες και τα ορφανά. Απ’ την προπαραμονή η Ιερά Μητρόπολη ειδοποιούσε τους εφόρους, επόπτες, διδασκάλους και μαθητές να παρευρεθούν την παραμονή στο σχολείο όπου παρουσία του αρχιερέως θα καταρτίζονταν οι δύο επιτροπές (ομάδες) των εράνων. Το πρωί της παραμονής όλοι οι παραπάνω και πολύς κόσμος συγκεντρώνονταν στην μεγάλη αίθουσα του σχολείου. Μετά τον αγιασμό ο αρχιερέας με απλά και συγκινητικά λόγια ανέπτυσσε τα γεγονότα περί της Χριστού και Σωτήρος γεννήσεως, και αμέσως μετά κηρυσσόταν επίσημα η περίοδος των διακοπών των εορτών. Στην συνέχεια εκλέγονταν οι ομάδες των εράνων. Ο Μητροπολίτης καλούσε τον διευθυντή του σχολείου να υποδείξει τα κατάλληλα πρόσωπα. Οι μεν ιεροψάλτες και διδάσκαλοι έπαιρναν τη θέση τους χωρίς αντίρρηση, δύο λυράρηδες και δύο αρμονιοπαίκτες προσετέθησαν ιεροκρυφίως. Οι μαθητές οι οποίοι αγαπούσαν πραγματικά και ειλικρινά και τιμούσαν τους διδασκάλους τους αλλά και ανταγαπώντο απ’ αυτούς τους ακολουθούσαν αδερφικά, όταν όμως ήρθε η σειρά στην πολυπληθή νεολαία, το ζήτημα περιπλέχτηκε. Όλοι ήθελαν να ακολουθήσουν και ο καθένας έδειχνε προτίμηση στην ομάδα η οποία θα περνούσε από τον δρόμο και την κατοικία της κόρης των ονείρων του. Αρχηγός της πρώτης ομάδας εξελέγη ο διευθυντής της σχολής. Αυτή είχε τους περισσότερους νέους καθώς νέος ήταν και ο ίδιος, ενώ στην δεύτερη ομάδα αρχηγός εξελέγη ο παλαίμαχος ιεροψάλτης και διδάσκαλος. Πρίν καλά-καλά βραδιάσει, η πρώτη ομάδα είχε συγκεντρωθεί στο σπίτι του αρχηγού. Χιόνιζε αραιά, ενώ το κρύο δεν ήταν αισθητό, αλλά θεωρήθηκε ως προφυλακτικό μέτρον μια θερμική ένεση. Η πρώτη φιάλη στραγγίστηκε στην κυριολεξία όταν η ομάδα ξεκίνησε για την μητρόπολη. Εκεί έψαλλαν εν ψαλτηρίω και κιθάρα όλα τα τροπάρια της Γεννήσεως. Ο Γερβάσιος τους ευχήθηκε χρόνια πολλά και τους ευλόγησε, συγχρόνως όμως παρατήρησε μεταξύ των νεαρών μερικούς να τρικλίζουν. Νέπε, είπεν άτς, παλληκάρια εσείν ακόμα ΄ς σην εγκλησίαν κι’ εσέβετε και πότε εβαφτίγετεν;  Έσπευσαν να αποχαιρετίσουν τον φιλόξενο και σεβαστό δεσπότη και στην συνέχεια ψάλλοντες με την συνοδεία οργάνων μπαινόβγαιναν σύντομα στα σπίτια κατά σειρά, όπου τους καλοδέχονταν με άδολη χαρά και θερμή φιλοξενία. Παντού άφθονα τα ποτά, οι εκλεκτοί μεζέδες και η ψυχική όχι η προσποιητή, χαρά του κόσμου. Σκιαγραφία της Πουλαντζάκης του ΠόντουΠανοραμική φωτογραφία του λιμένος και της παραλιακής οδού της Πουλαντζάκης του ΠόντουΣ’ ένα αρχοντικό σπίτι ο οικοκύρης φώναζε: “Παιδία, τα Χριστούγεννα τον χρόνον μιαν έρχουνταν, φάτεν, πιάτεν, λαγκέψτεν, πίστεν παλαλά", αλλά και χωρίς την προτροπή του, αυτό γινόταν.  Μέσα στο σπίτι εψάλλετο με κατάνυξη “Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει” και οι έξω τραγουδιστάδες νεαροί, πρωτοστατούντος του γλυκύτατου την φωνή και ενθουσιώδους τραγουδιστού Στέφ, απηύθυναν τα συγκινητικότερα τραγούδια στις νηρηίδες (νεράϊδες-εννοεί τα νεαρά κορίτσια) που ήταν μαζεμένα μέσα στην αίθουσα του σπιτιού. “Στον ουρανό χρωστώ την ζωή”…έλεγε με παράπονο ο έξω Πυγμαλίων προς την εντός Γαλάτεια του, ….”σον Άδην το κορμόπον, εσέν την κόρ΄ πα ντό χρωστώ και τυραννείς το ψόπο μ ; “   Με πολύ σοβαρότητα πια προχωρούσε η ομάδα μελωδούσα το Χριστός γεννάται δοξάσατε, διότι έφταναν στο σπίτι του προέδρου της εφορίας. Η περιποίηση ήταν σπουδαία. “Παιδία ! πεινασμέν’ είστεν, απάν’ ‘ς σο ποδάρ’, φάτεν όσον επορείτε” και η διαταγή εκτελέστηκε με προθυμία και κανονικότητα. Το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει καλύπτοντας τα στεγάδια και τα κλαδιά των δέντρων και το κρύο άρχισε να σφίγγει, αλλά ποιος λογάριαζε χιόνι και κρύο μέσα στην Άνοιξη της νιότης; Τα παλληκάρια χόρεψαν και τραγούδησαν λίγο, τίναξαν τα χιόνι από πάνω τους και προχώρησαν σε δύο ομάδες καθώς είχαν να χαιρετίσουν πολλά ακόμη σπίτια, η μια υπό τον λυράρη κι η άλλη υπό τον αρμονιοπαίκτη….τον άλλο αθεράπευτο ερωτύλο. Η πρώτη θα επισκεπτόταν τον δεύτερο έφορο, του οποίου την κόρη, μελαχρινούλα δεκαέξι χρονών, δεν μπορούσε να ατενίσει με απάθεια ένας φίλος της παρέας, πολύ καλός νέος, έμπορος αλλά και υπερβολικά δειλός, ο φίλτατος Π… Ο δεύτερος έφορος ήταν ευλαβέστατος, θρήσκος, γι’ αυτό σώπασαν τα τραγούδια και όλοι με ενθουσιασμό με την συνοδεία της αρμόνικας έψαλλαν τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Αυτό τον ευχαρίστησε πολύ και με περισσή προθυμία χαιρέτησε δια χειραψίας όλους, τον ακολούθησε και η σύζυγος του και η μονάκριβη κόρη του, η οποία γνώριζε τα αισθήματα του νέου εμπόρου. Δα̤βόλ’ συνεργεία, (που έλεγαν και οι γιαγιάδες μας), συνέβη το εξής περιστατικό: Νικόλαος Θειόπουλος (ο συγγραφέας)Είτε από υπερβολική συγκίνηση, γιατί κρατούσε στο χέρι του το τρυφερό χέρι της καλής του, η οποία με αγγελικό χαμόγελο του ευχήθηκε Καλά Χριστούγεννα, είτε είχε πιεί παραπάνω ο καημένος για να αποκτήσει θάρρος, είτε και πραγματικώς να παραπάτησε, γλίστρησε και έπεσε ενώ κρατούσε ακόμα το χέρι του, η οποία και τον βοήθησε να σηκωθεί. Κατακόκκινος ο “μαύρον” ψέλλισε δύο λέξεις συγγνώμης.  Το επεισόδιο αυτό είχε πολύ ευχάριστη κατάληξη καθώς ο πατέρας της κόρης αφού έμαθε τα ιερά αισθήματα των νέων, μέσα στον επόμενο μήνα τους πάντρεψε. Με γέλια και τραγούδια λοιπόν συνέχισαν καταλήγοντας στο σπίτι του παπα-Γεώργη όπου τους περίμενε στρωμένο πλούσιο τραπέζι. Εδώ τελείωσε και η πομπή, περασμένα μεσάνυχτα. Άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες. Μετρήθηκε η είσπραξη η οποία ήταν πολύ ικανοποιητική. Παραδόθηκε στον ιερέα και η παρέα αποχώρησε. 

Γράφει ο Νικόλαος Χ. Θειόπουλος, ο οποίος ήταν μέλος και μάρτυρας της παραπάνω παρέας: Πέρασαν 62 χρόνια και όμως ο καημός της νοσταλγίας τα ξαναζωντανεύει όλα μπρός στα μάτια της ψυχής μου.  Πέρασαν τα χρόνια, χάθηκαν τα μέρη, κι έμεινε μόνον η ανάμνηση ! … Πόθεν το όνομα της Πουλαντζάκης του Πόντου;

 Πηγή: κ. Νικόλαος Θειόπουλος - Περιοδικό Ποντιακή Εστία, τεύχος 49ον έτος 1954.

Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com  

Pin It

Print

Add comment


Security code
Refresh

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ